Για το βιβλίο του Jonathan Franzen «Το τέλος του τέλους της γης» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Ψυχογιός). «Πώς μπορούμε να βρούμε νόημα στις πράξεις μας, όταν ο κόσμος μοιάζει να οδηγείται στο τέλος του;»
Της Άννας Λυδάκη
«Δεν έχω καμιά ελπίδα ότι μπορούμε να σταματήσουμε την επερχόμενη κλιματική αλλαγή. Η μοναδική μου ελπίδα είναι ότι μπορούμε να δεχτούμε την πραγματικότητα εγκαίρως, ώστε να προετοιμαστούμε γι’ αυτήν ανθρώπινα, και η μοναδική μου πίστη είναι να την αντιμετωπίσουμε έντιμα· όσο οδυνηρό κι αν είναι αυτό, είναι καλύτερο από το να την αρνιόμαστε», γράφει ο σπουδαίος λογοτέχνης Τζόναθαν Φράνζεν στο εξαιρετικό δοκίμιο του για το περιβάλλον.
Ο Φράνζεν είναι παγκόσμια γνωστός για τα λογοτεχνικά έργα του, όμως ο ίδιος πιστεύει ότι και το δοκίμιο, παρότι θεωρητικό πόνημα, αφηγείται μια ιστορία και μπορεί να κατακτήσει το ευρύ κοινό. Ο ίδιος αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες, όπου ξεδιπλώνονται ταυτόχρονα οι στοχασμοί του για την κλιματική αλλαγή, τα πουλιά που λατρεύει, την πόλη και τους ανθρώπους, τη λογοτεχνία, το νόημα της ομορφιάς, τον καπιταλισμό. Με τις αφηγήσεις αυτές προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στο βασικό του ερώτημα: «Πώς μπορούμε να βρούμε νόημα στις πράξεις μας, όταν ο κόσμος μοιάζει να οδηγείται στο τέλος του;»
«Πώς μπορούμε να βρούμε νόημα στις πράξεις μας, όταν ο κόσμος μοιάζει να οδηγείται στο τέλος του;»
Ο συγγραφέας πιστεύει ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι αναπότρεπτη και έρχεται ταχύτερα απ’ ό,τι περίμεναν και οι πιο απαισιόδοξοι πριν από δέκα χρόνια. Ας σταματήσουμε να υποκρινόμαστε, τονίζει. Οι συσκέψεις των δεξιών ελίτ σε ωραία ξενοδοχεία δεν θα σταματήσουν το λιώσιμο των πάγων. Αλλά και οι προοδευτικοί που φαντασιώνουν ότι υπάρχει ακόμα χρόνος να αποτρέψουμε την κλιματική αλλαγή δεν έχουν προσέξει ότι οι κλιματικοί επιστήμονες λένε ότι θεωρητικά μπορεί να αποτραπεί. Άλλωστε, κάθε πελώριο έργο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως η κατασκευή φωτοβολταϊκών πάρκων σε ανοιχτές εκτάσεις και όχι σε κατοικημένες περιοχές, καταστρέφει ένα ζωντανό οικοσύστημα και διαβρώνει την ανθεκτικότητα ενός φυσικού κόσμου που παλεύει για τη ζωή του. Το ίδιο συμβαίνει και όταν τα αιολικά πάρκα χτίζονται στον δρόμο αποδημητικών πτηνών.
Ο Φράνζεν από το 2003 καταγράφει τα είδη πουλιών που βλέπει σε διάφορες χώρες, νιώθει την ομορφιά και γοητεύεται από την ποικιλία τους, μαθαίνει για τη συμπεριφορά και τα οικοσυστήματά τους, και πιστεύει ότι έχουμε ηθική υποχρέωση απέναντι σε όλα τα είδη όπως και στο δικό μας. «Τα πουλιά», γράφει, «είναι πάντοτε ανάμεσά μας και ποτέ δικά μας». Σε κάθε γωνιά της υφηλίου, σε φωλιές τόσο μικρές όσο ένα καρύδι και τόσο μεγάλες όσο μια θημωνιά, νεοσσοί ξεπροβάλλουν, ραμφίζουν τα κελύφη και βγαίνουν στο φως. Και από πολλές απόψεις μας μοιάζουν: Χτίζουν περίπλοκες κατοικίες και μεγαλώνουν οικογένειες, κάνουν διακοπές σε ζεστά μέρη, είναι έξυπνα, τους αρέσει να παίζουν, κατακλύζουν τον κόσμο με τα τραγούδια τους, επικοινωνούν μεταξύ τους και «κάποιοι μήνουροι στην ανατολική Αυστραλία τραγουδάνε μια μελωδία που οι πρόγονοί τους την είχαν μάθει ενδεχομένως από τη φλογέρα ενός αποίκου πριν από έναν αιώνα…».
