«Πως όμως είναι θεμιτό να συγκεραστεί η μεταφυσική με τη γεωμετρία; Διότι, πράγματι, ενώ η μεν απορρίπτει κατηγορηματικά το ότι ο χώρος είναι απείρως διαιρετός, η δε, με τη συνήθη βεβαιότητά της, το αποδέχεται. Η γεωμετρία ισχυρίζεται ότι ο κενός χώρος είναι για την ελεύθερη κίνηση αναγκαίος, η μεταφυσική το απορρίπτει. Η γεωμετρία καταδεικνύει ότι η καθολική έλξη ή η βαρύτητα δεν εξηγείται με μηχανικά αίτια παρά προκύπτει από τις δυνάμεις που ενυπάρχουν στα σώματα και δρουν εν ηρεμία και εξ αποστάσεως, η μεταφυσική το απορρίπτει ως κενό αποκύημα της φαντασίας.»
Στην ανά χείρας πραγματεία, ο Καντ διερευνά το δυσχερέστατο ζήτημα πώς είναι δυνατόν να είναι μεταξύ τους συμβατές, από τη μία πλευρά, η μεταφυσική αντίληψη ότι τα φυσικά σώματα είναι συγκροτημένα από απλές, μη επιδεχόμενες διαίρεση υποστάσεις, τις μονάδες, και, από την άλλη, η μαθηματικοφυσική αντίληψη για την απείρως διαιρετή φύση του χώρου. Η λύση την οποία επιχειρεί να δώσει στο ζήτημα αυτό βασίζεται σε μια εν πολλοίς πρωτότυπη δυναμική θεωρία για τις μονάδες, σύμφωνα με την οποία η κάθε μονάδα καταλαμβάνει έναν ορισμένο χώρο χάρη στη σφαίρα δραστηριότητάς της, χωρίς άρα έτσι να χάνει την απλότητά της.
Το γραμμένο το 1756 σύντομο, όμως πολύ μεστό κείμενο έχει ως αντικείμενο κατ' ουσίαν το ζήτημα που, στην Κριτική του καθαρού Λόγου, χαρακτηρίζεται ως η «δεύτερη έριδα της αντινομίας του Λόγου». Ο προκριτικός Καντ επιχειρεί εδώ να το επιλύσει διαφοροποιούμενος μεν από τον Λάιμπνιτς και τον Βολφφ, όμως κινούμενος ακόμη στο πλαίσιο της δικής τους μεταφυσικής. Ο τρόπος με τον οποίον πραγματεύεται τον χώρο και τις μονάδες παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο καθ' αυτόν όσο και επειδή φωτίζει συγχρόνως την πορεία που ακολούθησε ο στοχασμός του για να καταλήξει στην «ακριτική» του φιλοσοφία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)