Για την ποιητική συλλογή της Βασιλικής Κοντογιάννη «Σημεία πορείας» (εκδ. Librofilo & Co). Kεντρική εικόνα: Unsplash.
Γράφει ο Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου
Οι εκδόσεις LIBROFILO&CO εγκαινιάζουν τη νέα σειρά ΣΗΜΥΔΕΣ με το τρίτο, ποιητικό βιβλίο της ομότιμης καθηγήτριας νεοελληνικής φιλολογίας στο Δ.Π.Θ. Βασιλικής Κοντογιάννη. Το σχέδιο στο εξώφυλλο, όπως και στα προηγούμενα βιβλία της δημιουργού, είναι έργο του ζωγράφου Νίκου Καμπασελέ. Οι ασπρόμαυρες σημύδες –φυλλοβόλα δένδρα, ανήκουν σε ψυχρόβιο γένος που φύεται σε όλο το βόρειο ημισφαίριο– μας προϊδεάζουν για τις ακραίες θερμοκρασίες που διαπερνούν τις σελίδες του βιβλίου.
Δεν θα ξεμπλέξουμε ποτέ με την αίσθηση. Όλα τα ορθολογιστικά συστήματα θα αποδειχθούν μια μέρα ανυποστήρικτα στο μέτρο που προσπαθούν, αν όχι να την περιορίσουν στο έσχατο, τουλάχιστον να μην την αξιολογήσουν στις φαινομενικές της υπερβολές. Η ρήση ανήκει στον Αντρέ Μπρετόν και η Βασιλική Κοντογιάννη φαίνεται να επιδιώκει με συνεχείς αναδρομές όχι την κάθαρση, ούτε την ανακούφιση των οδυνηρών συμπτωμάτων, αλλά την ανάκληση και επαναφορά των αισθήσεων γιατί, όπως διατείνεται ο Γιώργος Βέης, η έλξη που ασκεί ανέκαθεν το ταξίδι είναι ίσως η ενδόμυχη έλξη της εγκατάστασής μας, προσωρινής ή μόνιμης, στο φαντασιακό. Όσο κι αν κάτι τέτοιο από τη φύση του μένει συνήθως ημιτελές, διατηρεί εν τούτοις σε ικανοποιητικό βαθμό την αχλή εκείνη της αναβάθμισης στο υπέρ και στο επί.
Ξάφνιασμα και θαυμασμός
Στην αντίφαση της εσωτερικής αυτής πάλης, η διαδικασία ανάσυρσης βασίζεται στην τειχοσκοπία των συναισθημάτων. Πίσω απ’ το σκηνικό τοιχίο του παρόντος που κρύβει τα λείψανα του παρελθόντος[ΤΑ ΠΡΙΝ], η ποιήτρια, βιγλάτορας της μειούμενης σάρκας και των σκιρτημάτων που καθρεφτίζονται σε πραγματικό χρόνο [ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΕΙΣ], απορρίπτει την απομάγευση κι επιλέγει ρητά το ξάφνιασμα και τον θαυμασμό του πρωταρχικού ενθουσιασμού.
Αφουγκράζεται και αναλύει την εσωτερική της φωνή, «στέλνει οδόσημα της πορείας/αγγελιοφόρους κρυφούς...», ανυπομονώντας να «βγει στο δρόμο» [ΟΔΟΣΗΜΑ]. Εγκολπώνεται τον Έρωτα όπως την τέχνη, σαν ένα εύρημα το οποίο πηγάζει από τα αισθητήρια φωτοκύτταρα που περισυλλέγουν και αναλύουν τη μαγική αύρα που κυκλώνει το σώμα, την μεταλλάσσουν σε μεταφυσική εμπειρία, σε έκφραση και τελικά σε συνθήκη αιωνιότητας.
