Ένα κύμα έφτανε κουλουριασμένο, μουλωχτό, και τ’ ανακάλυψαν, στην ώρα, οι φωτερές γλώσσες του φαναριού. Το δείξανε π’ άνοιξε σαν μαγικό ριπίδι, που έκλεισε σάμπως πλανερή ουρά μυθικού παγονιού, με χρυσοπράσινες ανταύγειες.
Χτυπώντας απ’ έξω απ’ τα παραπέτα της βάρκας, τίναξε πίδακες τους αφρούς και πισωγυρίζοντας σούφρωσε με μύριους ρόχθους. Αναρρουφήχτηκε και γλίστρησε ολοσκότεινο πέρα απ’ τη θολούρα που άπλωνε απ’ την άλλη μπάντα της βάρκας αφώτιστη η σκιά του πανιού.
Δεύτερο, χειρότερο, ακολουθούσε, βουίζοντας, κι έκανε παιχνίδια με τα φωτερά ξεφτίδια του φαναριού. Δίσταξε να χιμήσει κι ασώτευε τα καμώματά του μπροστά στην πλώρη. Άνοιξε μια κατασκότεινη γλιστερή λακκούβα να παγιδέψει το λάιφ μποτ, να το φέρει με τη μούρη εκεί μέσα. Ένας νερένιος τροχός τούς άνοιγε μιαν άβυσσο, μέσα σε μυριόχρωμες σκιές και φιδωτά σκοτάδια· σαλαγούσαν, με βουητά, σάμπως τρομαγμένα γιδοπρόβατα, ροβολώντας σ’ άπατους γκρεμούς... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Κανένας δικός μας συγγραφέας ως τα σήμερα δεν μας έχει δώσει κάτι πιο αλμυρό, πιο ταραγμένο και πιο ατίθασο. Είναι εκείνο που μας έλειπε ως τώρα: ο θαλασσογράφος μας». (Μενέλαος Λουντέμης)