Για την επανέκδοση του μυθιστορήματος του Richard Flanagan «Εγχειρίδιο ιχθύων – Μυθιστόρημα σε 12 ψάρια» (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Ψυχογιός).
Του Νίκου Ξένιου
Ένα βιβλίο που μιλά για έναν συγγραφέα που γράφει ένα βιβλίο: το Εγχειρίδιο Ιχθύων, το τρίτο μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, έχει διχάσει τις απόψεις μεταξύ εκείνων που εκστασιάζονται από την εφευρετικότητά του και εκείνων που παραπονιούνται για την έλλειψη στόχευσης και την τεχνική «παστίς» που υιοθετεί. Θα έλεγα πως είναι ένας ποιητικός διαλογισμός για την αθλιότητα του βρετανικού σωφρονιστικού συστήματος παρεμφερής προς τη Σωφρονιστική Αποικία του Κάφκα.
Αν υπήρχε ο όρος «Οξιντενταλισμός» (κατ’ αναλογίαν του «Οριενταλισμού»), το βραβευμένο βιβλίο του Φλάναγκαν θα ήταν αντιπροσωπευτικό του δείγμα: η ματιά ενός ανθρώπου της ανατολικής πλευράς του χάρτη στα αίσχη των δυτικών αποικιοκρατών. Ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί ιδιωματισμούς της aussie slang υπέροχα μεταφρασμένο από την Αθηνά Δημητριάδου, ένα συναρπαστικό βιβλίο επιδεκτικό σε πολλές ερμηνείες.
Εγκιβωτισμός δύο διαδοχικών αφηγήσεων
Πρόκειται για την αφήγηση του Χάμετ, ενός σύγχρονου πλαστογράφου της Τασμανίας, που ανακαλύπτει ένα χειρόγραφο κάποιου Γκουλντ. Ο Ουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ [1] είναι ιστορικό πρόσωπο, ένας λούμπεν τύπος του 19ου αιώνα, που ξεκίνησε την καριέρα του στην παρανομία με μεταποίηση αντικών στη Βρετανία και, από μικροαπάτη σε μικροαπάτη, κατέληξε το 1827, κατάδικος στο νησί Σάρα της Τασμανίας. Αυτός ο αφελής παραχαράκτης σταδιακά μετατράπηκε σε φονιά και απατεώνα βαρυποινίτη που συνοψίζει στο πρόσωπό του, όλους τους βαρυποινίτες της άδικης ιστορίας του δυτικού κόσμου. Ενός υπαρκτού ανθρώπου που, όταν εξορίστηκε ισοβίως στη Γη του Βαν Ντίμεν [2], ανέπτυξε τις ζωγραφικές δεξιότητες που απαιτούνταν για να πολιτογραφηθεί ως εξαιρετικός καλλιτέχνης.
Καθένα από τα 12 κεφάλαια αντλεί τον τίτλο του από ένα συγκεκριμένο ψάρι / αλληγορία, από αυτά που απεργάζεται ο Γκουλντ, χρησιμοποιώντας απίθανα μελάνια από αίμα, αποσυντιθέμενα σώματα θαλάσσιων οργανισμών που βρίσκει στο κελί του...
Επιδόθηκε, λοιπόν στη ζωγραφική αναπαράσταση ψαριών για λογαριασμό του «Χειρουργού» του νησιού, πράγμα που λίγο απέχει από την τρέλα και που ελάχιστα επιβεβαιώνεται ιστορικά: το αξιοσημείωτο, ωστόσο, είναι πως υπήρξε αναμφίβολα κάποιος σαν τον «Χειρουργό» στο νησί, ένας παρανοϊκός φασίστας που έστελνε τα κεφάλια μαύρων ανδρών στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου, ώστε να αποδειχθεί με «κατάλληλες μετρήσεις» του όγκου του εγκεφάλου τους ότι οι νέγροι δεν κατάγονται από τον Αδάμ, κάποιοι φρενοβλαβείς όντως ασπάστηκαν τη Φρενολογία, την Ευγονική και όλες τις ψευδοεπιστήμες που υποστήριζαν θεωρητικά τον ρατσισμό, κάποιος Γιόργκεν Γιόργκενσεν όντως συμμετείχε στον αφανισμό των Αμπορίτζινων της Τασμανίας, και ούτω καθ’ εξής.
Καθένα από τα 12 κεφάλαια αντλεί τον τίτλο του από ένα συγκεκριμένο ψάρι / αλληγορία, από αυτά που απεργάζεται ο Γκουλντ, χρησιμοποιώντας απίθανα μελάνια από αίμα, αποσυντιθέμενα σώματα θαλάσσιων οργανισμών που βρίσκει στο κελί του ή, ακόμη, από τα ίδια του τα κόπρανα. Η εμμονή του Γκουλντ με το «Εγχειρίδιο Ιχθύων» του αποδεικνύεται όταν, όλως περιέργως, το βιβλίο αυτό εξαφανίζεται κι εκείνος ξεκινά να το ξαναγράψει από μνήμης: ο μοναδικός δε, τρόπος, για να το πετύχει αυτό είναι να μεταμορφωθεί ο ίδιος σε ψάρι «κέλπι» – ένα ψάρι που σχετίζεται με τους κελτικούς μύθους της γοργόνας και έχει την ικανότητα να αφηγείται!
