Για το εμβληματικό μυθιστόρημα της νομπελίστριας Ντόρις Λέσινγκ [Doris Lessing] «Το χρυσό σημειωματάριο» (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδ. Διόπτρα).
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Είναι δύσκολο να μιλήσεις για την Ντόρις Λέσινγκ χωρίς να αναφερθείς στην περιπετειώδη και μη συμβατική ζωή της, ήδη από τα μικράτα της. Κόρη βετεράνου και τραυματία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, γεννήθηκε στην τότε Περσία (σημερινό Ιράν), όπου ο πατέρας της διεύθυνε την επονομαζόμενη Αυτοκρατορική Τράπεζα της Περσίας.
Από εκεί, βρέθηκε, και πάλι σε αποικιοκρατικό περιβάλλον, στην αφρικανική Ροδεσία (σήμερα Ζιμπάμπουε), σε μια φάρμα 10.000 στρεμμάτων, ζώντας κοντά στη φύση, μεν, αλλά γεμάτη με τους περιορισμούς που επέβαλε η αυστηρή και μάλλον θρησκόληπτη μητέρα της. Από το θρησκευτικό σχολείο στο οποίο την έστειλαν αποβλήθηκε στα δεκατέσσερά της κι έκτοτε δεν επέστρεψε, προτιμώντας να δουλεύει σαν νοσοκόμα και να διαβάζει μόνη της τα βιβλία που της άρεσαν – κυρίως λογοτεχνία.
Στα δεκαεννιά της, εξαναγκάστηκε σε γάμο με τον Φρανκ Γουίσντομ, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά. Λίγα χρόνια μετά, τον παράτησε μαζί με τα παιδιά τους στην Αφρική, και παίρνοντας μαζί της τον γιο της, τέκνο του δεύτερου γάμου της, με τον ανατολικογερμανό διπλωμάτη Γκόντφρηντ Λέσινγκ, βρέθηκε ολομόναχη στο Λονδίνο.
Δούλεψε, πάλεψε, έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα, «Τραγουδάει το γρασίδι», το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Βρισκόμαστε, στα 1950. Δώδεκα χρόνια μετά, το 1962, κι αφού προηγήθηκαν ακόμη τέσσερα μυθιστορήματα, κυκλοφόρησε το Χρυσό Σημειωματάριο (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδ. Διόπτρα), το μυθιστόρημα που την καθιέρωσε παγκοσμίως ως μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της γυναικείας εμπειρίας.
Στο μεταξύ, υπό την επιρροή του δεύτερου άντρα της, από τον οποίο είχε πλέον επίσης χωρίσει, είχε ενταχθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα το οποίο όμως και εγκατέλειψε μαζί με αρκετούς άλλους το 1956, έπειτα από την εισβολή των Σοβιετικών στην Ουγγαρία.
Η κεντρική ηρωίδα είναι χωρισμένη, με μια κόρη, χωρίς πατέρα στον ορίζοντα, έχοντας αφήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους φίλους της μέσα σε αυτό, ενώ αναζητάει το πώς είναι να είσαι ελεύθερη γυναίκα στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα και αρχές του εξήντα, στον δυτικό κόσμο.
Σε παρόμοια κατάσταση, τηρουμένων των αναλογιών, βρίσκουμε την κεντρική ηρωίδα στο Χρυσό Σημειωματάριο: Χωρισμένη, με μια κόρη, χωρίς πατέρα στον ορίζοντα, έχοντας αφήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους φίλους της μέσα σε αυτό, να συζητά με την ομοιοπαθούσα Μόλι, κι εκείνη χωρισμένη με έναν γιο, για το πώς είναι να είσαι ελεύθερη γυναίκα στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα και αρχές του εξήντα, στον δυτικό κόσμο. Το πρώτο κεφάλαιο, άλλωστε, μέρος μιας ευρύτερης ενότητας, τιτλοφορείται ακριβώς έτσι: «Ελεύθερες γυναίκες».
Ελεύθερες γυναίκες
Το Χρυσό Σημειωματάριο είναι ένα μυθιστόρημα χιλίων σελίδων: φιλόδοξο, πολυδιάστατο, πρωτοποριακό. Η αυστηρή δομή του, που κρύβει μέσα της το εσωτερικό χάος και τους λαβυρίνθους της σκέψης και των αισθημάτων της ηρωίδας του, χωρίζει το μυθιστόρημα σε δύο μεγάλα μέρη: Πέντε μέρη παραδοσιακής αφήγησης με πολλούς και ιδιαίτερα καλογραμμένους διαλόγους.
