Για το μυθιστόρημα του Μαρκιγιάν Κάμις (Markiyan Kamysh) «Ταξίδι στη νεκρή πόλη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση της Μαρίας –Νεφέλης Ταμία.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Ζώντας αντισυμβατικά και επικίνδυνα
Είναι αυτοκαταστροφικός ή έχει άγνοια κινδύνου; Λαχταρά να ξαναζήσει κάτι από τις ευτυχισμένες στιγμές της παιδικής του ηλικίας ή προκαλεί την τύχη του; Είναι ένας μη φυσιολογικός, ή ένας ρομαντικός που έχει μια δική του, ιδιαίτερη οπτική των πραγμάτων;
Ο συγγραφέας και αφηγητής της ιστορίας κατοικεί στο Κίεβο και, για πολλά χρόνια, επισκέπτεται το Πρίπιατ και την ευρύτερη περιοχή, εκεί όπου μεγάλωσε και εκεί όπου πριν καιρό άρχισε να χτίζεται η Ατομική Πόλη, η οποία τότε «έμοιαζε βγαλμένη από μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας και υποσχόταν ταχεία ανάπτυξη, πρόοδο και εξωφρενικές ευκαιρίες». Όμως, τον Απρίλιο του 1986, ένας από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες του Τσερνόμπιλ ανατινάχτηκε, καταστρέφοντας τα πάντα εκεί γύρω. Τριάντα χρόνια μετά, η περιοχή είναι ακόμα αποκλεισμένη με συρματοπλέγματα, απαγορεύεται να μένει κανείς εκεί, φύλακες περιπολούν και ελέγχουν τις εισόδους.
Παρόλα αυτά, κάποιοι βρίσκουν τρόπο να περάσουν το συρματόπλεγμα: μεθύστακες, παράνομοι, λιποτάκτες, φυγάδες, πλιατσικολόγοι. Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που θεωρούν τη Ζώνη Αποκλεισμού «μια γη γαλήνης και χρόνου που πάγωσε», έναν τόπο ηρεμίας και χαλάρωσης. Ο αφηγητής είναι ένας από αυτούς.
Οδοιπορικό στην Ζώνη
Πολύ συχνά, με κίνδυνο να συλληφθεί, αφήνει τη ζεστασιά και τις ανέσεις του σπιτιού του, παίρνει έναν υπνόσακο και αρκετές προμήθειες και ξεκινάει το ταξίδι. Δεν υπολογίζει το κρύο ή τη βροχή, δεν πτοείται από το χιόνι και την παγωνιά. Θέλει να εξερευνήσει κάθε γωνιά της πόλης αυτής, τις στέγες των σπιτιών, την κορυφή του αντιδραστήρα, τα πυκνά δάση γύρω από την πόλη. Προτιμά να είναι εκεί από οπουδήποτε αλλού.
Στο μυθιστόρημά του, το οποίο έχει τη μορφή οδοιπορικού, περιγράφει μερικά από τα ταξίδια αυτά, τις διαδρομές που ακολούθησε, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, τους ανθρώπους που συνάντησε, τα συναισθήματα που ένιωσε. Μέσα στα συντρίμμια του αλλοτινού κόσμου, που είναι βυθισμένα στη σιωπή και στην εγκατάλειψη, εκείνος μπορεί να διακρίνει «την ομορφιά των μουντών σπιτιών που χάσκουν αδειανά με τα σπασμένα τους παράθυρα». Μετά από κάθε ταξίδι του, επιστρέφει απόλυτα ικανοποιημένος.
Δεν παραλείπει να αναφερθεί στο μούδιασμα των άκρων του από το κρύο, στην πιθανότητα να λιποθυμήσει από την εξάντληση και να μην καταφέρει ποτέ να ξυπνήσει, στον λήθαργο στον οποίο πέφτει μετά από την -αναγκαστική, κάποιες φορές- χρήση αλκοόλ, στα όνειρα που βλέπει τις ώρες που κοιμάται στο υγρό χώμα, ή σε σπίτια χωρίς πόρτες και παράθυρα.
Σημειωτέον ότι ο πατέρας του εργάστηκε μετά την έκρηξη του αντιδραστήρα, ως εκκαθαριστής της περιοχής, και πέθανε από καρκίνο.
Αγνοεί τους κινδύνους στους οποίους υποβάλει τον εαυτό του; Όχι. Τις περισσότερες φορές επιστρέφει άρρωστος μετά από την περιπλάνησή του στο χιόνι και στη βροχή. Ξέρει ότι το νερό που πίνει από δηλητηριώδεις λίμνες, βάλτους και χαντάκια με σκουπίδια, είναι μολυσμένο. Και, ενώ κάθε φορά λέει ότι το ταξίδι αυτό θα είναι το τελευταίο, πάλι επιστρέφει εκεί, αποδίδοντας στην πόλη έναν φόρο τιμής, ακατανόητο για τους πολλούς, όμως υψίστης σημασίας για τον ίδιο. Σημειωτέον ότι ο πατέρας του εργάστηκε μετά την έκρηξη του αντιδραστήρα, ως εκκαθαριστής της περιοχής, και πέθανε από καρκίνο.
