Για το μυθιστόρημα του Dario Correnti «Η νοσταλγία του αίματος» (μτφρ. Μαρία Οικονομίδου, εκδ. Μίνωας). Ένας σίριαλ κίλερ στο Μπέργκαμο
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
H νοσταλγία του αίματος, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας σε πολύ όμορφη, πολύ ζωντανή μετάφραση από τη Μαρία Οικονομίδου, μας άρεσε πολύ, και πιστεύουμε ότι θα αρέσει και σε πολλούς από τους άπληστους φαν των αστυνομικών, αλλά και στους περισσότερους από όσους έχουν κάπως μπουχτίσει από τα πολλά crime που κατανάλωσαν τα τελευταία (πολλά) χρόνια – σε αυτούς ανήκουμε και εμείς.
Ο βασικός λόγος είναι ότι το μυθιστόρημα αυτό δεν παίρνει ποτέ τον εαυτό του στα σοβαρά, ή καλύτερα: δεν θέλει να υποδυθεί κάτι που δεν είναι. Επί παραδείγματι, δεν είναι επιτούτου βαρύ, όπως τόσα και τόσα άλλα (που συνιστούν και τον κυριότερο λόγο, μετά τη μίμηση, για να βαρεθεί κανείς το είδος), δεν ενδιαφέρεται πολύ για να δημιουργήσει σασπένς (αν μη τι άλλο, έχουμε να κάνουμε με έναν σίριαλ κίλερ εδώ, πράγμα που σε γεμίζει αγωνία από μόνο του), δεν εκμεταλλεύεται –όπως θα έλεγαν κάποιοι– επαρκώς μία από τις κύριες ιδέες του (καταρχάς με τη μίμηση, στις μέρες μας, του πρώτου κατά συρροή δολοφόνου της Ιταλίας, αλλά και με το πορτρέτο του Τσέζαρε Λομπρόζο, που από ένα σημείο και μετά επιλέγει να αφήσει κατά μέρος – μα δεν είναι εκεί η ουσία, βέβαια), ή, με δυο λόγια, δεν κάνει σχεδόν τίποτε από όσα βλέπουμε στα περισσότερα καινούργια αστυνομικά.
Για την ακρίβεια, αυτό που κάνει είναι να αφήνει –φαινομενικά– τους δύο πρωταγωνιστές του να αυτοσχεδιάζουν, να «αυτενεργούν», να κάνουν λάθη, να σκοντάφτουν και να πέφτουν σε αδιέξοδα, φιλολογώντας στο απ’ ανάμεσα για τη ζωή στο Μιλάνο και στην επαρχία του Μπέργκαμο. Ταυτόχρονα, οι δύο ήρωές μας αφήνονται να ξεφύγουν πού και πού από την κυρίως ιστορία, αυτά τα συνεχόμενα εγκλήματα, τους «τελετουργικούς» φόνους γυναικών από έναν «κανίβαλο», όχι για να ασχοληθούν με κάποια από τις παράλληλες πλοκές (υπάρχουν τουλάχιστον δύο), αλλά για να μιλήσουν για τη δημοσιογραφία στις εφημερίδες – για τη χρυσή εποχή του Τύπου, και για τη σημερινή, διαδικτυακή, που ποιοτικά πόρρω απέχει από εκείνην την παλιά. Αλλά και για να φάνε. Κυρίως αυτό το δεύτερο.
Το φαγητό είναι και εδώ ένα «ιερό μυστήριο», είναι η βάση των πάντων, είναι ο τρόπος να περπατάς στη ζωή και να αποστρέφεις το βλέμμα από τη φθορά και τον θάνατο. Είναι κάτι αριστοκρατικό, ακόμη και αν πρόκειται για μια ταπεινή χωριάτικη μακαρονάδα ή για δυο αυγά.
