Η αναγνωστική μοίρα του Καζαντζάκη είναι παράδοξη και πολύπλοκη. Τον αγάπησε το ευρύ κοινό, στάθηκε, παλαιότερα τουλάχιστον, ένα από τα πρώτα διαβάσματα των εφήβων -η ανάγνωση των μυθιστορημάτων του ήταν για αυτούς ταυτόχρονα μια πράξη μύησης στη λογοτεχνία και αμφισβήτησης κυρίαρχων ιδεών και αξιών-, αλλά το ακαδημαϊκό περιβάλλον και το λογοτεχνικό σινάφι, στην καλύτερη περίπτωση, τον αγνόησαν. Η γενιά του '30 τον περιφρόνησε, με εξαίρεση τον φίλο του Παντελή Πρεβελάκη (το βιβλίο του Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη, 1965, είναι οπωσδήποτε πολύτιμο και εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις καλύτερες εισαγωγές στο έργο του). Τη σκληρή καταδικαστική κρίση του Σεφέρη, με αφορμή την προβολή του Ζορμπά του Κακογιάννη, θα τη συμμερίζονταν, φαντάζομαι, οι περισσότεροι συγγραφείς της γενιάς αυτής: "Ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, απομιμήσεις αισθημάτων" (Μέρες Θ', 1 Φεβρουαρίου 1964 - 11 Μάη 1971, Ίκαρος, 2019, σ. 94-95). Εντελώς διαφορετική, ωστόσο, ήταν η υποδοχή του έργου του εκτός των ελληνικών συνόρων. Ο Καζαντζάκης επιδίωξε πεισματικά να γίνει διεθνής συγγραφέας - και το πέτυχε. Σήμερα, αυτός και ο Καβάφης είναι οι μόνοι Νεοέλληνες συγγραφείς τους οποίους γνωρίζει το διεθνές αναγνωστικό κοινό. [...] (Από τον πρόλογο της έκδοσης)