Όμως τα πουλιά δεν έχουν τον έλεγχο του περιβάλλοντός τους, δεν μπορούν να προστατέψουν τους υγροβιότοπους, δεν μπορούν να οργανώσουν την αλιεία. Με τις ικανότητές τους εξυπηρετήθηκαν για εκατομμύρια χρόνια, τώρα όμως που οι άνθρωποι αλλάζουν την επιφάνεια του πλανήτη, το κλίμα και τους ωκεανούς υπερβολικά γρήγορα, τα πουλιά δεν μπορούν να προσαρμοστούν.
«Κάθε κίνημα προς μια πιο δίκαιη και πολιτισμένη κοινωνία μπορεί τώρα να θεωρηθεί ουσιαστική κλιματική δράση», σημειώνει ο Φράνζεν.
Η σωτηρία των πουλιών –όπως και των άλλων ειδών– εναπόκειται σε μας και αποτελεί δείκτη των ηθικών μας αξιών, θεωρεί ο Φράνζεν. Δεν αρκεί πια να περιορίσουμε τις εκπομπές άνθρακα για να εμποδίσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε, για να αποφύγουμε την απόλυτη μετουσίωση του κόσμου, είναι να συλλάβουμε τη φύση ως μια συλλογή συγκεκριμένων απειλούμενων οικότοπων και όχι ως κάτι αφηρημένο που «πεθαίνει». Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να σωθεί ένα δάσος είναι να δοθούν, στους ανθρώπους που ζουν εκεί, εναλλακτικές λύσεις απέναντι στην αποψίλωση.
Τα ανεπτυγμένα έθνη, αφού τόσο καιρό συνέβαλαν δυσανάλογα στις εκπομπές άνθρακα, τώρα περιμένουν από τα αναπτυσσόμενα έθνη να φορτωθούν τα άχθος της μείωσής τους, και να αναλάβουν οι τροπικές χώρες το έργο της προστασίας της βιοποικιλότητας. Ωστόσο, οι χώρες αυτές έχουν πιο επιτακτικά προβλήματα και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, οι περισσότεροι αποδασωτές του Αμαζονίου είναι φτωχές οικογένειες, οι οποίες εκτοπίστηκαν από γόνιμες περιοχές γιατί εκεί τώρα η καπιταλιστική αγροτική οικονομία καλλιεργεί ζαχαροκάλαμο για αλκοολούχα ποτά και αναψυκτικά και ευκάλυπτο που πολτοποιείται για να παραχθούν πάνες μιας χρήσης στην Αμερική.
Αν δεν εξεγερθεί όλος ο κόσμος ενάντια στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς, τονίζει ο Φράνζεν, η πιο πιθανή άνοδος της θερμοκρασίας στον αιώνα μας θα είναι της τάξεως των έξι βαθμών. Και με κάθε πρόσθετο βαθμό στην πλανητική υπερθέρμανση, θα υποφέρουν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι. Απαιτείται, λοιπόν, να αναδιαμορφώσουν την οικονομία τους οι χώρες που μολύνουν περισσότερο τον πλανήτη και να θεσπιστούν δρακόντεια μέτρα από άκρη σε άκρη για την προστασία της φύσης. Πολλές ενέργειες χαμηλής τεχνολογίας (αποκατάσταση δασών, διατήρηση βοσκοτόπων, διατροφή με λιγότερο κρέας) μπορούν να περιορίσουν το διοξείδιο του άνθρακα εξίσου αποτελεσματικά με τις βιομηχανικές αλλαγές.
Όμως, για όλα αυτά απαιτείται συλλογική δράση, να παραμεριστούν οι μηχανισμοί μίσους, να θεσπιστεί μια ανθρωπιστική μεταναστευτική πολιτική, να υποστηρίζεται η ισότητα φυλών και φύλων, να καταργηθούν τα επιθετικά όπλα, να γίνουν θυσίες για χάρη μακρινών απειλούμενων εθνών και μακρινών μελλοντικών γενεών. «Κάθε κίνημα προς μια πιο δίκαιη και πολιτισμένη κοινωνία μπορεί τώρα να θεωρηθεί ουσιαστική κλιματική δράση», σημειώνει ο Φράνζεν.