Οι γαστριμαργικού τύπου αναφορές στον επιθεωρητή Μονταλμπάνο του Αντρέα Καμιλλέρι είναι πάρα πολλές, όπως άλλωστε και στον Μαιγκρέ του Σιμενόν και στον Πέπε Καρβάλιο του Μονταλμπάν. Το φαγητό είναι και εδώ ένα «ιερό μυστήριο», είναι η βάση των πάντων, είναι ο τρόπος να περπατάς στη ζωή και να αποστρέφεις το βλέμμα από τη φθορά και τον θάνατο. Είναι κάτι αριστοκρατικό, ακόμη και αν πρόκειται για μια ταπεινή χωριάτικη μακαρονάδα ή για δυο αυγά.
Ο Μπεζάνα, κουρασμένος δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ, κοντά στη συνταξιοδότηση, χολερικός και είρων, βαριεστημένος και παρατημένος, καυστικός και τόσο παλιά καραβάνα που κουράζεται και ενοχλείται τρομερά από τη διαρκή επανάληψη των ίδιων και ίδιων κοινωνικών φαινομένων, είναι μέγας λάτρης της κουζίνας, του είναι αδύνατον να συνεχίσει μία δημοσιογραφική έρευνα, ακόμη και την πιο καυτή, αν δεν περάσει πρώτα από το αγαπημένο του εστιατόριο, ξέρει όλα τα μυστικά της κουζίνας και συγκινείται από τις παραλλαγές μιας τοπικής συνταγής όπως κάποιος θα συγκινούνταν από ένα έργο τέχνης. Στον αντίποδα, η νεαρή και φιλόδοξη –αλλά τόσο άχαρη, τόσο ακοινώνητη, τόσο διαρκώς αμήχανη– Ιλάρια δεν δίνει απολύτως καμία σημασία στο φαγητό της – πράγμα που θα ανεμίσει ένα κόκκινο πανί μπροστά στα μάτια του Μπεζάνα.
Ερευνούν, τρώνε, συζητούν, ναι – και μιλούν για τη δημοσιογραφία, εκτενώς. Υπάρχουν πάνω από δέκα σημεία-παραβάσεις, όπου ο Μπεζάνα αναφέρεται στο παρελθόν του και στο παρελθόν της δουλειάς του. Μιλώντας μάλιστα με στοιχεία.
«Το Ντάριο Κορέντι είναι ψευδώνυμο. Για την ακρίβεια, είναι διπλό ψευδώνυμο, αφού κρύβει δύο πρόσωπα: έναν γνωστό Ιταλό συγγραφέα και έναν δημοσιογράφο».
Αναφορικά με τον συγγραφέα του βιβλίου, διαβάζουμε τα εξής: «Το Ντάριο Κορέντι είναι ψευδώνυμο. Για την ακρίβεια, είναι διπλό ψευδώνυμο, αφού κρύβει δύο πρόσωπα: έναν γνωστό Ιταλό συγγραφέα και έναν δημοσιογράφο». Θα το καταλαβαίναμε αυτό το τελευταίο ακόμη και αν δεν μας το έλεγαν. Ένα παράδειγμα αυτού που εννοούμε:
«Όταν ήμουν ένας νεαρός μαθητευόμενος, πριν από σαράντα χρόνια, στις εφημερίδες δεν έβλεπες πολλές γυναίκες. Κι εκείνες οι λίγες δύσκολα έκαναν καριέρα. Τις έβαζαν στο στόχαστρο, κι αν ήταν και λίγο νοστιμούλες, δεν έκαναν κράτει στις χοντράδες και στα βαριά κομπλιμέντα. Θυμάμαι έναν ηλικιωμένο συνάδελφο που δεν τις αποκαλούσε καν με το όνομά τους: γι’ αυτόν ήταν οι πουτάνες, τελεία. Κι όταν μία από αυτές είχε (μάλλον) ένα φλερτ με τον αρχισυντάκτη, η φήμη διαδόθηκε παντού. Όλοι να γελάνε πίσω απ’ την πλάτη της: Πρόσεξες ότι σήμερα έφυγαν νωρίτερα και οι δύο; Πού να πηγαίνουν, στο εξοχικό του άντρα της; Μπροστά στο τζάκι, στην προβιά; […]. Μετά όμως, σιγά