«Μα πόσο χρόνο θέλετε πια, Κυβερνήτη;»
«Θέλω τον χρόνο που χρειάζονται πάντα οι Έλληνες για να διαφωνήσουν και να απορρίψουν και να μην εφαρμόσουν τίποτα απ' όσα τους ζητούνται. Και μετά να το ξανασκεφτούν και να το δουν διαφορετικά και σιγά σιγά να το αποδεχθούν. Και στο τέλος να το επαινέσουν. Χρειάζεται πολύς χρόνος γι αυτό».
«Έτσι που το λέτε, ναι, υποθέτω...»
«Και χρειάζεται και κάποιος να πεθάνει. Για να μπορούν να λένε, μετά, ότι αυτός ο κάποιος ήταν ο πιο καλός».
Για πρώτη φορά το βλέμμα του Γερμανού είναι λιγότερο επιφυλακτικό: «Τι εννοείτε;»
«Χρειάζεται κάποιος να πεθάνει».
3 χρόνια, 8 μήνες και 21 μέρες.
Στη γραμμική αφήγηση της ιστορίας μας, ανάμεσα στην Τουρκοκρατία και την Βαυαροκρατία, υπήρξε μια σύντομη στιγμή που δεν ονοματίστηκε ποτέ. Μια σχισμή χρόνου, μια φωτεινή εισπνοή ελπίδας όπου όλα μπορούσαν να γίνουν και ένας άνθρωπος προσπάθησε να τα κάνει. Ένας "ξένος" που βρίσκεται σήμερα ολόγυρά μας, παντού και πουθενά: το αποτύπωμα του έργου του ακόμα ορατό, ο ίδιος ακόμα άγνωστος. Το όνομά του, Ιωάννης Καποδίστριας.