Ο συγγραφέας πιστεύει ότι είναι πολύ σημαντικό να δίνουμε μικρές, τοπικές μάχες, όπου υπάρχει κάποια ρεαλιστική ελπίδα να κερδίσουμε: «Να συνεχίζεις να κάνεις το καλό για τον πλανήτη, ναι, αλλά επίσης να προσπαθείς να σώσεις αυτό που αγαπάς συγκεκριμένα –μια κοινότητα, έναν θεσμό, έναν αγριότοπο, ένα απειλούμενο είδος– και να ενθαρρύνεσαι από τις μικρές σου επιτυχίες… Όσο έχεις κάτι να αγαπάς, έχεις κάτι για να ελπίζεις».
Η φωτογράφος Σάρα Στόλφα (δεξιά), σύμφωνα με τον Τζόναθαν Φράνζεν, αποτυπώνει τους ανθρώπους σε ένα περιβάλλον φυσικό γι΄ αυτούς, με αποτέλεσμα τα πορτρέτα τους να προξενούν συμπάθεια, θαυμασμό και μια προσεκτική δεύτερη ματιά. |
Ο Φράνζεν αγαπά κάθε τόπο που πηγαίνει για να παρατηρήσει ενδημικά πουλιά. Στις υπέροχες περιγραφές των ταξιδιών του, από το Σαν Φρανσίσκο στην Πολυνησία, στην Αφρική, στην Ανταρκτική και αλλού, διαβάζουμε για τους ανθρώπους που ζουν εκεί και για τα πουλιά: φρεατίδες που καβγαδίζουν στον γαλάζιο ουρανό, θαλασσοπούλια που τραγουδούν κρυμμένα στα βράχια, γλάροι που λατρεύουν το ταίρι τους, άλμπατρος που χάνονται καθώς μπλέκονται στα δίχτυα ψαράδων, ψηλά αφρικανικά μαραμπού που στέκονται με αδιαφορία σαν φλεγματικοί σερβιτόροι με σμόκιν, στρουθοκάμηλοι που ερωτοτροπούν, λικνίζονται και ακκίζονται σ’ έναν αφρό από λευκά φτερά, πανέμορφοι πιγκουίνοι που μοιάζουν με παιδάκια «περνούν» από τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Τα είδη αυτά, όπως και πολλά άλλα που συναντά στα ταξίδια του, κινδυνεύουν εάν η κλιματική αλλαγή συνεχιστεί με αυτούς τους ρυθμούς. Για όλους μας είναι θέμα ηθικής να τα σώσουμε.
Ο Φράνζεν αγαπά κάθε τόπο που πηγαίνει για να παρατηρήσει ενδημικά πουλιά. Στις υπέροχες περιγραφές των ταξιδιών του, από το Σαν Φρανσίσκο στην Πολυνησία, στην Αφρική, στην Ανταρκτική και αλλού, διαβάζουμε για τους ανθρώπους που ζουν εκεί και για τα πουλιά.
Η παρατήρηση των πουλιών στο φυσικό τους περιβάλλον είναι ανάλογη με τον τρόπο που αποτυπώνει τους ανθρώπους στη Φιλαδέλφεια η Σάρα Στόλφα, επισημαίνει ο Φράνζεν. Οι φωτογραφίες της Στόλφα είναι όμορφες γιατί η φωτογράφος παρακάμπτει τις καθημερινές αισθητικές κρίσεις μας και αποκαθιστά τα πρόσωπα σ’ έναν φυσικό κόσμο στον οποίο το καθετί είναι ενδιαφέρον, το καθετί προξενεί συμπάθεια και θαυμασμό, το καθετί αξίζει μια προσεκτική δεύτερη ματιά. Επίσης, με αφορμή το έργο της Ίντιθ Γουόρτον, της οποίας οι κοινωνικές συμβάσεις παραμόρφωσαν την ίδια της τη νιότη, ο συγγραφέας σχολιάζει το θέμα της ομορφιάς και παραθέτει δέκα κανόνες για τον μυθιστοριογράφο.
Τα δοκίμια του Φράνζεν δεν είναι θεωρητικά· είναι αφηγήσεις ταξιδιών και καταγραφές σκέψεων που γεννήθηκαν από τις παρατηρήσεις του. Η εξαιρετική μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη αποδίδει τέλεια το πνεύμα του συγγραφέα που, με τον δικό του λογοτεχνικό τρόπο, μιλά για τον κόσμο που χάνεται και για το νόημα της ζωής. Και είναι πράγματι δοκίμια που μπορούν να συναρπάσουν το ευρύ κοινό.
* Η ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Αναζητώντας το χαμένο παράδειγμα: Επιτόπια έρευνα, κατανόηση, ερμηνεία» (εκδ. Παπαζήση).