σιγά, τα πράγματα άλλαξαν. Αλλά το πρόβλημα δεν λυνόταν έτσι κι αλλιώς. Υπήρχε η τάση να περνάμε από το ένα άκρο στο άλλο. Οι γυναίκες άρχισαν να έχουν επιτυχίες στις εφημερίδες και κατάλαβαν ότι όλες μαζί γίνονταν πιο ισχυρές. Και οι σχέσεις με συναδέλφους διαφορετικού φύλου έγιναν συνδικαλιστικό ζήτημα. Θα σου διηγηθώ μια ιστορία. Μια μέρα, είχαν συνέλευση οι δημοσιογράφοι για να συζητήσουν για το καινούριο εβδομαδιαίο γυναικείο περιοδικό, με τα γνωστά παράπονα όσων φιλοδοξούσαν να γράψουν εκεί και τον διευθυντή που στρατολογούσε εξωτερικούς συνεργάτες. Αλλά να που παίρνει τον λόγο μια νεαρή δημοσιογράφος: Θέλω να καταγγείλω ένα προσωπικό γεγονός, λέει. Υπήρξα αντικείμενο προσέγγισης και προσοχής εκ μέρους ενός υποδιευθυντή, πράγμα που με έφερε σε δύσκολη θέση. Όλοι μένουν κάγκελο και στη γενική σιωπή εκείνη βάζει τα κλάματα: Μπήκα στο γραφείο του για να συζητήσουμε αν θα γινόμουν ανταποκρίτρια του εξωτερικού, εκείνος έκλεισε την πόρτα και μου ρίχτηκε. Η επιτροπή της σύνταξης σπεύδει στον διευθυντή για να τον ενημερώσει και να τον ρωτήσει ποια μέτρα θα υιοθετήσει. Εκείνος δηλώνει αναστατωμένος και υπόσχεται έναν προσεκτικό έλεγχο για να επιβεβαιωθεί η αλήθεια των γεγονότων. Που δεν θα έρθει ποτέ στην επιφάνεια, φυσικά. Ο υποδιευθυντής εξακολουθεί να αρνείται τα πάντα και η ρεπόρτερ επιμένει να τον καταγγέλλει. Αλλά και οι δύο απορρίπτουν τη νομική οδό. Ο διευθυντής, σ’ εκείνο το σημείο, υπόσχεται να λάβει προληπτικά μέτρα για να αποφευχθεί η επανάληψη παρόμοιων επεισοδίων: η διευθυντική ομάδα της εφημερίδας, από τους υποδιευθυντές μέχρι τους αρχισυντάκτες, δεν θα μπορούν πια να καλούν τις συναδέλφους για δείπνο έξω, ή για να πάρουν ένα απεριτίφ, απαγορεύεται ακόμα και να τις γυρίζουν στο σπίτι με το αυτοκίνητο και τα λοιπά. Κανόνες παρόμοιοι με αυτούς που είναι σε ισχύ στις αμερικανικές εφημερίδες, ενάντια στη σεξουαλική παρενόχληση. Μετά όμως το ξανασκέφτεται και η εγκύκλιος δεν εκδίδεται τελικά. Η Ιταλία δεν είναι Αμερική».
Ο Μπεζάνα είναι πολύ ωραίος χαρακτήρας. Πολύ ωραίος. Όπως όμως και η Ιλάρια. Κι αν ο μεν πρώτος, ο δυσπρόσιτος, καυστικός ρεπόρτερ, θα της φερθεί άθλια στην αρχή, υποτιμητικά και με αυστηρότητα, εκείνη θα τον κατακτήσει πολύ γρήγορα με την ήρεμη δύναμή της. Οι δυο τους μαζί, συγκροτούν ένα απίθανο δίδυμο. Είμαστε σίγουροι πως δεν θα σταματήσουν εδώ – έχουν πολλά βιβλία ακόμη μπροστά τους. Είναι ο σημαντικότερος λόγος της επιτυχίας για τη «Νοσταλγία του αίματος». Δύο πραγματικοί άνθρωποι, δύο τρομερά ενδιαφέροντες άνθρωποι, που επικοινωνούν ακομπλεξάριστα μεταξύ τους, τα λένε όπως θα τα έλεγαν στην πραγματική ζωή, αλληλοσυμπληρώνονται και πονάνε ο ένας τον άλλον. Θαυμάσιοι.
