Το κάρρον ήρχετο μακρόθεν, φορτωμένον χώμα. Το έσυρε μονάχον του εν άλογον, οικτρός ψαρρός ροσσινάντης κάτισχνος, το ετράβα επωδύνως, αναστελλόμενος σχεδόν κατά παν βήμα, όπερ έκαμνεν ασθμαίνων. Ο καρραγωγεύς, αθηναίος καρραγωγεύς, ωσεί τριακοντούτης, με πλατύγυρον καπέλλον και επανωβράκια πλακιώτου, παρηκολούθει εις απόστασιν τινά πεζός, τας χείρας του συμπεπλεγμένας έχων εξοπίσω του, και περασμένον το καμτσίκι μεταξύ, βραδέως.
Το χώμα είχε προφανώς ριφθή εντός κατά μεγάλας πτυαριάς, είχεν αρθή εις λόφον εν τω μέσω, είχε πατηκωθή εις τρόπον ώστε να μη χωρή πλέον ούτε δάκτυλον. Αλλά το άθλιον τετράποδον, το έσυρεν, ευσυνειδήτως εν τοσούτω, παρ' όλον του το φυσαλέον αγκομάχημα προυχώρει, εκινείτο, τανύον των κνημών αυτού των καλαμίνων τους μυώνας, και καταβάλλον πάσαν την αλκήν των απεψιλωμένων κρέατος ισχίων του. [...] (Απόσπασμα από το κεφάλαιο ΤΟ ΚΑΡΡΟΝ)