Η γνωριμία με την ποίηση του Ντύλαν Τόμας πηγαίνει μακριά πίσω στον χρόνο, όταν στην τελευταία τάξη του γυμνασίου βρέθηκα στο γνωστό σαν "πατάρι" καφενείο του Λουμίδη μαζί με μια παρέα συνομήλικων κοριτσιών που διάβαζαν ποίηση, κυρίως Ελύτη και Γκάτσο. Και οι δύο κάθονταν στο ίδιο πάντα τραπέζι κάθε μεσημέρι (μαζί με άλλους ποιητές, καλλιτέχνες, διανοούμενους) και μας είχαν δεχτεί στην παρέα τους. Στην Αθήνα είχαν αρχίσει να φτάνουν νέα βιβλία, τα πρώτα μετά τον πόλεμο -Έλιοτ, Λόρκα, Ντύλαν Τόμας -και, αν θυμάμαι καλά, χάρη στον Νίκο Γκάτσο είχα την τύχη να ρίξω μια ματιά στην τελευταία συλλογή του Ντύλαν Τόμας με τον τίτλο Deaths and Entrances (Θάνατοι και Είσοδοι). Ο Γκάτσος, όπως άλλωστε και ο Ελύτης, τον θεωρούσαν ισότιμο και, θα 'λεγα, πιο συγγενικό τους από τον Έλιοτ.
Παρ' όλους τους αναρίθμητους μιμητές του, ο Ντύλαν Τόμας δεν δημιούργησε "σχολή". Οι απομιμήσεις είχαν για στόχο την αναμφισβήτητα λαμπερή επιφάνεια και κατέληξαν σε σειριακές παραγωγές λεκτικών πυροτεχνημάτων. Όμως ο πυρήνας που συγκρατεί το καθένα απ' αυτά τα ποιήματα, η υπαρξιακή αιτία που νομιμοποιεί τον λόγο, έχει να κάνει με άλλα πράγματα. "Στάση ζωής" θα 'ταν ίσως δύο κατάλληλες λέξεις. [...] Στην περίπτωση του Τόμας και μερικών ακόμα ποιητών, η υπαρξιακή αιτία του λόγου βρίσκεται σε στενή σχέση με το κατά πόσο έχει φτάσει κάποιος στο σημείο εκείνο της τέλειας απογύμνωσης απ' όλα τα προσωπεία που μπορεί να θέσει υπό αίρεση τα πάντα: στο σημείο μηδέν, με όλους τους κινδύνους του, απ' όπου μερικοί κατορθώνουν να ξεκινήσουν για να "συστήσουν" ξανά τον κόσμο.