Χωρίς ίχνος μεταμέλειας αποβάλλει τη δίχως μεταφυσική συμπαντική μοναξιά, συνταιριάζοντας το διανοητικό με το αισθητηριακό. Κι ας την ΚΑΛΕΙ επίμονα το κύμα της έλλειψης που χτυπά στα βράχια της συνειδητοποιημένης ερημιάς. Κι ας αφήνουν την πίκρα της φθοράς και του ανεπίστρεπτου χρόνου οι ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΕΣ της:
«[...]Το μόνο που θα μ’ ενοχλούσε ίσως κάπως
είναι η μασέλα του Florentino Ariza».
Η απαρέγκλιτη πείνα της [ΣΤΟ ΤΑΞΙ], αδιαφορεί και χλευάζει τα χλιαρά, αδιάφορα επιρρήματα που συνήθως βρίσκουμε στις κατακλείδες των επιστολών ή στις αφιερώσεις των βιβλίων [ΕΓΚΑΡΔΙΩΣ], αλλά και τις εγκλωβισμένες στην εσωστρέφεια ασάλευτες κι άνευ αντικειμένου μικρές, δειλές νύξεις [ΠΕΡΙ ΥΠΑΙΝΙΚΤΙΚΩΝ ΠΑΙΓΝΙΩΝ].
H Κοντογιάννη, αφού αποβάλλει όλους τους αμφίσημους χρησμούς που φορτώνουν το υποσυνείδητο με ό τι συρρικνώνει τη διαίσθηση και το συναίσθημα, επιλέγει πάλι και πάλι για θέα τη ζωογόνο, ερωτική παραφορά.
Όπως οι ανοιχτοί ορίζοντες απέναντι από το κοίλο των αρχαίων θεάτρων -πίσω από τη σκηνή και την ορχήστρα- φυγάδευαν το βλέμμα μακριά από τον κορεσμό και την παρακμή της ανθρώπινης κοινωνίας, η Κοντογιάννη, αφού αποβάλλει όλους τους αμφίσημους χρησμούς που φορτώνουν το υποσυνείδητο με ό τι συρρικνώνει τη διαίσθηση και το συναίσθημα, επιλέγει πάλι και πάλι για θέα τη ζωογόνο, ερωτική παραφορά. Αφήνει διάπλατα όλα τα μυστικά περάσματα που οδηγούν στα βάθη, όπου θησαυρίζονται όλες οι αισθήσεις.
Διαδικασία μυητική
Διαδικασία μυητική στην ουσία της «πορείας» του φωτός, στους βηματισμούς του χωροχρόνου, μια τελετή επανασύνδεσης με το φυσικό κόσμο και με την πρωτόγνωρη δύναμη που προκύπτει από αυτή τη σχέση. Κι αν σωρεύεται στις ατέλειωτες παύσεις σ’ όλο το συνοριακό περίγραμμα του κορμιού άλιωτο χιόνι, το σπίρτο αυτό του πάθους κρατάει ενεργό τον πυρήνα, διατηρεί δια βίου το μεθύσι.
Η ποιήτρια ταυτίζεται προς στιγμήν με τη Ραλλού, την ηρωίδα στο διαλογικό και εισαγωγικό στην ρομαντική ποίηση έργο του Παναγιώτη Σούτσου ‘’Ο Οδοιπόρος’’ στο οποίο ενυπάρχουν όλα τα μοτίβα του δράματος, όπως εκείνο της φυγής, της περιπλάνησης, του ανεκπλήρωτου και της απογοήτευσης:
«Δακρυρροούσα
προ της ποιητικής γραφής
και ζέουσα από ένδειαν
του Οδοιπόρου»
[ΡΑΛΛΟΥ]
Αλλά αμέσως μετά -υιοθετώντας το πόρισμα του Ζιλ Ντελέζ- είναι πάντα έτοιμη για τη μεταβίβαση, το ταξίδι στο βυθό της επανάληψης και της θεραπείας. Οι «σοφολογιότατοι» έρωτες [ΠΕΡΙ ΧΑΡΕΜΙΩΝ], είναι οι πιο επικίνδυνοι για την Βασιλική Κοντογιάννη· η ψυχρή ενατένιση του κόσμου, ο άκαμπτος ορθολογισμός τους, τους υποχρεώνει να παίρνουν αποστάσεις από μιαν αφοσίωση, από το μάγεμα μιας άνευ όρων ολοκλήρωσης. Αρνούμενοι να διανύσουν τα έτη φωτός του φαντασιακού, μένουν καθηλωμένοι στην συνειδητή τους πραγματικότητα.