Τα μέρη αυτά, που τιτλοφορούνται «Ελεύθερες γυναίκες», θα μπορούσαν να είναι ένα μικρό μυθιστόρημα από μόνα τους (ή ένα μεγάλο θεατρικό έργο), γεμάτο πυκνούς διαλόγους και έξυπνες ατάκες, με πέντε ολοκληρωμένους και διακριτούς χαρακτήρες: Την Άννα, την κεντρική ηρωίδα, συγγραφέα ενός μυθιστορήματος και μητέρα της μικρής Τζάνετ· τη φίλη της Άννας, τη Μόλι, Εβραία και αριστερή και χωρισμένη όπως κι η Άννα· τον σύζυγο της Μόλι, τον μεγιστάνα Ρίτσαρντ, με τον οποίο έχει ένα παιδί, τον εικοσάχρονο Τόμι που πάσχει από έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή, έχοντας πέσει ανάμεσα στη ρωγμή που έχει ανοίξει τόσο ο χωρισμός όσο και οι τεράστιες ιδεολογικές και φιλοσοφικές διαφορές των γονιών του.
Ο Τόμι είναι ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων και καλογραμμένος χαρακτήρας, όπως άλλωστε και η αλκοολική Μάριον, η δεύτερη σύζυγος του Ρίτσαρντ και μητέρα τριών παιδιών. Η σχέση του Τόμι με τη Μάριον είναι ένα από τα πολλά αναπάντεχα γυρίσματα σε αυτό το γαϊτανάκι σχέσεων, που περιλαμβάνει σε περίοπτη θέση τη λεγόμενη Μανούλα, την κοινή ψυχαναλύτρια της Άννας και της Μόλι, που είναι οιονεί παρούσα στις κουβέντες τους και αναφέρεται συχνά σε αυτές.
Τα Σημειωματάρια
Το υπόλοιπο βιβλίο απαρτίζεται από τα τέσσερα Σημειωματάρια, διαφορετικού χρώματος το καθένα, όπου συγκεντρώνονται οι σκόρπιες σκέψεις και εξιστορήσεις της Άννας για μια σειρά από θέματα: από τον γάμο έως την πολιτική και τη γραφή, έως την καθημερινότητα.
Το πέμπτο Σημειωματάριο, το «Χρυσό Σημειωματάριο», εμφανίζεται λίγο πριν από το τέλος, και με κάποιον τρόπο, μέσα από ονειρικές καταστάσεις και οριακά μυστικιστικές εμπειρίες, συνενώνει και συνέχει τρόπον τινά όλα τα άλλα. Το βιβλίο ολοκληρώνεται ήσυχα, με το πέμπτο μέρος από τις «Ελεύθερες Γυναίκες», με όλους τους ήρωες να έχουν βρει, προσώρας, μια μορφή γαλήνης – όσο αυτό είναι δυνατόν στον όλο κίνηση και μεταπτώσεις κόσμο της Ντόρις Λέσινγκ, που δεν είναι άλλος από τον ιλιγγιώδη δυτικό κόσμο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα – στη μεσαία και ανώτερη τάξη.
Ένα από τα νήματα, στα γοητευτικά όσο και χαώδη σημειωματάρια, είναι η ανάγκη της Άννας να βρει έναν γνήσιο τρόπο έκφρασης και να ξεπεράσει το συγγραφικό μπλοκάρισμα στο οποίο έχει περιπέσει. Πολλές κι ενδιαφέρουσες σκέψεις για τη σύγχρονη τέχνη, γενικότερα, συμπεριλαμβάνονται σε αυτές τις μεγάλες παρενθέσεις, που φορτίζουν το μυθιστόρημα με μια ασθμαίνουσα στοχαστικότητα.
Μια μονομερής ανάγνωση
Στην αρχή του βιβλίου παρατίθεται, εν είδει εισαγωγής, το κείμενο που έγραψε η Ντόρις Λέσινγκ για την έκδοση του 1971, εννιά χρόνια δηλαδή μετά από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος. Εκεί φαίνεται η πίκρα της από τον μονομερή τρόπο με τον οποίο διαβάστηκε, όπως πιστεύει, το βιβλίο της, πρωτίστως ως φεμινιστικό μανιφέστο, υποβαθμίζοντας άλλες πλευρές και ανησυχίες προς τις οποίες εξακτινώνεται.
