Σιλικόνη. Γύρω βουνά με χρυσαφιές καμπύλες και σκόνη στα παράθυρα. Γίδια σκόρπια εδώ κι εκεί. Βελάσματα και μουγκρητό της μηχανής. Λιοπύρι. Τα μέτωπα ιδρώνουν, οι μασχάλες ιδρώνουν, ο αέρας πυκνώνει, το λεωφορείο πηγαίνει.
Εκείνο -σακαράκα, ο δρόμος- λακκούβες. Και πηγαίνει. Κόντρα στη ζέστη. Κόντρα στις μύγες. Κόντρα στα γίδια.
Οι κραδασμοί τρίβουν τα γυναικεία στήθη στα υφάσματα, τους γλουτούς στα καθίσματα, ρίχνουν τους όρθιους στους διπλανούς τους, μπλέκουν χέρια κι ανάσες, η ατμόσφαιρα βαραίνει, τα υγρά αναβλύζουν και ο περιηγητής ρίχνει ζαριές με το βλέμμα στην έρημο αποτιμώντας τη σκληράδα των χρωμάτων, την ταπεινότητα των ελάχιστων οικημάτων.
Μέχρι πού.
Το λεωφορείο σταματάει. Κόσμος κατεβαίνει, κόσμος ανεβαίνει. Η θέση μπροστά του αδειάζει. Ο περιηγητής μετράει το κενό. Κλείνει τα μάτια. Πεταλούδες στριφογυρίζουν στα βλέφαρά του. Το φόντο τους πορτοκαλί. Οι πεταλούδες μαύρες. Ανοίγει τα μάτια.
Μπροστά του η νύχτα.
Ήλιος. [...]