Για το μυθιστόρημα του Τζούλιαν Μπαρνς [Julian Barnes] «Ελίζαμπεθ Φιντς» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μεταίχμιο). Στην κεντρική εικόνα απεικονίζεται ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, στο έργο του Edward Armitage «Julian presiding at a conference of sectarian» (1875).
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Όχι, για λίγο ζούμε, και η ζωή έχει φτερά που αλλάζουν. Λιγάκι ζούμε και πεθαίνουμε: δεν θα μπορέσει να ανθίσει η ζωή; Γιατί κανείς θνητός κάτω από το στερέωμα δεν έχει δεύτερη ζωή σαν σβήσει το καντήλι του. Κι η θλίψη είναι βαρειά κι ασήκωτη, κι ο άνθρωπος δεν το αντέχει άλλο κλάμα: γιατί να προσπαθήσει, γιατί να φέρει νέα θλίψη για να μαυρίσει όσα χρόνια του απομένουν; Νενίκηκάς με, ω χλωμέ μου Γαλιλαίε. Ο κόσμος έχει γκριζάρει απ’ την ανάσα σου»
(A. Ch. Swinburne, Hymn to Proserpine)
Η ηρωίδα του νέου μυθιστορήματος του Τζούλιαν Μπαρνς «Ελίζαμπεθ Φιντς» διδάσκει με «συνεργατική» μέθοδο σε τάξη ενηλίκων. Πρόκειται για ένα μυθιστορηματικό τρίπτυχο με φιλοσοφικές και ιστορικές αναφορές, το πρώτο μέρος του οποίου μας συστήνει τους δύο κεντρικούς ήρωες, τη δασκάλα και τον μαθητή. Δύο είναι οι κύριες διαπιστώσεις του βιβλίου: αφενός ότι το αφηγηματικό τέχνασμα δεν απέχει πολύ από την αλήθεια της εξιστόρησης και, αφετέρου, ότι μια διαφορετική εξέλιξη της Ιστορίας (μια πιθανή πολυετής βασιλεία του Ιουλιανού στο Βυζάντιο) θα μπορούσε να αποτρέψει την ηθικολογική-ενοχική στροφή του δυτικού πολιτισμού.
Η επιδραστική Ελίζαμπεθ Φιντς
Συγγραφέας με χαμηλό προφίλ η ίδια, η μυστηριώδης, ρηξικέλευθη Ελίζαμπεθ Φιντς στο κεφάλαιο «Ένα» διδάσκει την ερωτική χειραφέτηση και την επιδίωξη της ευτυχίας και επηρεάζει έντονα τον Νιλ, νεαρό ηθοποιό που φοιτά στις τάξεις της, τρέφει έναν πανθομολογούμενο θαυμασμό κι έναν ανομολόγητο έρωτα γι’ αυτήν και είναι, φυσικά, και ο αφηγητής του βιβλίου. Η υψηλόφρων και ιδιαίτερα επιδραστική Ελίζαμπεθ Φιντς, μεταξύ άλλων, θέτει στους μαθητές της ερωτήματα σχετικά με την αξιοπιστία της ιστορικής αφήγησης, φέρνοντας ως παράδειγμα την περίπτωση του Ιουλιανού του Παραβάτη - του γνωστού ολιγόμηνου αυτοκράτορα (βασίλευσε από το 332 έως τις 26 Ιουνίου του 363 μ. Χ.), του διανοούμενου αυτοκράτορα που φλερτάρει με τον Νεοπλατωνισμό, αντιπαλαίει τον Χριστιανισμό και τελειώνει τις μέρες του δολοφονημένος και αναφωνώντας (σύμφωνα με χαλκευμένο μύθο): «Νενίκηκάς με Ναζωραίε!». Κάνει όλα αυτά και πεθαίνει αξιοπρεπώς, διατηρώντας αμείωτη την ιδιωτικότητα του μυστηρίου της ύπαρξής της.
Η κληρονομιά της Φιντς συνοδεύεται από μια σειρά υπαινιγμών που είχε κάνει κατά την πολυετή της διδασκαλία, καθώς και από μια σειρά βιβλιογραφικών αναφορών.
