Για τον συγκεντρωτικό τόμο με τις συνεντεύξεις της Hannah Arendt «Τρεις συζητήσεις» (μτφρ. Γιώργος Στεφανίδης, επίμ. Δημήτρης Μαρκόπουλος, εκδ. Μάγμα).
Του Γιώργου Δρίτσα
Είναι γεγονός ότι η Χάνα Άρεντ σε πολλές περιπτώσεις δίχασε τους συναδέλφους της, κυρίως λόγω των θέσεων που εξέφρασε σχετικά με τη δίκη του Άιχμαν, όπως στο κλασικό πλέον βιβλίο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ – Έκθεση για την κοινοτοπία το κακού. Από κάποιους θεωρήθηκε ότι σε αυτό το έργο της «σχετικοποιούσε» το Κακό, ως νόημα και ουσία, αλλά και «αθώωνε» έμμεσα τους θύτες. Τι ισχύει όμως στην πραγματικότητα; Σε αυτό το ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει ο παρών τόμος, ο οποίος συγκεντρώνει κάποιες από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που έδωσε η Άρεντ και στις οποίες δίνει απαντήσεις για τα ζητήματα αυτά, όπως επίσης και για την πολιτική της ταυτότητα. Ο τόμος περιλαμβάνει εμβριθές και πληρέστατο επίμετρο του Δημήτρη Μαρκόπουλου.
Πρώτη συνέντευξη
Ξεκινώντας, στην πρώτη συνέντευξη που έδωσε στον Γκύντερ Γκάους, η Άρεντ αρχικά ξεκαθαρίζει τη θέση της και την ταυτότητα του έργου της, διευκρινίζοντας ότι είναι λάθος να συμπεριλαμβάνεται στους φιλοσόφους από τη στιγμή που ο τομέας του ενδιαφέροντός της είναι η πολιτική θεωρία και όχι η πολιτική φιλοσοφία. Και αυτό γιατί πέρα του ότι η ίδια πιστεύει ότι η πολιτική δεν μπορεί να τοποθετείται δίπλα στον όρο φιλοσοφία, ο τομέας της ενασχόλησής της είναι πολύ ευρύτερος και έχει να κάνει με την κατανόηση του πολιτικού και κοινωνικού φαινομένου ως συνόλου.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ίδια δεν είχε φιλοσοφικά αναγνώσματα ήδη από τα παιδικά της χρόνια, όταν και έμαθε αρχαία ελληνικά, ασχολούμενη κυρίως με τον Γιάσπερς και τον Καντ. Ήταν μια ενασχόληση ουσιώδης για την ίδια, καθώς έτσι, και μέσα από μια ανάμειξη θεολογικών και φιλοσοφικών μελετών, πίστευε ότι θα έφτανε σε λύση των διάφορων ερωτημάτων σχετικά με τον εαυτό της και την καταγωγή της, όντας εβραϊκής καταγωγής αλλά προερχόμενη από μια φιλελεύθερη οικογένεια όπου αυτό το στοιχείο δεν έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο.
Η ίδια εξάλλου, έχοντας βιώσει τον αποκλεισμό, κατάλαβε ότι η αφομοίωση που προτεινόταν ως στάση εντός της τότε εβραϊκής κοινότητας δεν μπορούσε να αποτελέσει λύση για τα προβλήματα που αυτή αντιμετώπιζε.
Βέβαια, η ίδια δεν ένιωσε ποτέ κάτι άλλο από Εβραία κι αυτό λόγω του διάχυτου διαχωρισμού και ρατσισμού που υπήρχε τότε στη γερμανική κοινωνία. Ένα στοιχείο που την έκανε όμως αρκετά δυναμική και ίσως περιφρονητική στη στάση της απέναντι στους άλλους ανθρώπους, με τους οποίους εξάλλου δεν συνδεόταν ουσιαστικά, αν και δεν έχασε, ούτε θέλησε να χάσει ποτέ την επαφή της με τη γερμανική γλώσσα και κουλτούρα.
