Χρειάστηκε επομένως να ζήσουμε μια κατάσταση και μια ιστορική συγκυρία παρόμοια με τη δική του, για να καταλάβουμε τη φιλοσοφία της ζωής του Μονταίνιου και την αναγκαιότητα του αγώνα του για το «soi-meme», για το Εγώ το ίδιο· αγώνα που αποδείχθηκε τελικά ο πιο απαραίτητος αγώνας του πνευματικού μας κόσμου. Αναγκαστήκαμε να βιώσουμε πρώτα ένα από κείνα τα φριχτά πισωγυρίσματα του κόσμου - τη στιγμή μάλιστα που ήμασταν σίγουροι για τις κατακτήσεις της προόδου και του πολιτισμού· είδαμε τις ελπίδες μας, τις εμπειρίες, τις προσδοκίες και τους ενθουσιασμούς μας να γίνονται κουρέλια· και βρεθήκαμε υποχρεωμένοι να υπερασπιστούμε τελικά αυτό ακριβώς το γυμνό Εγώ μας, τη μοναδική και οριστικά χαμένη μας ταυτότητα. Σ' αυτή τη φάση, λοιπόν, της αδελφοσύνης στον κατατρεγμό και στην απόγνωση, έγινε για μένα ο Μονταίνιος σύντροφος, βοηθός, παρηγορητής και φίλος. Διότι ήταν απελπιστικά όμοια η μοίρα του με τη δική μας. Στο ξεκίνημα της ζωής του μια μεγάλη ελπίδα σβήνει, μια ελπίδα σαν αυτήν που ζήσαμε κι εμείς στις αρχές του αιώνα: η ελπίδα ενός κόσμου ανθρώπινου.
[...] Είναι παιδί ακόμα, δεκαπέντε χρονών, όταν στο Μπορντώ, μπροστά στα μάτια του, συντρίβεται η λαϊκή εξέγερση ενάντια στη gabelle, το φόρο του αλατιού, με απανθρωπιά που θα τον μεταμορφώσει δια βίου σε ορκισμένο εχθρό κάθε βαναυσότητας. Ο έφηβος Μονταίνιος γίνεται μάρτυρας φρικαλεοτήτων που μόνο τα πιο ζωώδη ένστικτα μπορούν να επινοήσουν.» (S.Z.)
Με τον "Μονταίνιο" ο Στέφαν Τσβάιχ έκλεισε το 1942 το δοκιμιακό βιογραφικό του έργο, που έγραψε παράλληλα με τη "Σκακιστική νουβέλα", λίγο πριν την αυτοκτονία του. Αισθάνθηκε δικαιωμένος από τη στάση και τη σκέψη του Μονταίνιου. Η πρώτη γραφή του δοκιμίου έχει τίτλο "Ευχαριστία στον Μονταίνιο".