Εμμένει η ποιήτρια στις ίδιες ανάγκες, δεν μπορεί και δεν επιθυμεί να ξεγελάσει το ένστικτο. Το φυσικό περιβάλλον που χαίρεται το κορμί να περπατά, να τριγυρνά χωρίς σκοπό ή συγκεκριμένη κατεύθυνση, είναι ο Έρωτας και η Βασιλική Κοντογιάννη δεν φοβάται να ξυπνήσει τον γίγαντα, να γίνει παιχνίδι στα χέρια του, δεν ανησυχεί μήπως εκείνος βαρεθεί και την συνθλίψει στα δάχτυλά του. [ΣΗΜΑΔΙ]
Η Βασιλική Κοντογιάννη γεννήθηκε στην Αθήνα (1953), όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε φιλολογία στο ΕΚΠΑ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές νεοελληνικής φιλολογίας στο Παρίσι όπου έζησε αρκετά χρόνια. Δίδαξε λογοτεχνία και πολιτισμό στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Από το 1993 μέχρι και την αφυπηρέτησή της το 2022 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ του οποίου είναι, πλέον, ομότιμη καθηγήτρια. Έχει δημοσιεύσει φιλολογικές μελέτες, μεταφράσεις και μία διασκευή ενός αφρικανικού μύθου. Τα «Σημεία πορείας» είναι η τρίτη ποιητική της συλλογή. |
Το παιδικό ερωτικό ρίγος παίρνει τη θέση του στο κέντρο των κοσμογονικών μύθων και των μαγικών παραμυθιών, μια εικόνα θέρμης από τα φυλλοκάρδια, ένα γκόλφι ενθύμιο νιότης:
«Έτσι όπως πάω
σε λίγο θα φθάσω
στην έκτη δημοτικού
όταν παίζαμε με τον
Παναγιώτη
κυνηγητό
στην αυλή του σχολείου»
[ΕΞΩΓΑΜΟ ΠΟΙΗΜΑ -Βέλη 4].
Το κάλεσμα των τυμπάνων σχηματίζει τη μελωδία, ο ρυθμός χτίζει ξέφρενες μουσικές με το φθαρτό σώμα, που, από μια νότα πιάνεται και ξανοίγεται στα πέλαγα, μέχρι το κύμα να το ρίξει στο καταπράσινο νησί μιας εξορίας όπου με τον αθώο, καθαρό, εξαγνιστικό, ιερό Βακχικό μύθο, ανα-βιώνει το θαύμα της μικρής Ύπαρξης:
«φυσάει γλαυκές λέξεις στη σπηλιά
Καυτές
Βγαίνουν γλαυκές φλόγες
Πυγολαμπίδες κι
άστρα
Πίσω προβάλλει αργά
ιερή μορφή
Αθάνατη[...]»