Παρά ταύτα, αυτό δεν την εμπόδισε να έχει έμμεση ανάμειξη με πολιτικο-κοινωνικά κινήματα, όπως αυτό του Σιωνισμού, το οποίο μέσω του Κουρτ Μπλούμενφελντ και της Γερμανικής Ομοσπονδίας των Σιωνιστών είχε δυναμική παρουσία στη Γερμανία. Η ίδια εξάλλου, έχοντας βιώσει τον αποκλεισμό, κατάλαβε ότι η αφομοίωση που προτεινόταν ως στάση εντός της τότε εβραϊκής κοινότητας δεν μπορούσε να αποτελέσει λύση για τα προβλήματα που αυτή αντιμετώπιζε. Μάλιστα, η εμπλοκή της αυτή και τα παρελκόμενά της (μεταξύ άλλων και η ανάκρισή της από την Γκεστάπο), την έκαναν, μόλις εγκατέλειψε τη Γερμάνια το 1933 με προορισμό τη Γαλλία, να αναλάβει δράση με σκοπό να φυγαδεύσει παιδιά εβραϊκής καταγωγής στην Παλαιστίνη, μέσω της συμμετοχής της στην οργάνωση «Μετανάστευση των Νέων» της Ρέχα Φράιερ και της Χενριέτα Σολντ.
Οι εμπειρίες της αυτές δεν την έκαναν όμως να χάσει την προηγούμενη κριτική της στάση πάνω στα ανθρώπινα τεκταινόμενα και την ίδια την Ιστορία, την οποία ήθελε να κατανοήσει με σκοπό να την ερμηνεύσει και να συνάγει ευρύτερα συμπεράσματα, και όχι να την ξεγράψει. Και αυτό γιατί η αρχική «ευθυγράμμιση» της γερμανικής κοινωνίας και δη πολλών διανοουμένων με τις χιτλερικές ιδέες, πολύ πριν από την άνοδό του στην εξουσία, αν και την εξέπληξε δυσάρεστα δεν την επηρέασε τόσο όσο η βιομηχανοποίηση του θανάτου μέσω του Ολοκαυτώματος.
Δεύτερη συνέντευξη
Η δίκη του Άιχμαν ειδικά, η οποία έλαβε χώρα στις 11 Απριλίου του 1961 στην Ιερουσαλήμ, της κέντρισε το ενδιαφέρον και θέλησε να την παρακολουθήσει στενά από κοντά. Καρπός αυτής της ενασχόλησής της ήταν το προαναφερθέν έργο της Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ – Έκθεση για την κοινοτοπία το κακού, όπου και αναδεικνύει την άμεση συνύφανση μεταξύ της γραφειοκρατίας, την οποία εκπροσωπούσε ο Άιχμαν μέσω της θέσης του στη Γκεστάπο, και των εγκλημάτων τα όποια διέταζε η κεντρική διοίκηση των ναζί.
Η γραφειοκρατία, λοιπόν, βλέποντας τον άνθρωπο ως έναν αριθμό και όχι ως πρόσωπο εξανεμίζει την ανθρώπινη ύπαρξη μέσω μιας ανώνυμης και συνεχούς δραστηριοποίησης, η οποία βέβαια δεν λαμβάνει καμία απολύτως ευθύνη για τα εγκλήματά της παρά μόνο υπακούει τυφλά στις εντολές που λαμβάνει.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, στη δεύτερη συνέντευξη του τόμου, η φιλόσοφος συζητά με τον Γιόαχιμ Φεστ και δίνει περισσότερες εξηγήσεις πάνω στον ρόλο της γραφειοκρατίας. Η γραφειοκρατία, λοιπόν, βλέποντας τον άνθρωπο ως έναν αριθμό και όχι ως πρόσωπο εξανεμίζει την ανθρώπινη ύπαρξη μέσω μιας ανώνυμης και συνεχούς δραστηριοποίησης, η οποία βέβαια δεν λαμβάνει καμία απολύτως ευθύνη για τα εγκλήματά της παρά μόνο υπακούει τυφλά στις εντολές που λαμβάνει. Λόγω αυτού, ο ανθρωπότυπος του γραφειοκράτη που συντελεί σε τέτοιες εγκληματικές πράξεις δεν ταιριάζει απαραίτητα με το προφίλ ενός γεμάτου πάθη ή πορευόμενου με συμφέροντα συνηθισμένου εγκληματία. Αντιθέτως, καθήμενος στην καρέκλα του γραφείου του είναι ικανός για πολύ χειρότερα εγκλήματα – μαζικής κλίμακας.