Αναξιόπιστη αφήγηση, πειστικοί χαρακτήρες
Οι χαρακτήρες που παρελαύνουν στο μυθιστόρημα μπορούν κάλλιστα να εκληφθούν ως γεννήματα της παρανοϊκής φαντασίας του Γκουλντ. Η ευφυής χρήση του λεξιλογίου, της δομής των προτάσεων και των σημείων στίξης, φιλοτεχνούνται λεπτομερή πορτρέτα ιστοριών που είναι γραμμένες κρυπτογραφικά, με μελάνια αντλημένα από το αίμα και τα ζωτικά υγρά του μαρτυρίου των καταδίκων. Είναι, όμως, ρεαλιστική η εξεικόνιση; Θα μπορούσε κανείς να πει πως πρόκειται για ένα βιβλίο μαγικού ρεαλισμού, με βιβλία που λιώνουν, μεταμορφώσεις, κυκλικό χρόνο και έναν σχιζοφρενικό –ίσως θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει και μεταμοντέρνο– ελιγμό μέσω του οποίου ο συγγραφέας περνά στην τεχνική mise en abîme, δηλαδή στην τεχνική της τοποθέτησης ενός πιστού αντιγράφου μιας εικόνας μέσα στην αρχική εικόνα.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως πρόκειται για ένα βιβλίο μαγικού ρεαλισμού, με βιβλία που λιώνουν, μεταμορφώσεις, κυκλικό χρόνο και έναν σχιζοφρενικό –ίσως θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει και μεταμοντέρνο– ελιγμό μέσω του οποίου ο συγγραφέας περνά στην τεχνική mise en abîme...
Ο δεύτερος αφηγητής είναι, όπως είπα, ένας καταδικασμένος πλαστογράφος, κρατούμενος στο διαβόητο νησί Σάρα στα τέλη της δεκαετίας του 1820, αποκλεισμένος σε μια μικρή λωρίδα γης στο λιμάνι Μακκουάρι. Ο Γκουλντ αφηγείται την ιστορία του καθώς περιμένει την εκτέλεσή του (μια εκτέλεση που διαρκώς αναβάλλεται χάριν της εξιστόρησης), εγκλωβισμένος σε ένα κελί που γεμίζει με νερό καθώς η παλίρροια έρχεται κάθε μέρα. Είναι ξετρελαμμένος με την Αβορίγινα ερωμένη του που ονομάζεται Τούπενι Σαλ («Η Σαλ που η αξία της είναι όσο δύο πέννες»), ενώ παίρνει με πολύ ιδιότυπο τρόπο τη «λογοτεχνική εκδίκησή» του, ανάλογη μ’ εκείνη του Κόμη Μοντεχρήστου.
Στο βιβλίο επιστρατεύονται φρικιαστικοί κατάλογοι βασανιστηρίων των φυλακών του νησιού Σάρα (σιδερένιες σχάρες και κελιά που πλημμυρίζουν, που φέρουν τις ευφάνταστες ονομασίες «Η Κόρη του Σκουπιδιάρη», «Η Σκούπα της Μάγισσας», «Το Ζεμάτισμα της Κυράς» ή «Η Κούνια του Μωρού») και αφηγήσεις της γενοκτονίας που οι Βρετανοί είχαν εξαπολύσει εναντίον των Αβορίγινων της Αυστραλίας. Αλήθεια, εάν η πικαρέσκα, γκροτέσκα αυτή ιστορία δεν έχει ποτέ γραφεί, θα μπορούσε πιθανόν να θεωρηθεί αληθινή; Όχι. Άρα, το γεγονός ότι γράφτηκε δίνει εκκίνηση σε μια νέα, λογοτεχνική πραγματικότητα, σε μιαν ευφάνταστη, ευρηματική περιπέτεια γεμάτη υπερβολές, που παραπέμπει στον Ντάνιελ Ντεφόε, στον μαγικό ρεαλισμό, στον Τζόναθαν Σουίφτ, στον Θερβάντες, ίσως και στον Ντίκενς.