Ο Μπεζάνα είναι πολύ ωραίος χαρακτήρας. Πολύ ωραίος. Όπως όμως και η Ιλάρια. Κι αν ο μεν πρώτος, ο δυσπρόσιτος, καυστικός ρεπόρτερ, θα της φερθεί άθλια στην αρχή, υποτιμητικά και με αυστηρότητα, εκείνη θα τον κατακτήσει πολύ γρήγορα με την ήρεμη δύναμή της. Οι δυο τους μαζί, συγκροτούν ένα απίθανο δίδυμο.
Και όσο για το αστυνομικό μυστήριο; Ξαναλέμε πως θα ικανοποιήσει τους περισσότερους φαν. Οι φόνοι είναι άγριοι, είναι επαναλαμβανόμενοι, είναι περίεργοι, δεν φαίνεται να ακολουθούν κάποιο μοτίβο, ενώ τα νέα στοιχεία έρχονται με το σταγονόμετρο στην επιφάνεια, και μόνο μετά από ενδελεχή δημοσιογραφική έρευνα.
Αλλά στη Νοσταλγία του αίματος όλα αυτά δεν έχουν την ίδια σημασία με όση θα είχαν σε ένα πιο «κλασικότροπο» αστυνομικό. Σημασία έχει το κόντεξτ: εδώ, η ιταλική επαρχία του Βορρά.
«Σήμερα σας σκέφτηκα επειδή διάβασα μερικά άρθρα στα τοπικά αστυνομικά νέα που με έκαναν να σκεφτώ για την αληθινή φύση του κακού σ’ ετούτα τα μέρη. Και δεν αναφέρομαι στην ανεξήγητη τρέλα ενός κατά συρροή δολοφόνου, που κατά βάθος είναι ανωμαλία. Μιλάω για την επιφυλακτικότητα, που σκοτώνει πολύ πιο συχνά και πολύ πιο σιωπηρά. Σκοτώνουν έναν Αλβανό, οι γείτονες ακούνε τους πυροβολισμούς, βλέπουν το αυτοκίνητο να φεύγει και δεν καλούν τους καραμπινιέρους. Ένας αγρότης με λευκό ποινικό μητρώο σκοτώνει με το κλαδευτήρι έναν Πακιστανό και οι μάρτυρες, αντί να πάνε στην αστυνομία, στέλνουν ένα ανώνυμο γράμμα. Μια κοπέλα βιάζεται στο πάρκινγκ μιας πολυκατοικίας και καταφέρνει να αμυνθεί μόνο και μόνο επειδή έχει κάνει πολεμικές τέχνες: κανένας δεν παρεμβαίνει, παρότι εκείνη ούρλιαζε και τα ουρλιαχτά της μπορούσαν να ακουστούν απ’ όλα τα παράθυρα του κτιρίου. Μπράβο, λέμε πάντα, αυτή είναι η δική μας επωδός. Και ποιος ξέρει πόσο καλοί αισθάνονται αυτοί οι διακριτικοί πολίτες, που έχουν αφομοιώσει σε βάθος ένα μάθημα που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, εντυπωμένο καλύτερα από κάθε άλλο καθήκον: να κοιτάς τη δουλειά σου».