[ΕΞΩΓΑΜΟ ΠΟΙΗΜΑ- Β,Σπηλιά]
και
«Εσύ είπες κατά λάθος
-ή τυχαία- τις λέξεις
‘’σουσάμι άνοιξε’’
Κι αυτό
ξαφνιασμένο
άρχισε ν’ ανοίγει
χωρίς τριγμούς
Και να προβάλλει
το βάθος της σπηλιάς
Τοπάζια και
μετάξια
Ορεία κρύσταλλος
χρυσοποίκιλτα εγχειρίδια
με εγχάρακτα άνθη
Πόσο κρατάει
η λέξη;»
[ΕΞΩΓΑΜΟ ΠΟΙΗΜΑ-Α,Βέλη-V]
Κι αν προτείνει η ποιήτρια
«μην το διδάξετε στα σχολεία
Αν είναι άνοιξη
οι έφηβες
θα εξαγριωθούν»
Οι τολμηροί αυτοί συσχετισμοί, μέσα σην λεπτή κρούστα της συμπαντικής αρμονίας, από ξέφωτο σε ξέφωτο, από σκίρτημα σε σκίρτημα, οδηγούν μέσω του μυστηρίου στην πύρινη Αλήθεια [ΕΞΩΓΑΜΟ ΠΟΙΗΜΑ-Σπηλιά].
Προτζέκτορας
Στον ομφαλό της συλλογής, στα μισά ακριβώς της «πορείας» [σελίδα 45- ΕΞΕΙΔΑΝΙΚΕΥΣΗ;], μια δημιουργία από συμπιεσμένα κοσμήματα του διάσημου νεορεαλιστή Σεζάρ [Bijou ‘’Compression’’ 1980], προβάλλει σαν προτζέκτορας εμπρός στα μάτια της ποιήτριας τη λάμψη και το σκότος των πτυχώσεων του χρόνου, την τύρβη και την ματαιότητα, τη συμπύκνωση των πάντων και τη «θεμελίωση της νύχτας»· σαν την απλή λεξούλα που βουστροφηδόν την διαβάζει το ανήσυχο βλέμμα του ζηλωτή κι εκείνη γεμίζει τον αέρα με σημασίες.
Η αληθινή ζωή μοιάζει να υπάρχει μόνο στα βιβλία ή στα όνειρα, λέει ο Λώρενς Ντάρελ και οι έσω οφθαλμοί της Κοντογιάννη, σαν αχτίδες φωτιάς, ανα-φλέγουν ασταμάτητα τις εγγραμμένες στο νου αξεπέραστες στιγμές, μετατρέποντας το πνεύμα σε αίσθηση.
Η αληθινή ζωή μοιάζει να υπάρχει μόνο στα βιβλία ή στα όνειρα, λέει ο Λώρενς Ντάρελ και οι έσω οφθαλμοί της Κοντογιάννη, σαν αχτίδες φωτιάς [οι αντιλήψεις του Πλάτωνα για την όραση ως μεταφυσική διαδικασία, η οποία μετατρέπει τους ανθρώπους σε πομπούς φωτός, έχουν διατυπωθεί στο έργο του Τίμαιος], ανα-φλέγουν ασταμάτητα τις εγγραμμένες στο νου αξεπέραστες στιγμές, μετατρέποντας το πνεύμα σε αίσθηση.
Σταδιακά καταλύεται η τριχοτόμηση [παρελθόν, παρόν, μέλλον] και μπαίνουμε στο λιβάδι των ανθών και των χρωμάτων, στην επικράτεια του εύφορου, ενιαίου χρόνου:
«ΓΛΥΠΤΟ»
[κυκλαδικό ίσως]
Καθόμαστε σε στενό πάγκο
Βλέμματα αντικρυστά
Οι γοφοί αγγίζονται μόλις
Ακουμπώ τον δεξί σου ώμο
Τα δάχτυλά ακολουθούν την καμπύλη
Θυμούνται κι άλλες συναντήσεις
Το χέρι σου
σφίγγει τον ώμο μου
Κρατάει στέρεα
Το αίμα ανεβαίνει θερμαίνοντας
Το κύμα ανεβαίνει θερμαίνοντας
Το σώμα ανεβαίνει θερμαίνοντας
Με κρατάς».
Η περιδιάβαση των σελίδων ολοκληρώνεται χωρίς αποχαιρετισμούς μ’ ένα χαμόγελο ενσυναίσθησης του αναγνώστη· όπως στη θέαση ανέλπιστης ανθοφορίας ενός μισόξερου βλαστού, ανάμεσα στην πέτρα και στο Φως.