Είκοσι χρόνια μετά την αποφοίτησή του, ο τριαντάχρονος Νιλ παρίσταται στην κηδεία της εκμαυλιστικής δασκάλας που τόσο επιδραστικά έχει επενεργήσει στη σκέψη του. Από τον αδελφό της (με τον οποίον συνάπτει μια, τρόπον τινά, φιλική σχέση) πληροφορείται πως η Φιντς του έχει κληροδοτήσει τη βιβλιοθήκη και τα ημερολόγιά της: το θέμα των σημειώσεων-της προσωπικής της έρευνας- είναι «πώς μπορεί να παραμένει στωϊκός κάποιος σε μιαν εποχή απόλυτης αυτολύπησης του ανθρώπου». Η κληρονομιά της Φιντς συνοδεύεται από μια σειρά υπαινιγμών που είχε κάνει κατά την πολυετή της διδασκαλία, καθώς και από μια σειρά βιβλιογραφικών αναφορών: η σύνθεσή της οδηγεί σε μιαν αποκάλυψη τον Νιλ, καθώς και στην απόφαση να ολοκληρώσει ο ίδιος την προσπάθεια της δασκάλας του να αποκαταστήσει το ιστορικό πρόσωπο του Ιουλιανού: εν ολίγοις, την εκ μέρους του απόπειρα αναβίωσης του αρχαίου πνεύματο, το άδοξο τέλος της οποίας προοιωνιζόταν ο γνωστός χρησμός του Μαντείου των Δελφών: «Είπατε τω βασιλεἰ, χαμαί πἐσε δαίδαλος αυλά·/ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, ου μάντιδα δάφνην/ου παγάν λαλέουσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ.»
Ιστορική αντίληψη: Μια μαζική ψευδαίσθηση
Στο κεφάλαιο «Δύο» ο Τζούλιαν Μπαρνς περνά στο έργο συγγραφής της βιογραφίας (έργο αποκατάστασης, κυρίως) του Ιουλιανού, όπως την παραθέτει ο αφηγητής/οιονεί συγγραφέας Νιλ: είναι από τις σπάνιες φορές στη λογοτεχνία όπου αισθάνεται κανείς τόσο έντονη την ανάγκη ενός συγγραφέα να τοποθετηθεί πάνω σε κάποιο κατά την κρίση του μείζον πολιτιστικό ζήτημα. Για να το θέσω πιο απλά, αισθάνθηκα πως όλη η σύλληψη του μυθιστορήματος, η σύλληψη του ψευδεπίγραφου Νιλ, ακόμη και της ίδιας της Ελίζαμπεθ Φιντς, δεν ήταν παρά ένας τρόπος ώστε να κατατεθεί στο χαρτί η καυστική κριτική του συγγραφέα έναντι του ηθικότροπου πνεύματος του ευρωπαϊκού χριστιανισμού- ή, στην καλύτερη περίπτωση, ώστε να αποτυπωθεί αληθοφανώς η πεποίθησή του ότι η ιστορική αντίληψή μας είναι μια αυταπάτη, μια μαζική ψευδαίσθηση.
Οι σαφείς αναφορές σε όσους διέκριναν τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του Ιουλιανού -μεταξύ των οποίων και στον Νίκο Καζαντζάκη και στον Κ.Π. Καβάφη- κερδίζουν τη συμπάθεια του αναγνώστη, σε σημείο να μην προσπαθεί καν να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα του αφηγητή- πέραν ίσως των εξώφθαλμων, των δεδηλωμένων γνωρισμάτων του χαρακτήρα του: ασαφής ως προς τη στοχοθεσία της ζωής του (ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του «βασιλιά των Ανολοκλήρωτων Έργων») ο αφηγητής και βιογράφος Νιλ αποφασίζει για μια φορά να κάνει κάτι ολοκληρωμένο. Σ’αυτήν τη διεργασία εντάσσει στη συλλογιστική του μεγάλο μέρος του ιδεολογικού οπλοστασίου της δασκάλας του: τη στωϊκότητα, την απενοχοποίηση, την ευρύτητα πνεύματος, την πίστη στον αστάθμητο παράγοντα που καθορίζει τις επιλογές και την τύχη των ανθρώπων.