Και πράγματι: οι δύο γυναίκες, και κυρίως η Άννα, βρίσκονται στον πυρήνα αυτού του μυθιστορήματος. Το τίμημα της ερωτικής και συνειδησιακής απελευθέρωσής τους, σε έναν κόσμο ακόμη έντονα πατριαρχικό, είναι ορατό και μεγάλο. Επιπλέον, η θέλησή τους να χειραφετηθούν όχι μονάχα ως γυναίκες αλλά και ως πολιτικά όντα, απομακρυνόμενες από το στενόχωρο Κομμουνιστικό Κόμμα, απεμπολώντας την ασφάλεια που πρόσφερε η ένταξη στις τάξεις του, δίνει μια ευρύτερη διάσταση στον αγώνα τους για αυτοδιάθεση και ελευθερία.
Η Λέσινγκ δεν καταγράφει απλώς τάσεις και αγωνίες της εποχής της: Αγγίζει αλήθειες βαθιές και επώδυνες που είναι ενεργές ακόμη και σήμερα.
Σε όλα αυτά τα ζητήματα, η Λέσινγκ δεν καταγράφει απλώς τάσεις και αγωνίες της εποχής της: Αγγίζει αλήθειες βαθιές και επώδυνες που είναι ενεργές ακόμη και σήμερα, μια και η ελευθερία από προκαθορισμένα καλούπια σκέψης, ένα διαρκές ζητούμενο, δεν κερδίζεται δίχως κόστος.
Ταυτόχρονα, όμως, μέσα σε αυτό το θηριώδες βιβλίο, που άλλοτε μοιάζει με ποταμό, άλλοτε με λίμνη και άλλοτε με φουρτουνιασμένη θάλασσα, θίγονται και πολλά ακόμη θέματα, που δεν είναι εύκολο να αναπαρασταθούν, όπως αυτά της ψυχικής κατάρρευσης, της υπαρξιακής αγωνίας, της αίσθησης κενού που βιώνει ο σύγχρονος, απαλλαγμένος από προκαταλήψεις άνθρωπος. Θίγεται επίσης η τραυματική εμπειρία της αποοικειοποίησης του κόσμου, όταν δηλαδή όλα φαντάζουν στο άτομο ξένα και ασήμαντα και αδιάφορα.
Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου είναι ένα απαιτητικό αναγνωστικό σχέδιο που δεν μπορεί να υποκατασταθεί από ένα γρήγορο ξεφύλλισμα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: Αξίζει αυτό το αναγνωστικό σχέδιο τον χρόνο και κόπο που απαιτείται, ειδικά σήμερα, εξήντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή του; Η απάντησή μου είναι ένα ξεκάθαρο ΝΑΙ. Ναι, αξίζει.
«Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να διαβάζετε»
Ολοκληρώνω αυτές τις σκέψεις με τα λόγια της ίδιας της Λέσινγκ προς τους αναγνώστες, από την εισαγωγή της, λόγια που μπορούν να χρησιμεύσουν ως πλοηγός και στην ανάγνωση τούτου του βιβλίου:
«Υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να διαβάζετε και δεν είναι άλλος από το να ξεφυλλίζετε βιβλία σε βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλείο και να παίρνετε εκείνα που σας τραβάνε, διαβάζοντας μόνο αυτά, παρατώντας τα όταν σας προξενούν ανία, πηδώντας τις σελίδες όταν η πλοκή σέρνεται – και ποτέ, μα ποτέ μην διαβάζετε κάτι επειδή αισθάνεστε ότι πρέπει ή επειδή είναι κομμάτι μιας τάσης ή ενός κινήματος. Να θυμάστε ότι το βιβλίο που σας προκαλεί ανία όταν είστε είκοσι ή τριάντα θα σας ανοίξει πόρτες όταν θα είστε σαράντα ή πενήντα – και το αντίθετο. Μην διαβάζετε ένα βιβλίο όταν δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για εσάς».
Το Χρυσό Σημειωματάριο είναι λοιπόν εδώ, δεκαετίες μετά την πρώτη του έκδοση στη χώρα μας (νομίζω ότι εκδίδεται για τρίτη φορά), σε νέα, καλοδουλεμένη μετάφραση, την οποία υπογράφει η εμπειρότατη Έφη Τσιρώνη.
Να το σημειώσουμε: Οι νέες μεταφράσεις κλασικών ή σύγχρονων κλασικών έργων είναι σημαντική προσφορά, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι οι παλιότερες δεν ήταν καλές. Κάθε εποχή μεταφράζει και διαβάζει μέσα από τα δικά της φίλτρα τα σπουδαία έργα, και το Χρυσό Σημειωματάριο είναι αναμφίβολα ένα από αυτά.
*Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η αποτύπωση μιας σειράς συζητήσεων με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ με τίτλο «Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα» (εκδ. Πατάκη).