Για το graphic novel του Γιάννη Ράγκου «Στα μυστικά του βάλτου» (εικονογράφηση Παναγιώτης Πανταζής, εκδ. Polaris).
Της Τόνιας Μάκρα
Ο σχεδιαστής κόμικ και εικονογράφος Παναγιώτης Πανταζής από κοινού με τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Γιάννη Ράγκο βούτηξαν σε βαθιά νερά μεταλλάσσοντας σε graphic novel το θρυλικό μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα. Στις σελίδες του οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες ξαναγεννιούνται εικονογραφικά, ο λόγος πάει χέρι-χέρι με τη σιωπή, η δράση με την περισυλλογή και το αγωνιστικό μένος των ηρώων ισορροπεί με τα ανθρώπινα δεινά και τα ατομικά δράματα.
Οι δύο δημιουργοί αναβίωσαν το πνεύμα της εποχής και σεβάστηκαν την ιδεολογία της συγγραφέως, για να καταφέρουν τελικά να μας παραδώσουν ένα εντελώς προσωπικό πόνημα. Με σφιχτό κείμενο και ποικιλία στο σχεδιαστικό ύφος, το βιβλίο ελίσσεται αισθητικά ώστε να μεταδώσει στον αναγνώστη την πολυπρόσωπη δράση σε συνδυασμό με τα –συχνά αντικρουόμενα– συναισθήματα των ηρώων.
Βαδίζοντας στην κόψη του ξυραφιού, οι δύο δημιουργοί αναβίωσαν το πνεύμα της εποχής και σεβάστηκαν την ιδεολογία της συγγραφέως, για να καταφέρουν τελικά να μας παραδώσουν ένα εντελώς προσωπικό πόνημα. Με σφιχτό κείμενο και ποικιλία στο σχεδιαστικό ύφος, το βιβλίο ελίσσεται αισθητικά ώστε να μεταδώσει στον αναγνώστη την πολυπρόσωπη δράση σε συνδυασμό με τα –συχνά αντικρουόμενα– συναισθήματα των ηρώων.
Μυθιστόρημα «μύθος»
Το μυθιστόρημα Στα μυστικά του Βάλτου εκδόθηκε το 1937 και ως γνωστόν αποτελεί «μύθο» της παιδικής αλλά και γενικότερα, θα έλεγα, της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εστιάζει το ενδιαφέρον του στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908), «τον σκληρό και ανορθόδοξο πόλεμο μεταξύ Ελλήνων και Βούλγαρων στα υπό οθωμανική κυριαρχία μακεδονικά εδάφη με απώτερο στόχο την ένταξη των γηγενών πληθυσμών –μετά την απόσχιση της βουλγαρικής εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την αυτονόμησή της ως Εξαρχία– στην πατριαρχική-ελληνική πλευρά ή στην εξαρχική-βουλγαρική αντίστοιχα, και με δεδομένη τη διαφαινόμενη και αναμενόμενη και από τις δύο πλευρές κατάρρευση του σαθρού οθωμανικού καθεστώτος» (από το Επίμετρο της έκδοσης, του Αθανάσιου Τζ. Φέρμιν). Οι ελληνοβουλγαρικές συγκρούσεις έλαβαν χώρα σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ουσιαστικά υπό την ανοχή της τουρκικής ηγεσίας, η οποία, βλέποντας το αστέρι της να φθίνει, άφηνε ανενόχλητες τις εθνικές μειονότητες να σφάζονται μεταξύ τους. Ο αγώνας υπήρξε σφοδρός, αιματηρός και από τις δύο πλευρές. Το ζήτημα διευθετήθηκε με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου καθορίστηκαν τα εθνικά γεωγραφικά σύνορα. Το κύριο πεδίο του Μακεδονικού Αγώνα υπήρξε η περιοχή των Γιαννιτσών με τη βαλτώδη λίμνη που έχει αποξηραθεί. Αυτός είναι ο «Βάλτος» που αποτελεί το φόντο στις πολεμικές συγκρούσεις και που με την οργιώδη βλάστηση ξέρει να κρατάει καλά κρυμμένα μυστικά στο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα. Μέσα στη λίμνη και με φυσικά «τείχη» τις καλαμιές και τα βούρλα, οι αντάρτικες ομάδες και των δύο πλευρών στήνουν οχυρά με βάση τις αυτοσχέδιες καλύβες των ψαράδων και επιστρατεύουν τις πλάβες τους (ψαρόβαρκες), για τις μετακινήσεις και τις επιθέσεις τους.
