Για το βιβλίο του Γιώργου Στόγια «Ο τελευταίος τροχός της αμάξης» (εκδ. Μελάνι).
Του Αντώνη Πετρίδη
Ο Τελευταίος τροχός της αμάξης αποτελείται από τρεις αυτόνομες, και εκ πρώτης όψεως άσχετες μεταξύ τους, αφηγήσεις, τις οποίες ο συγγραφέας συνοψίζει στο οπισθόφυλλο ως εξής: «Αποτυχημένος καλλιτέχνης βρίσκει μια δεύτερη ζωή ως πληρωμένο κυβερνητικό τρολ. Πλήρως ενταγμένος μετανάστης πληρώνει ακριβά τη γνώμη του για το δημοψήφισμα. Σαραντάρης φιλελεύθερος ροκάς, παντρεμένος με παιδί, προσπαθεί να ικανοποιηθεί».
Ο «καλλιτέχνης» της πρώτης ιστορίας επιστρέφει σαν έφηβος στο σπίτι της μητέρας του, ανυπόληπτος πλέον και χοντρός, με την πιστωτική του να «έχει μέσα λιγότερα χρήματα από μια τηλεκάρτα».
Το ασύνδετο είναι βεβαίως φαινομενικό. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με ενιαία, σπονδυλωτή αφήγηση, στην οποία οι διακριτές ιστορίες συνέχονται από τρία κοινά νήματα-μοτίβα: Πρώτον, από τρεις κεντρικούς χαρακτήρες, όλους γύρω στα σαράντα, «που κατοικούν στην περιφέρεια του συστήματος» και όχι απλώς έχουν απομακρυνθεί πολύ πλέον από το μεσουράνημά τους, αλλά έχουν κατρακυλήσει, καθώς ξεκινά η αφήγηση, στο ναδίρ.
Ο «καλλιτέχνης» της πρώτης ιστορίας επιστρέφει σαν έφηβος στο σπίτι της μητέρας του, ανυπόληπτος πλέον και χοντρός, με την πιστωτική του να «έχει μέσα λιγότερα χρήματα από μια τηλεκάρτα» (σ. 9). Με ξοδεμένες «τις ψυχικές του οικονομίες στο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» (σ. 11), φαντάζεται ότι μπορεί να εκβιάσει τους πρώην εργοδότες του, αλλά επίσης ήρεμος πια και απαλλαγμένος από την υποχρέωση να παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του (σ. 12) παίζει φλιπεράκι στην παραλιακή (σ. 10).
Ο «ενταγμένος μετανάστης» της δεύτερης ιστορίας («Ναι (Θάνατος από βεβαιότητα)», που θα μπορούσε να διαδραματίζεται οπουδήποτε στον κόσμο αλλά είναι δύσκολο να μην τη φανταστούμε στην Ελλάδα, έμαθε ελληνικά, παντρεύτηκε ντόπια και λειτουργούσε ως ηγέτης στην κοινότητά του και ως διαμορφωτής γνώμης στην ευρύτερη κοινωνία, μέχρι που βρίσκεται παγιδευμένος σε έναν γραφειοκρατικό εφιάλτη, ο οποίος αποκτά προϊόντως διαστάσεις καφκικές και εν τέλει ιονέσκειες. Αποκορύφωμα είναι η βίαιη πλην γαλήνια μεταγωγή του «ενταγμένου» από τους μπάτσους εἰς τόπον χλοερόν, μες σε χαμόγελα δικαίωσης και επαίνους για το επερχόμενο νέο τολμηρό του κείμενο, το οποίο θέτει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, μόνο που αυτός, σε αντίθεση με τον Ιησού, δεν θα μπορέσει να αναστηθεί, για να το θαυμάσει.
Ο πάλαι ποτέ γυναικοκατακτητής ροκάς της τρίτης ιστορίας («Sex beat 1996») είναι πια ένας «σαλιάρης» μεσήλικας, παντρεμένος με παιδί, παγιδευμένος σε ανούσιες κοινωνικές συνευρέσεις και μια μικροαστική συμβατική ύπαρξη· ένας τύπος πρώην κουλ, που δεν μπορεί παρά «να βάζει στον φούρνο μικροκυμάτων κατεψυγμένες επιθυμίες» (σ. 90), για πρό-χειρη (κυριολεκτικά) ικανοποίηση των βιοτικών του αναγκών, όσο περιμένει τη γυναίκα του να τελειώσει την επάλειψη κρεμών ανάπλασης του δέρματος (σ. 83).
Ο «καλλιτέχνης» αποκτά επιρροή και σούπερ γκόμενες ως πληρωμένο τρολ που προωθεί την ατζέντα της κυβέρνησης με ψηφιακό ξύλο, βρισιές και φέικ νιουζ.
Παρ' όλα αυτά, για μια στιγμή –στο πρόσφατο παρελθόν της αφήγησης, στις δύο πρώτες ιστορίες· σε χρόνο «που μισοπραγματικός, μισογυρνάμενος μες στο μυαλό του» πρωταγωνιστή ήταν, στην τρίτη– και οι τρεις ήρωες βιώνουν την ψευδαίσθηση μιας επανεκκίνησης, τη φευγαλέα πεποίθηση ότι ακόμη μπορούν να κάνουν τη διαφορά.
Ο «καλλιτέχνης» αποκτά επιρροή και σούπερ γκόμενες ως πληρωμένο τρολ που προωθεί την ατζέντα της κυβέρνησης με ψηφιακό ξύλο, βρισιές και φέικ νιουζ.