Να και μια ακριβής σύνοψη της υπόθεσης:
Μια σειρά από άγρια εγκλήματα αναστατώνουν το Μποτανούκο, μια μικρή επαρχιακή πόλη στη βόρεια Ιταλία. Πτώματα ακρωτηριασμένων γυναικών, σημάδια κανιβαλισμού, βελόνες τοποθετημένες όπως σε ένα τελετουργικό μαγείας και μια μυστηριώδης επιγραφή με αίμα στη σκηνή του εγκλήματος: ΒιΒε. Καθώς η αστυνομία αδυνατεί να βρει τον δολοφόνο, δύο δημοσιογράφοι ερευνούν την υπόθεση: ο Μάρκο Μπεζάνα, δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ στα πρόθυρα συνταξιοδότησης, προσγειωμένος, ηθικός, πικρόχολος, και η νεαρή πρακτικάρια, η εικοσιεξάχρονη Ιλάρια Πιάτι. Αδέξια, ατημέλητη, χωρίς ούτε έναν θαυμαστή, χωρίς προστάτες, κουβαλώντας ένα τραύμα που σημάδεψε την παιδική της ηλικία. Είναι η Ιλάρια, όμως, που συνειδητοποιεί ότι ο δολοφόνος μιμείται τον Βιντσέντσο Βερτσένι, «βαμπίρ του Μποτανούκο», τον πρώτο Ιταλό κατά συρροή δολοφόνο, τον οποίο μελέτησε ο Λομπρόζο με την παραληρηματική σχολαστικότητα που χαρακτήριζε την επιστήμη της εγκληματολογίας στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα. Τι μπορεί να συνδέει τα θύματα με αυτόν τον δολοφόνο που πέθανε πριν από έναν αιώνα;
Δεν μένει να πούμε κάτι άλλο. Μόνο να θυμίσουμε ότι η περιοχή όπου λαμβάνει χώρα όλο αυτό το κακό είναι η ίδια με αυτήν που έπληξε σαν λαίλαπα την Ιταλία τους πρώτους μήνες της πανδημίας, χτυπώντας και σε εμάς το καμπανάκι για να πάρουμε άμεσα μέτρα. Σύμπτωση; Ασφαλώς. Αλλά ίσως όχι και τόσο. Ίσως όχι και τόσο… Θυμίζουμε κάποια από όσα διαβάζαμε πέρυσι στις εφημερίδες και τα σάιτ:
«“Πολλοί πέθαναν ολομόναχοι στα σπίτια τους, άλλοι μελλοθάνατοι δεν έγιναν δεκτοί στο νοσοκομείο. Ίσως να υπήρχε σωτηρία, εάν έφτανε νωρίτερα βοήθεια”, λέει ο Στέφανο. Η εισαγγελία του Μπέργκαμο στο μεταξύ έχει ξεκινήσει ανακρίσεις με βάση μαρτυρίες της ομάδας του Στέφανο, ο οποίος πιστεύει ότι την κύρια ευθύνη φέρει η τοπική κυβέρνηση, επειδή έχασε πολύ χρόνο και παρέλειψε να αποκλείσει τις δύο κοινότητες δίπλα στο Μπέργκαμο, που έγινε το επίκεντρο μετάδοσης του ιού. […] Ο επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης στη Λομβαρδία, ο Ατίγιο Φοντάνα, από την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά, δεν θεωρεί ότι φέρει ευθύνη. Η υπηρεσιακή του κατοικία είναι σε ένα πανύψηλο κτήριο στο κέντρο του Μιλάνου. Από την ταράτσα του 38ου ορόφου μπορεί κανείς να απλώσει το βλέμμα του μέχρι και πέρα από τα σύνορα του πιο σημαντικού οικονομικού κέντρου της Ιταλίας. Το βασικό σημείο κατηγορίας που του προσάπτουν είναι ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για το κέρδος παρά για την προστασία του πληθυσμού».
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, «Ένα παγωτό για τον Ισίδωρο» (εκδ. Κλειδάριθμος).