Υπό το βλέμμα των παιδιών
Στο ιστορικό της μυθιστόρημα η εμβληματική συγγραφέας Πηνελόπη Δέλτα αποτυπώνει τα δραματικά γεγονότα της εποχής, σε ένα κείμενο δυνατό σε μυθοπλασία, όπου με μαεστρία συνδυάζεται η δύναμη του αυθεντικού ιστορικού υλικού με την αριστοτεχνική γραφή. Η αφήγηση εξελίσσεται γύρω από τη δράση δύο παιδιών, του Αποστόλη και του Γιωβάν, τα οποία βοηθούν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα στις επιχειρήσεις τους κατά των βουλγαρικών σωμάτων, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί τον αγώνα που δίνουν ο Τέλλος Άγρας (Σαράντος Αγαπηνός) και ο καπετάν Νικηφόρος (Ιωάννης Δεμέστιχας), εξέχουσες ιστορικές φυσιογνωμίες της περιόδου αυτής. Το σκοτεινό έως μυστηριώδες τοπίο του βάλτου, ο ηρωισμός, το αίσθημα φιλοπατρίας και οι στιγμές ανθρωπιάς των χαρακτήρων από κοινού με τις προδοσίες, τα ατομικά δράματα και την αναπόφευκτη σκληρότητα του πολέμου συγκροτούν ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, που οκτώ δεκαετίες μετά την αρχική του κυκλοφορία –και παρά τις σημερινές διαφοροποιημένες σε σχέση με την εποχή που εκδόθηκε ιστορικές αντιλήψεις για τα γεγονότα που περιγράφει– διατηρεί ακέραια τη μαγεία του και διαβάζεται με το ίδιο, αμείωτο ενδιαφέρον. Προσωπικά δεν είχα διαβάσει το βιβλίο στα παιδικά μου χρόνια ούτε το είχα επιλέξει ως ενήλικη. Ωστόσο το διάβασα πριν ελάχιστα χρόνια όταν πλέον είχα την πολυτέλεια να αφιερώσω χρόνο σε λογοτεχνικά έργα που αν και είχα συνειδητά αρνηθεί, με έτρωγε η περιέργεια να εξακριβώσω την ύπαρξη των αισθητικών και λογοτεχνικών αξιών που τους αποδίδονται. Φυσικά και δεν με απογοήτευσε, αντίθετα το απόλαυσα ως μυθιστόρημα, εκτίμησα την έξοχη μυθοπλασία αλλά και τη γραφή. Ως δομή αφήγησης πάντως το θεωρώ εξαιρετικά σύνθετο και επομένως δύσκολο πολύ να αφομοιωθεί από τον παιδικό ψυχισμό χωρίς βοήθεια.
Οι εικόνες του είναι όμορφες και ατμοσφαιρικές, οι σκηνές δράσης άφθονες, πλούσιες σε κίνηση και χρώμα, ενώ στα ανεξερεύνητα τοπία του Βάλτου κινούνται πρόσωπα σκοτεινά στη μορφή, συχνά αγριεμένα, με μόνιμη τη μελαγχολία στο βλέμμα.
Το ίδιο αίσθημα αποκόμισα και από το ομώνυμο κόμικ που σχεδίασε ο Παναγιώτης Πανταζής και «έντυσε» σε κείμενο-σενάριο ο αγαπητός συνάδελφος Γιάννης Ράγκος. Όσο το διάβαζα αισθάνθηκα κάποιες φορές να πέφτω σε αφηγηματική ασυνέχεια. Σκεφτόμουν τότε ότι ενδεχομένως θα χρειαζότανε συχνά-πυκνά η εικόνα να συνοδεύεται με επιπλέον σχολιασμό που θα συμπύκνωνε τη δράση ή ίσως θα ανέλυε περισσότερο την ιστορία των ηρώων ή και την ιδιομορφία της περιοχής όπου συντελούνταν τα ιστορικά γεγονότα. Κάτι τέτοιο βέβαια θα κατέληγε σε μια έκδοση που καμία σχέση δεν θα είχε με κόμικ! Μάλιστα σχεδιαστικά ίσως να αποδεικνυόταν ανέφικτο αλλά και με αμφίβολο αισθητικό αποτέλεσμα. Άρα, η μορφή που επέλεξαν οι δύο δημιουργοί μοιάζει να είναι η μόνη δυνατή για να αποδοθεί ένα βιβλίο κλασικό και τόσο αγαπημένο, ο όγκος του οποίου αγγίζει τις εξακόσιες σελίδες, στο οποίο εμφανίζονται δεκάδες πρόσωπα και περιγράφονται εκατοντάδες επεισόδια, προσωπικές ιστορίες και ιστορικές λεπτομέρειες. «Από όλο αυτό το υλικό έπρεπε πρώτα να επιλεγούν τα καίρια επεισόδια ώστε να υπάρχει συνέχεια στην αφήγηση, δεύτερον να αποδοθούν οι απαραίτητοι χαρακτήρες που θα επιτρέψουν στον αναγνώστη του κόμικ αφενός να αποκτήσει ολοκληρωμένη εικόνα για την ιστορία και αφετέρου να διακρίνει τα βασικά αφηγηματικά μοτίβα αλλά και την πολιτική “τοποθέτηση” της Δέλτα» εξηγεί ο Γιάννης Ράγκος σε προδημοσίευση του βιβλίου στο Popcon και στον Θοδωρή Δημητρόπουλο. «Κατά κάποιο τρόπο, το βιβλίο τέμνεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελεί ένα είδος ιστορικού χρονικού, καθώς επικεντρώνεται στη δράση του Τέλλου Άγρα, ενώ το δεύτερο αναπτύσσεται κυρίως γύρω από επινοημένους ήρωες, που δρουν ωστόσο στο ίδιο ιστορικό περιβάλλον και γεωγραφικό χώρο. Μάλιστα, οι περισσότεροι από τους επινοημένους ήρωες έρχονται από το προηγούμενο μυθιστόρημα της συγγραφέως (Μάγκας) και μεταπηδούν στα Μυστικά του Βάλτου, ας πούμε ως ένα είδος sequel».
