
Για το μυθιστόρημα της Φερνάντα Τρίας (Fernanda Trías) «Ροζ γλίτσα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Carnívora, σε μετάφραση Ιφιγένειας Ντούμη.
Γράφει η Ιωάννα Φωτοπούλου
«Ο Μωυσής με τον Ααρών έκαναν όπως ακριβώς τους είχε διατάξει ο Κύριος. Σήκωσε το ραβδί του ο Ααρών και χτύπησε τα νερά του Νείλου, μπροστά στα μάτια του Φαραώ και των αυλικών του, κι όλο το νερό του ποταμού έγινε αίμα. Τα ψάρια ψόφησαν, και βρόμισε ο Νείλος, έτσι που οι Αιγύπτιοι δεν μπορούσαν να πιουν νερό απ’ αυτόν. Ολόκληρη η χώρα της Αιγύπτου γέμισε αίμα». (Έξοδος 7:20-21)
Η πρώτη πληγή της Αιγύπτου, όταν ο Θεός μέσω του Μωυσή μετέτρεψε τα νερά του Νείλου σε αίμα προκαλώντας τον θάνατο των ψαριών, ήταν μια προειδοποίηση ‒ μια μορφή θεϊκής κρίσης, απόρροια της ανθρώπινης αλαζονείας. Σε αυτήν ακριβώς τη συμβολική διάσταση παραπέμπει το μυθιστόρημα με τον ιδιαίτερο τίτλο Ροζ γλίτσα, το οποίο κυκλοφόρησε το 2020 και μεταφράστηκε πρόσφατα στη χώρα μας από τις εκδόσεις Carnivora. Η Ουρουγουανή συγγραφέας Φερνάντα Τρίας δημιουργεί μια οικολογική δυστοπία και τοποθετεί στο κέντρο της μια ηρωίδα που παραμένει στον τόπο της και αντιστέκεται την ώρα που όλα γύρω της καταρρέουν. Ο τόπος δεν κατονομάζεται, όπως και η ίδια η ηρωίδα, όσο για τον χρόνο, στη μετα-covid εποχή μοιάζει πολύ συγκεκριμένος και σίγουρα δεν παραπέμπει τον αναγνώστη σε ένα μακρινό μέλλον. Θα λέγαμε ότι η Τρίας δημιουργεί μια αλληγορία για τη δυστοπία που είναι ήδη παρούσα.
Οικολογική καταστροφή
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα παραθαλάσσιο μέρος που πλήττεται από μια οικολογική καταστροφή η οποία έβαψε τα νερά κόκκινα και ξέβρασε τα ψάρια νεκρά, την ώρα που ένας κόκκινος άνεμος ξεφλουδίζει το δέρμα των ανθρώπων και απειλεί τις ζωές τους ενώ έχει ήδη εξαφανίσει τα πουλιά απ’ τον ουρανό.
«Ψάχνω για ανθρώπους μα δεν βρίσκω ουτ’ έναν· και για πουλιά, μα όλα έχουνε φύγει» (Ιερεμίας 4:25).
Η θάλασσα έχει καλυφθεί με κόκκινα τοξικά φύκια και τα νερά της είναι ακατάλληλα για ψάρεμα και κολύμπι. Η ηρωίδα του βιβλίου, μία από τις ελάχιστες εναπομείνασες, που δεν έσπευσε να εγκαταλείψει το μέρος, περνάει τις μέρες της φροντίζοντας ένα παιδί εντελώς αποσυνδεδεμένο από το περιβάλλον του, το οποίο υποφέρει από μια ακόρεστη πείνα, τον πρώην σύζυγό της, που κατάφερε να επιβιώσει από την ασθένεια των κόκκινων φυκιών και νοσηλεύεται στην μονάδα εντατική θεραπείας του νοσοκομείου, και τη μητέρα της, με την οποία διατηρεί μια δυσλειτουργική σχέση τόσο τοξική όσο και τα φύκια που μολύνουν τα νερά του λιμανιού. Σε αυτή τη συνθήκη οι σχέσεις της ηρωίδας επαναξιολογούνται και δοκιμάζονται, οι αναμνήσεις φιλτράρονται, περνούν από επεξεργασία και τα υπολείμματά τους «ραντίζονται» με αμμωνία κατ’ αντιστοιχία με τα υπολείμματα των κρεάτων στο εργοστάσιο, δημιουργώντας μια ενιαία μάζα.