Η νοσταλγία του αίματος
ΝΤΑΡΙΟ ΚΟΡΕΝΤΙ
Μτφρ. ΜΑΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ
ΜΙΝΩΑΣ 2021
Σελ. 544, τιμή εκδότη €17,70
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Μπεζάνα ανοίγει τη βρύση, έρχεται μόνο κρύο νερό. Ο θερμοσίφωνας είναι ξανά χαλασμένος, αλλά δεν έχει διάθεση να τηλεφωνήσει στην ιδιοκτήτρια. Κοιτάζει καταβεβλημένος το αφρόλουτρο των είκοσι ευρώ, περιττό να το σπαταλήσει για ένα γρήγορο ντους με παγωμένο νερό. Ενώ ανατριχιάζει στο μπουρνούζι του που έπειτα από τα τόσα πλυσίματα του έχει κοντύνει, το βλέμμα του πέφτει πάνω στον καθρέφτη. Στέκεται προφίλ. Έχει κάνει κοιλιά. Αναγκαστικά, τρώει μονίμως έξω και πίνει σαν σφουγγάρι. Τη ρουφάει προς τα μέσα, κρατώντας την ανάσα του. Αλλά και που δεν αναπνέει, δεν αλλάζουν και πολλά. Φαντάζεται τη γυναίκα του με μαγιό, ξαπλωμένη σε μια παραλία της Κούβας. Σίγουρα όλο και κάποιος θα την πλευρίζει. Χαμογελάει. Ο Αρμάντο; Adieu. Έπειτα κοιτάζει ξανά την κοιλιά του, στενοχωρημένος. Το μάτι του πέφτει στα νύχια των ποδιών του, είναι πολύ μακριά. Μοιάζει με αρκούδα, η Μαρίνα θα του έβαζε τις φωνές. Ανάβει το χιλιοστό τσιγάρο και τριγυρίζει μες στο σπίτι γυμνός, με το πολύ κοντό μπουρνούζι του ανοιχτό. Είναι και πολύ τραχύ. Στο σπίτι έρχεται για τις δουλειές μια Ρουμάνα για δύο ώρες την εβδομάδα, μια Ρουμάνα που έχει βαλθεί να του κάνει οικονομία στο μαλακτικό. Εξάλλου, φταίει κι αυτός. Δεν της είπε ποτέ ότι ήθελε περισσότερα. Δεν λέει ποτέ σε κανέναν ότι θα ήθελε περισσότερα. Ο Μπεζάνα είναι απαιτητικός μόνο με τον εαυτό του και μόνο με τη δουλειά του. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα, κάνει πίσω. Πράγματι, η ζωή του είναι λιγάκι αηδιαστική. Ξαπλώνει στον καναπέ με μια μπίρα στο χέρι. Απαντά στον απολογισμό του μ’ ένα ρέψιμο. Αλλά είναι ένα αισιόδοξο ρέψιμο, δεν είναι όλα για πέταμα. Επιτέλους έχει βρει έναν διάδοχο, για παράδειγμα. Στην Ιλάρια θέλει να μάθει όλα όσα ξέρει. Η κοπέλα είναι προικισμένη με εμμονές όχι κατώτερες από τις δικές του, το αξίζει. Θέλει να της μάθει να βαλτώνει στις χειρότερες ιταλικές επαρχίες, τα μέρη είναι βασικής σημασίας. Να κοιτάζει γύρω της και να καταλαβαίνει ότι τα πλούτη και η απομόνωση έχουν τις συνέπειές τους, συχνά αρρωστημένες. Τα εγκλήματα ανταποκρίνονται στο τοπίο. Και επίσης να γίνεται τσιμπούρι στα κατάλληλα άτομα, γιατί μια στιγμή μεγαλομανίας τυχαίνει σε όλους. Είναι συνηθισμένες ζωές και η ξαφνική προσοχή τις αλλοιώνει. Κανένας δεν αντέχει. Κι έτσι, οι μάρτυρες ξαφνικά μιλάνε, οι δολοφόνοι προδίδονται, οι συγγενείς των θυμάτων ομολογούν τις πιο σκοτεινές πλευρές των οικείων τους. Είναι η δύναμη του γεγονότος, που τα παρασέρνει όλα. Μόνο όποιος είναι νεκρός σωπαίνει. Αλλά αυτή είναι ίσως η εκδίκησή του. Ποιος ξέρει πόσοι νεκροί σκέφτονται, αν βέβαια τους επιτρέπεται να σκέφτονται: Μ’ εμένα δεν μιλούσατε ποτέ, κι όμως είχατε τόσα να πείτε. Η Ιλάρια πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί αυτή τη δύναμη, τη δύναμη του γεγονότος, αλλά χωρίς κυνισμό. Γιατί ο κυνισμός δεν χρησιμεύει. Όλοι, έπειτα από ένα έγκλημα, αισθάνονται αποφασισμένοι. Έχοντας φτάσει εκεί που δεν πίστευαν ότι θα έφταναν, έχουν ανάγκη να πουν κάποια τελευταία λόγια, όπως οι καταδικασμένοι. Θλιβερή η ανθρωπότητα, δολοφονημένη ομαδικά, με μία μόνο σφαίρα».