Σκηνές εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα
Δουλεμένοι οι χαρακτήρες του βιβλίου άλλοτε με ρεαλισμό και άλλοτε με ηθελημένη παραμόρφωση, εκφράζουν την τραχιά ζωή που οι μυθιστορηματικοί ήρωες είχαν επιλέξει συνειδητά να διάγουν, τη σκληρότητα του αγώνα καθώς και τις μεγάλες συναισθηματικές φορτίσεις και αγωνίες που τους κυριεύαν.
Παρά τη δυσκολία του εγχειρήματος ο κομίστας Παναγιώτης Πανταζής κατάφερε να οπτικοποιήσει σκηνές εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα (μάχες, θανάτους, αιματηρές συγκρούσεις, σκηνές σιωπής και πόνου ή αναμονής, σκηνές εσωτερικού χώρου ή μετακινήσεων στον Βάλτο). Οι εικόνες του είναι όμορφες και ατμοσφαιρικές, οι σκηνές δράσης άφθονες, πλούσιες σε κίνηση και χρώμα, ενώ στα ανεξερεύνητα τοπία του Βάλτου κινούνται πρόσωπα σκοτεινά στη μορφή, συχνά αγριεμένα, με μόνιμη τη μελαγχολία στο βλέμμα. Δουλεμένοι οι χαρακτήρες του βιβλίου άλλοτε με ρεαλισμό και άλλοτε με ηθελημένη παραμόρφωση, εκφράζουν την τραχιά ζωή που οι μυθιστορηματικοί ήρωες είχαν επιλέξει συνειδητά να διάγουν, τη σκληρότητα του αγώνα καθώς και τις μεγάλες συναισθηματικές φορτίσεις και αγωνίες που τους κυριεύαν.
Ερωτήματα που έθεσε η ιδεολογία
Οι δημιουργοί προβληματίστηκαν πολύ ως προς τον τρόπο που όφειλαν να προσεγγίσουν το ιδεολογικό περιεχόμενο του βιβλίου. Σύμφωνα με τον Γιάννη Ράγκο, το βιβλίο εκφράζει «σαφώς το πνεύμα του αλυτρωτικού εθνικισμού, που την περίοδο συγγραφής του ήταν κυρίαρχο, αλλά σήμερα απέχει από τις αντιλήψεις της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Όμως με τον Παναγιώτη κάναμε μια κεντρική επιλογή, που τη θεωρήσαμε αυτονόητη. Χωρίς να ταυτιζόμαστε, αναγκαστικά, αποφασίσαμε πως αφού είχαμε επιλέξει να το διασκευάσουμε έπρεπε να σεβαστούμε απολύτως τις κεντρικές ιδεολογικές γραμμές του. Στο κάτω-κάτω, δεν κάναμε τη δική μας fiction εκδοχή του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά την εκδοχή της Δέλτα. Είναι, νομίζω, η πιο τίμια και ειλικρινής στάση απέναντι στο πρωτότυπο έργο και τις αδιαμφισβήτητες αρετές του και δεν έχει να κάνει με τις προσωπικές μας απόψεις για τα ζητήματα που θίγει». Το αποτέλεσμα δικαιώνει τους δημιουργούς ως προς αυτή την –πολύ σωστή κατά τη γνώμη μου– επιλογή. Το βιβλίο είναι ελκυστικό, απαιτεί ωστόσο στοιχειώδη τουλάχιστον γνώση της ιστορικής εποχής στην οποία αναφέρεται καθώς και την προσοχή του αναγνώστη.
* Η ΤΟΝΙΑ ΜΑΚΡΑ είναι δημοσιογράφος.