Παρά την κάπως επιτηδευμένη δομή και την καθαρά αναξιόπιστη αφήγηση, το μυθιστόρημα του Φλάναγκαν προβαίνει επίσης σε διαλογισμό πάνω στη σχέση Τέχνης, Ιστορίας και Φύσης. Με προοικονομία της έκβασής του, περιφρονεί τη γραμμική παράθεση των γεγονότων και, κατά πάσαν πιθανότητα, παραποιεί την ιστορική πραγματικότητα όταν αυτό εξυπηρετεί την αφήγηση. Και, το κυριότερο, επινοεί χαρακτήρες ανάλογους των ηρώων της Καρδιάς του Σκοταδιού του Κόνραντ. Χαρακτήρες που δεν είναι παρά προβολές που κάνει ο Γκουλντ: δεξιοτέχνες στη δημιουργία μυθοπλασίας –απατεώνες, ψεύτες και μάγοι– που όλοι τους διακατέχονται από μιαν ιδιαίτερη εμμονή –κάτι που οι ίδιοι αποκαλούν «όραμα»– για τον κόσμο.
Σημειώσεις
[1] Θεωρείται πως ο Γκουλντ διδάχθηκε τη ζωγραφική τέχνη από τον Ιρλανδό ζωγράφο Ουίλιαμ Λαλρέντι στο Λονδίνο και από τον Γερμανό λιθογράφο Ρούντολφ Άκερμαν στο Στραντ, και πως εργάστηκε ως ζωγράφος πορσελάνης στο Στάφορντσαϊρ. Μικροκαταδίκες, όπως η κλοπή χρωμάτων ή υφασμάτων, τον οδήγησαν σε επταετή καταδίκη στις φυλακές καταδίκων της Αυστραλίας, για τις οποίες αναχώρησε σιδηροδέσμιος χωρίς πιθανότητα επιστροφής, αφήνοντας πίσω γυναίκα και δύο παιδιά, και όπου κατέληξε βαρυποινίτης στο λιμάνι Μακκουάρι της Τασμανίας. Μετά από διάφορες περιπέτειες διορίστηκε οικιακός υπηρέτης στο σωφρονιστικό τμήμα του νησιού Σάρα. Εκεί συνέχισε τη ζωγραφική του, παράγοντας εξαιρετικά επιτυχημένες νεκρές φύσεις, ακουαρέλες βοτανικών δειγμάτων, πτηνών, ψαριών, και άλλων δειγμάτων θαλάσσιας ζωής. Από αυτά τα έργα προέκυψε το “Sketchbook of fishes”, ένα σύνολο από τριάντα έξι ακουαρέλες ψαριών υπογεγραμμένων από τον συγγραφέα αλλά χωρίς ημερομηνία. Όλες οι ακουαρέλες φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο μουσείο του Όλπορτ της Τασμανίας.
[2] Ο πρώτος βρετανικός οικισμός που ιδρύθηκε στην Τασμανία το 1803 πήρε την αποικιακή ονομασία Van Diemen's Land. Το νησί ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Anthony van Diemen, Γενικού Κυβερνήτη των Ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών, που είχε στείλει τον Ολλανδό εξερευνητή Abel Tasman σε ταξίδι εξερεύνησης τη δεκαετία του 1640. Το 1642 ο Τάσμαν έγινε ο πρώτος γνωστός Ευρωπαίος που έφτασε στις ακτές της Τασμανίας. Με την ψήφιση του Αυστραλιανού Συντάγματος Νόμου του 1850, η «Γη του Βαν Ντίμεν» (μαζί με τη Νέα Νότια Ουαλία, το Κουίνσλαντ, τη Νότια Αυστραλία, τη Βικτώρια και τη Δυτική Αυστραλία) έλαβε υπεύθυνη αυτοδιοίκηση με δικό της εκλεγμένο αντιπρόσωπο και κοινοβούλιο. Το 1825 ήταν διαβόητος ποινικός προορισμός για μεταφορά καταδίκων, λόγω του σκληρού περιβάλλοντος, της απομόνωσης και της φήμης ότι κανείς δεν θα μπορούσε να αποδράσει από εκεί. Από τις αρχές του 1800 έως την κατάργηση της σωφρονιστικής μεταφοράς (γνωστής απλώς ως «μεταφοράς») το 1853, η Γη του Βαν Ντίμεν ήταν η κύρια ποινική αποικία στην Αυστραλία. Μετά την αναστολή της μεταφοράς στη Νέα Νότια Ουαλία, όλοι οι μεταφερόμενοι κατάδικοι στάλθηκαν στη Γη του Βαν Ντίμεν. Συνολικά, περίπου 73.000 κατάδικοι μεταφέρθηκαν εκεί. Περίπου το 40% όλων των καταδίκων που στάλθηκαν στην Αυστραλία. Οι πιο δύσκολοι κατάδικοι στάλθηκαν στη φυλακή της χερσονήσου της Τασμανίας, γνωστή ως Πορτ Άρθουρ. Την 1η Ιανουαρίου 1856, η αποικία της Γης του Βαν Ντίμεν μετονομάστηκε επίσημα σε Τασμανία.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).