Μνήμες πανδημίας
Η πόλη έχει μπει σε κατάσταση επιτήρησης, γεγονός που φέρνει στον αναγνώστη μνήμες από την περίοδο του covid-19. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί η Τρίας βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με αυτό που γνωρίζουμε ήδη: εγκλεισμός, κρούσματα, επιτήρηση, καραντίνα, μισάωρη έξοδος κλπ. Οι συγκοινωνίες ελέγχονται, οι μετακινήσεις είναι περιορισμένες, ένας συναγερμός προειδοποιεί για την έλευση του κόκκινου ανέμου, η πρόσβαση στη θάλασσα απαγορεύεται, τα τρόφιμα έχουν εκλείψει από την αγορά, οι θεωρίες συνωμοσίας ανθίζουν, ο υπουργός υγείας παραιτείται, το νέο υπουργείο που δημιουργείται λειτουργεί σαν παράλληλο κράτος, ενώ οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τον τόπο τους για να καταλήξουν οικολογικοί μετανάστες σε πόλεις που τους νιώθουν σαν απειλή για τη δημόσια υγεία. Το νέο εργοστάσιο, υπό την ονομασία «εθνική μονάδα μεταποίησης τροφίμων», παράγει μια τροφή σαν ροζ γλίτσα φτιαγμένη από υπολείμματα κρεάτων αμφιβόλου ποιότητας, ραντισμένα με αμμωνία προκειμένου να συγκολληθούν και να αποτελέσουν μια φτηνή τροφή ικανή να θρέψει τους ανθρώπους σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης.
Ανάμεσα στα κεφάλαια παρεμβάλλονται κομμάτια ποίησης, τα οποία έχουν μια χαλαρή σύνδεση με τα όσα προηγούνται ή έπονται, σχετίζονται όμως με τα όσα αφηγείται η συγγραφέας αφού θέτουν ερωτήματα, προβληματίζουν και ενεργοποιούν τη σκέψη, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν την κορύφωση ενός λυρισμού διάχυτου στο βιβλίο.
Η Τρίας στήνει την πλοκή της σε μικρά κεφάλαια με τα όσα συμβαίνουν να εναλλάσσονται περιοδικά ανάμεσα στο σπίτι της ηρωίδας, εκείνο της μητέρας της και το νοσοκομείο, ενώ οι διαδρομές με το ταξί αποτυπώνουν την κατάσταση του εξωτερικού περιβάλλοντος και βυθομετρούν το πώς βιώνεται όλο αυτό μεταξύ των ανθρώπων. Η συγγραφέας δίνει σιγά σιγά τις πληροφορίες που αφορούν τις σχέσεις της ηρωίδας με τους υπόλοιπους χαρακτήρες του βιβλίου ενώ η ιστορία οδηγείται διαρκώς σε μια κορύφωση που δεν ολοκληρώνεται παρά μόνο στο τέλος του βιβλίου. Ο χρόνος της αφήγησης δεν είναι γραμμικός, το παρελθόν εισχωρεί στο παρόν δημιουργώντας ένα γαϊτανάκι γύρω από την ηρωίδα, που συνειδητοποιεί πως το γεγονός ότι γνωρίζει το μέλλον οφείλεται στο ότι δεν μπορεί να σταματήσει να επαναλαμβάνει το μοτίβο της ζωής της. Ανάμεσα στα κεφάλαια παρεμβάλλονται κομμάτια ποίησης, τα οποία έχουν μια χαλαρή σύνδεση με τα όσα προηγούνται ή έπονται, σχετίζονται όμως με τα όσα αφηγείται η συγγραφέας αφού θέτουν ερωτήματα, προβληματίζουν και ενεργοποιούν τη σκέψη, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν την κορύφωση ενός λυρισμού διάχυτου στο βιβλίο. Υπογραμμίζουν επίσης το συμβολικό και αλληγορικό κομμάτι της ιστορίας, αποτελώντας μια προτροπή προς τον αναγνώστη να κάνει μια παύση και να σκεφτεί.