Τρίτη συνέντευξη
Ξεφεύγοντας από το πλαίσιο των προηγούμενων συνεντεύξεων, τόσο χρονικά όσο και ουσιαστικά, η τελευταία συνέντευξη του τόμου, η οποία δόθηκε στον Ροζέ Ερερά, καταπιάνεται με ζητήματα πολιτικής, ιδιαίτερα δε με το μοντέλο διοίκησης των Η.Π.Α. Πιο συγκεκριμένα, οι Η.Π.Α. για την Άρεντ ξεκίνησαν ως μια ρεπουμπλικανική δημοκρατία, μέσα στην οποία τα δικαιώματα των πάμπολλων εθνικών μειονοτήτων δεν καταπιέζονταν παρότι αυτές άνηκαν σε μια ευρύτερη κρατική ένωση. Αυτό επιτυγχανόταν μέσω της σχεδόν θρησκευτικής προσήλωσης στο σύνταγμα, το οποίο δεν άλλαζε συνεχώς ούτε μεταβαλλόταν εύκολα όπως στην Ευρώπη. Αυτή η κατάσταση, βέβαια, μεταβλήθηκε, ως έναν βαθμό, όταν δόθηκαν υπερεξουσίες στον εκάστοτε Πρόεδρο και προέκυψε η ψυχροπολεμική συνθήκη της «εθνικής ασφάλειας», μέσω της οποίας ξεκίνησε ένας φαύλος κύκλος κατάχρησης εξουσίας και έλλειψης διαφάνειας.
Η θεώρηση της Άρεντ έρχεται σε αντίθεση με αυτή τη συνθήκη την οποία και καυτηριάζει, και πιο κοντά σε ένα γνήσιο δημοκρατικό μοντέλο, ρεπουμπλικανικής μορφής, στο οποίο οι άνθρωποι, μέσω συνομαδώσεων, χειρίζονται στην πράξη τις υποθέσεις τους στον δημόσιο χώρο ελεύθερα. Ελεύθερα, βέβαια, με τη συνοδεία της απαραίτητης ευθυκρισίας και όχι με γνώμονα μια ατομικιστική λογική που θέτει το «εγώ» πάνω από το «εμείς».
Η φιλόσοφος ανέδειξε τη ρηχότητα του Κακού, όπως αναδεικνύεται μέσα στους μηχανισμούς του ίδιου του νεότερου κράτους και δεν προσπαθεί επ’ουδενί να δώσει κάποιο άλλοθι στους πρωταγωνιστές των εγκλημάτων.
Κλείνοντας, όπως είδαμε, η θέση ότι οι διαπιστώσεις της Άρεντ σχετικοποιούσαν το ίδιο το γεγονός του Ολοκαυτώματος είναι τελείως λαθεμένη. Καθώς, όπως επισημαίνει στο κατατοπιστικότατο επίμετρο της έκδοσης ο Δημήτρης Μαρκόπουλος, η φιλόσοφος ανέδειξε τη ρηχότητα του Κακού, όπως αναδεικνύεται μέσα στους μηχανισμούς του ίδιου του νεότερου κράτους και δεν προσπαθεί επ’ουδενί να δώσει κάποιο άλλοθι στους πρωταγωνιστές των εγκλημάτων.
Τέλος, η προσωπική στάση της Άρεντ, την οποία και περιγράψαμε, δεν αφήνει περιθώρια για κάποιου είδους μομφή ούτε βέβαια η πολιτική της τοποθέτηση, η οποία διέπεται από ένα ξεκάθαρο ανθρωπισμό και αντι-ολοκληρωτισμό.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΙΤΣΑΣ είναι απόφοιτος του Τμήματος ΦΠΨ της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και του ΠΜΣ «Φιλοσοφία» του ΕΚΠΑ, με ειδίκευση στην Ιστορία της Φιλοσοφίας και των Ιδεών.