Τι είναι αυτό που τον ωθεί στο να κάνει αυτά τα ταξίδια; Είναι η λαχτάρα του για εξερεύνηση, η ψύχωση για το ανέφικτο, η επιθυμία να έρθει σε επαφή με κάθε κομμάτι του παρελθόντος, η εμμονή με τον χρόνο και τη στιγμή που χάνεται για πάντα, η λαχτάρα για περιπέτεια, η αναμέτρηση με τον φόβο που συχνά γίνεται τρόμος, η ανάγκη να φτάσει στα όριά του;
Κάποιο από αυτά, ή και όλα μαζί. Είναι ένας άνθρωπος που ζει τη ζωή του στα άκρα, που δεν μπαίνει σε νόρμες και κανόνες. Μια αδάμαστη ψυχή που αντιπαρατίθεται στον φόβο, που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο με θάρρος, που ακολουθεί μόνο τις παρορμήσεις της και τις εσωτερικές της ανάγκες, που η τρέλα είναι δεύτερη φύση της, που δεν μπορεί να ζήσει αν δεν έχει την αδρεναλίνη στα ύψη.
Κι αφού ο θάνατος είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει, τον αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο και τον επιλέγει εκείνος πρώτος.
Παραμένει λοιπόν ένας παράνομος τουρίστας, ένα φάντασμα του βάλτου, ένας αμετανόητος εξερευνητής, ένας εμμονικός παρατηρητής, που βρίσκει τη γαλήνη και την εσωτερική του ηρεμία στα εγκαταλελειμμένα σπίτια, στους λασπώδεις βάλτους και στις έρημες σιδηροδρομικές γραμμές του Πρίπιατ. Ένας φευγάτος που έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα της αρρώστιας και του θανάτου. Κι αφού ο θάνατος είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει, τον αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο και τον επιλέγει εκείνος πρώτος.
Ο συγγραφέας αποδίδει εξαιρετικά τις εικόνες του σημερινού Τσερνόμπιλ, με τα διαλυμένα από την έκρηξη, αρχικά, και από τους πλιατσικολόγους, στη συνέχεια, κτήρια, το οποίο δεν διαθέτει την παλιά του αίγλη, έχει όμως κάτι εξωτικό, κάτι που μαγεύει τους επισκέπτες, κάτι που δεν μπορεί κανείς να το βρει πουθενά αλλού.
Εξίσου σαγηνευτικά λειτουργεί και αυτό το πάθος του για αδρεναλίνη, για περιπέτεια και προκλήσεις, για μια ζωή όπου εκείνος βάζει τους κανόνες και το πλαίσιο. Το αρχικό ξάφνιασμα του αναγνώστη για την αποκοτιά του γράφοντος, γίνεται στη συνέχεια ενδιαφέρον για την πορεία του ταξιδιού του, και εξελίσσεται σε αγωνία για την έκβαση του όλου εγχειρήματος. Περιγράφονται τα πάντα με ρεαλισμό και αφοπλιστική ειλικρίνεια, άλλοτε με αξιοθαύμαστο λυρισμό και άλλοτε μέσα σε ένα παραλήρημα, αποτέλεσμα της επήρειας του αλκοόλ και της εξάντλησης, με τη συνοδεία χιούμορ και αυτοσαρκασμού.
Η μετάφραση της Μαρίας-Νεφέλης Ταμία λειτουργεί πολύ βοηθητικά στην απόδοση της δύναμης του κειμένου, και της ιδιαίτερης λειτουργίας του.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μαρκιγιάν Κάμις είναι Ουκρανός συγγραφέας. Από το 2010, εξερευνά παράνομα τη Ζώνη Αποκλεισμού του Τσερνόμπιλ. Είναι γιος ενός εκκαθαριστή, πυρηνικού φυσικού και μηχανικού του ινστιτούτου Πυρηνικών Ερευνών ο οποίος πέθανε το 2003. Ζει στο Κίεβο και έχει εκδώσει τέσσερα πεζογραφικά βιβλία (μυθιστορήματα και νουβέλες).Το Ταξίδι στη νεκρή πόλη είναι το πρώτο του βιβλίο, το οποίο έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει σημειώσει μεγάλη επιτυχία.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Με την πάροδο του χρόνου, μετά τη δέκατη βόλτα σου στη Ζώνη του Τσερνόμπιλ, αποκτάς περίεργες συνήθειες και ένστικτα. Μπορείς να ξεχωρίσεις το αλλιώτικο ηχόχρωμα των κλαδιών που σπάζουν τη νύχτα μες στο δάσος. Ξέρεις πώς τραγουδά ο άνεμος σ’ ένα πευκοδάσος και πώς σ’ ένα δάσος με πολλά είδη βλάστησης. Ακούς αθόρυβα τους ήχους των ρευμάτων και τις πόρτες που κλείνουν μες στη νύχτα στα πολυώροφα κτήρια των εγκαταλελειμμένων πόλεων. Κοιμάσαι γαλήνια, συντροφιά με το κουδούνισμα και το τρίξιμο των μεντεσέδων. Άλλωστε, ξέρεις πως τα νεκρά σπίτια τείνουν να μιλούν στους επισκέπτες τους.»