Μια κοινωνική κρίση
Η οικολογική κρίση παρουσιάζεται ως κοινωνική κρίση. Βλέπουμε ποιοι επηρεάζονται πρώτοι, ποιοι παίρνουν αποφάσεις, ποιοι επωφελούνται και ποιοι χάνουν... Αν δεν είχαμε ζήσει κάτι παρόμοιο, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως ένα τέτοιο έργο λειτουργεί προειδοποιητικά, αφού αποκτά διαστάσεις πολιτικές, με τους ανθρώπους να χωρίζονται σε προνομιούχους και αποκλεισμένους. Το νερό που έγινε ακατάλληλο και τα ψάρια που πέθαναν αποτελούν τα σύμβολα της αποδόμησης όλων όσων θεωρούνταν δεδομένα και προκαλεί αμφιβολίες ως προς το πού οδηγείται ο πολιτισμός μας, ενώ η ύπαρξη του εργοστασίου καταδεικνύει την περιβαλλοντική ζημιά την οποία έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν οι σύγχρονες μορφές παραγωγής και κατανάλωσης, εγείροντας προβληματισμούς για τη δίχως όρια κυριαρχία μας πάνω στη γη.
Με αυτό τον τρόπο η συγγραφέας δημιουργεί μια παραβολή, συνδέοντας το ατομικό με το συλλογικό, θίγοντας ένα θέμα σύγχρονο που όχι μόνο μας αφορά, αλλά επείγει περισσότερο από ποτέ.
Η ηρωίδα εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο επανάληψης δυσλειτουργικών σχέσεων αδυνατώντας να ξεφύγει από το μοτίβο της ζωής της, με τον ίδιο τρόπο που η ανθρωπότητα υφίσταται τις συνέπειες μιας τοξικής φύσης που στρέφεται εναντίον του ανθρώπου ως αποτέλεσμα της αδιαφορίας που τον ωθεί να εκμεταλλεύεται το περιβάλλον προσπαθώντας να το ελέγξει προς όφελός του κατασπαταλώντας τους φυσικούς του πόρους. Με αυτό τον τρόπο η συγγραφέας δημιουργεί μια παραβολή, συνδέοντας το ατομικό με το συλλογικό, θίγοντας ένα θέμα σύγχρονο που όχι μόνο μας αφορά, αλλά επείγει περισσότερο από ποτέ. Την αλαζονεία δεν την πληρώνει άλλος παρά τα ίδια τα παιδιά, μια πραγματικότητα που συμβολοποιείται στο πρόσωπο του Μάουρο, ο οποίος δεν έχει καμία επίγνωση αυτού που συντελέστηκε και συνεπώς καμία δυνατότητα διαφυγής. Παρά το δυσοίωνο και ζοφερό περιβάλλον, το δέρμα που ξεφλουδίζει, όπως υπονοείται, μπορεί να είναι σύμβολο αλλαγής και εξέλιξης, ενώ στο πρόσωπο αυτών που επιβίωσαν μπορούμε να ψάξουμε την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τα τοξικά φύκια.