Συμμερίζομαι και επικροτώ το ιδεολογικό κίνητρο του συγγραφέα, όμως θεωρώ ότι στο δεύτερο κεφάλαιο αυτό υλοποιείται με ένα ύφος μάλλον διδακτικό και ότι το επιπολής θεματικό κέντρο (η περσόνα της Ελίζαμπεθ Φιντς) μετατοπίζεται επικίνδυνα προς την πλευρά του ιστορικού προσώπου του Ιουλιανού, σαν να πρόκειται για τη μετωνυμία ενός και του αυτού αρχετύπου: του αντισυμβατικού σκεπτικιστή. Παρ’ όλα αυτά, το ενδιαφέρον του αναγνώστη διατηρείται αμείωτο, λόγω –βεβαίως– του ασυναγώνιστου βρετανικού wit που διακρίνει το γράψιμο του Μπαρνς.
Τη βιογράφηση του Ιουλιανού (κριτικά αντικρισμένη μέσα από την αμφισβήτηση της ιστορικής μνήμης των μεταγενέστερων) την ακολουθεί η απόπειρα βιογράφησης της ίδιας της δασκάλας του. Επειδή όμως από το οπλοστάσιο του Μπαρνς απουσιάζει η ουσιαστική σκιαγράφηση του χαρακτήρα της Ελίζαμπεθ Φιντς, ο συγγραφέας επιστρατεύει ένα παλιό τέχνασμα: σκιαγραφεί τον χαρακτήρα του αφηγητή, διατηρώντας αναλλοίωτο το κύριο γνώρισμά του: την ανικανότητα να ολοκληρώσει κάτι – ή, τελικά, την επιλογή της πεποίθησης ότι «τα πράγματα θα πάρουν, έτσι κι αλλιώς, τον δρόμο τους». Έτσι, με μια διεργασία διπλού αντικατοπτρισμού ο αφηγητής αφήνει ανολοκλήρωτο το πορτραίτο της Ελίζαμπεθ Φιντς, κληροδοτώντας στα παιδιά του τον γρίφο του ποιες ήταν οι πραγματικές του προθέσεις και «κλείνοντας το μάτι» στον αναγνώστη – καθιστώντας τον, δηλαδή, συνένοχο. Παραμένει αξιοσημείωτο πως κατά την προσέγγισή του ο Νιλ (και, μέσω αυτού, ο Τζούλιαν Μπαρνς) διερωτάται σχετικά με την αντικειμενικότητα της οιασδήποτε εξιστόρησης, σχετικά με τον διάτρητο χαρακτήρα κάθε αφήγησης και, εντέλει, σχετικά με τη σχετικότητα της ιστορικής γνώσης καθεαυτήν.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Υπάρχει μια κάπως υπεροπτική καχυποψία στη στάση του Ιουλιανού (απέναντι στον Ιουδαιοχριστιανισμό). Πώς είναι δυνατόν μια θρησκεία, βασισμένη στα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας, χωρίς πραγματικό πολιτισμό πίσω της, να φτάνει στο σημείο να κατακτήσει τον ελληνορωμαϊκό κόσμο -που φυσικά βρισκόταν σε παρακμή- σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και με τόσο καταστροφικά αποτελέσματα; Ειδικά όταν οι πολιτειακοί θεσμοί και ο τύπος των δικαστηρίων και η διοίκηση των πόλεων και η αρτιότητα των νόμων και η επίδοση στη μόρφωση και η καλλιέργεια των ελεύθερων τεχνών ήταν άθλια και βαρβαρικά «παρά τοις Ιουδαίοις»;
Μέρος της απάντησης είναι ότι ο ιουδαιοχριστιανισμός δεν ήταν ένας πολιτισμός με μια θρησκεια, αλλά μια καταπιεστική θρησκεία με μηδαμινό πολιτισμό να την υποστηρίζει. Ο Ιουλιανός υποτίμησε το γεγονός ότι αυτό ακριβώς πουλούσε ο Χριστιανισμός.Ο «πολιτισμός» θα μπορούσε να έρθει αργότερα ή και καθόλου. Η θρησκεία τους ήταν ο πολιτισμός τους. Ήταν αυτόνομος, αυτοτελής, ως εκ τούτου ολοκληρωτικός και αναπόφευκτα μονοπωλιακός. (...)
Τέλος, ο Αποστάτης απορεί με την απόλυτη έλλειψη εκλέπτυνσης του Χριστιανισμού, την περιφρόνησή του προς τους επαḯοντες, την τάση του να εξυμνεί τους μωρούς και τους απλοϊκούς, αντί να αναγνωρίζει και να εκτιμά τους μορφωμένους και τους σοφούς».