Λογοτεχνία σύγχρονη που πατά στέρεα πάνω στη γλώσσα, την πλοκή και τους χαρακτήρες
Η συγγραφέας χειρίζεται με μαεστρία τη γλώσσα για να αποδώσει τις διακυμάνσεις της ιστορίας που αφηγείται και δεν αφήνει τον αναγνώστη να βουλιάξει παρά τη ζοφερή συνθήκη που δείχνει αδιέξοδη. Η γραφή της είναι άλλοτε λιτή και στακάτη, όπως αρμόζει σε μια δυστοπική, ασφυκτική συνθήκη, άλλοτε γλαφυρή και περιγραφική προκειμένου να χτίσει το περιβάλλον μέσα στο οποίο τοποθετεί τον αναγνώστη, και άλλοτε λυρική και στοχαστική, στα σημεία που εμβαθύνει στους προβληματισμούς που θέτει και στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Λογοτεχνία σύγχρονη που πατά στέρεα πάνω στη γλώσσα, την πλοκή και τους χαρακτήρες για να αναδείξει τα ζητήματα της εποχής, προτάσσοντας την επίγνωση που θα οδηγήσει στη ρήξη και την ανάληψη ευθύνης προκειμένου να σπάσει ο φαύλος κύκλος της καταστροφής.
*Η ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ είναι εκπαιδευτικός, κάτοχος Μεταπτυχιακού στη Δημιουργική Γραφή.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το καινούριο εργοστάσιο άνοιγε σαν ένα μεγάλο στόμα για να φτύσει αυτή τη ροζ γλίτσα, τα βαζάκια γλιστρούσαν στη γλώσσα μεταφοράς και έπεφταν, όμορφα και καλοσχεδιασμένα πάνω στην ποδιά μας. Όλοι απεχθανόμασταν το καινούριο εργοστάσιο, αλλά εξαρτιόμασταν από κείνο και γι’ αυτό του οφείλαμε ευγνωμοσύνη. Μια καλή μητέρα, τροφοδότρια. Κι εμείς εκεί, να μας πνίγει η οργή, σαν ένα μάτσο έφηβοι που μισούν τους γονείς τους αλλά τους χρωστάνε τη ζωή τους. Εγώ σ’ έφερα στον κόσμο, έλεγε η μητέρα μου, εγώ σου έδωσα τη ζωή, και αμέσως μ’ έβλεπα μ’ ένα γιγάντιο χρέος στα χέρια, μια αόρατη σακούλα με χαρτονομίσματα που θα έπρεπε να κουβαλάω πάντα. Έτσι γεννιόμαστε, σαν ένας σάρκινος θρόμβος που αγκομαχά για λίγο οξυγόνο, ένας σβόλος ροζ γλίτσας που μόλις βγει έξω, δεν έχει παρά να κολλήσει σ’ αυτό το άλλο σώμα, της μάνας, να δαγκώσει με βία το βυζί της ζωής. Αλλά όχι. Είμαι άδικη. Δεν μισούν όλα τα παιδιά το χέρι που τα προστατεύει και που τους ανοίγει πληγές στο δέρμα. Υπάρχουν και τ’ άλλα. Γνώρισα πολλά απ’ αυτά. Επμένως, υποθέτω ότι θα υπάρχουν κι εκείνοι που θα λατρεύουν την εθνική μονάδα μεταποίησης, που θα νιώθουν υπερηφάνεια και θα της συγχωρούν τα πάντα».
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Φερνάντα Τρίας (Μοντεβιδέο, 1976), από τις σημαντικότερες σύγχρονες λογοτεχνικές φωνές τόσο της Ουρουγουάης, όσο και της ισπανόφωνης λογοτεχνίας εν γένει, έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ουρουγουάης, το Βραβείο Bartolomé Hidalgo, το Βραβείο Sor Juana Inés de la Cruz και δύο φορές με το British PEN Βραβείο Μετάφρασης. Το 2012 της χορηγήθηκε υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Το 2017 κέρδισε το πρώτο SEGIB-Eñe-Casa de Velázquez, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη διαμονή της στη Μαδρίτη, για τη συγγραφή του Ροζ Γλίτσα, που υπήρξε υποψήφιο για το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης των National Book Awards 2024 και χαρακτηρίστηκε από τους New York Times ως ένα από τα καλύτερα ισπανόφωνα βιβλία για το 2020. Ζει στην Μπογκοτά της Κολομβίας, όπου διδάσκει σε μεταπτυχιακά προγράμματα Δημιουργικής Γραφής και γράφει στο πλαίσιο του προγράμματος Writer-in-Residence του Universidad de los Andes.