Ο μετανάστης διαβάζει βιβλία «για τη βόμβα του ασφαλιστικού», έχει βαρέσει το ταβάνι των 5000 διαδικτυακών φίλων (σ. 61) και κυρίως γράφει άρθρα (αντικαθεστωτικής) γνώμης στη γλώσσα των ντόπιων, «για πράγματα... δικά μας, γραικικά», όπως το δημοψήφισμα.
Ο ροκάς, τέλος, βρίσκει ανέλπιστα την ευκαιρία να ξανακούσει λάιβ το αγαπημένο του συγκρότημα, να τα ξαναβρεί με τον κολλητό του και να ξαναφιλήσει ένα στόμα με οσμή ευχάριστη οφειλόμενη στη νιότη και όχι σε κάποιο «τρομερό αποσμητικό» (σ. 95). «Ήταν σαν να ξυπνούσε», λέει, «από τον τάφο ένα κομμάτι του εαυτού του που είχε κηδεύσει στη ζούλα, όπως έναν αυτόχειρα σε χωριό» (σ. 94).
Όμως, όχι, κανείς τους δεν κάνει καμία διαφορά. Και οι τρεις παραμένουν τώρα ό,τι υπήρξαν πάντοτε: «ο τελευταίος τροχός της αμάξης», άνθρωποι που ανέκαθεν οικτρώς επλανώντο πως είναι «σε θέση να χαράξουν πορεία» (108), ότι «μπορούσαν να επηρεάσουν το μεγάλο παιχνίδι» (σ. 99).
Ο καλλιτέχνης θα παραδεχθεί ότι «δεν είναι ο Δον Ζουάν, δεν είναι λογοτεχνικός χαρακτήρας» (σ. 57) κι έτσι επιτέλους θα φάει αδιαμαρτύρητα τη σπανακόπιτα που του σερβίρει στο υπνοδωμάτιο η μάνα του – έφηβος ακόμη ή παλινέφηβος, αλλά τουλάχιστον χωρίς επαναστατικές ψευδαισθήσεις πια, δίχως ιδεασμούς μεγαλείου.
Ο ενταγμένος μετανάστης του «Ναι» ξεψυχά κολακευμένος που το άρθρο του θα δημοσιευθεί «κανονικά, την Κυριακή», που ο αστυνομικός σκύβει πάνω του «με συμπονετική ιλαρότητα», που τον συγχαίρει επειδή γράφει «ακριβώς αυτά που σκεφτόμαστε πολλοί, αλλά δεν τολμάμε να εκφράσουμε» (σσ. 81-82). Σβήνει μέσα σε καταιγιστικές ριπές ιλαρότητας, ανάμεικτες με άφωνη έκπληξη, συνένοχη οργή και μια εντύπωση αναχώρησης από την πραγματικότητα, που στην εποχή των social media μπορεί να αποδοθεί συντομογραφικά με τρία γράμματα: WTF!
Παρομοίως, στο «Sex Beat 1996», η τριπλή ερωτική περιπέτεια του «σαραντάρη φιλελεύθερου» ήταν τελικά όντως μια «προσπάθεια να ικανοποιηθεί» –ακριβέστερα, να αυτοϊκανοποιηθεί– λίγο πριν από μία ακόμη βαρετή κοινωνική υποχρέωση με τη συμβία του κι ένα ζευγάρι κατά συνθήκην φίλων. Οι τρεις γυναίκες που πήρε αγκαζέ εκείνο το βράδυ με αύξουσα διέγερση –από την «ποθητή ακόμη» σύζυγό του, μέχρι το κορίτσι που κάποτε έφτυνε αλλά τώρα κυνηγάει, αφού εκπροσωπεί την ευκαιρία μιας διορθωτικής επιστροφής στα νιάτα, και τέλος (από όλα το πιο κοροϊδευτικό, το πιο σαρδόνεια εξόφθαλμο σύμβολο μια μη αναστρέψιμης μεσηλικιότητας) την πεταχτή τσαπερδόνα– όλα αυτά δεν ήταν τελικά παρά μια φαντασίωση, ένας αυνανισμός στο μπάνιο και μάλιστα ματαιωμένος, αφού διακόπτεται από το κουδούνι της εξώπορτας. Όταν η πόρτα ανοίγει στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, μπροστά μας δεν βρίσκεται η Ράνια, το «μπουμπούκι», όπως είχαμε διαβάσει στην αρχή της ιστορίας (σ. 83), δεν βρίσκεται το ανακύψαν παρελθόν του πρώην ροκά, αλλά η «μπαμπόγρια», που θέλει δεν θέλει είναι το μέλλον του (σ. 122).
Ο Γιώργος Στόγιας |
Στην ιστορία μας, αυτή η νεόκοπη βερσιόν του πολιτεύεσθαι προσγειώνεται αρχικά στο πεδίο που τη γέννησε, εκεί όπου ανήκει οντολογικά: στο καφενείο, το μπαρ και τις υπεραλκοολούχες μετεφηβικές κόντρες των πάρτυ, λίγο πριν και λίγο μετά τα πρώτα φασώματα.
Αν επιμένουμε στην ειδολογική ακριβολογία, οι «τρεις νουβέλες» του Τελευταίου τροχού συναπαρτίζουν ένα συνεκτικό αφήγημα «νουβελικής» μεν έκτασης (122 σελίδες στο σύνολο) αλλά μυθιστορηματικής φιλοδοξίας. Οι προφανείς θεματικοί και δομικοί αρμοί μεταξύ των ιστοριών, όπως εκτέθηκαν πιο πάνω, στηρίζονται κι αυτοί με τη σειρά τους σε λιγότερο ευδιάκριτες, αλλά εξίσου ισχυρές πολιτικοκοινωνιολογικές δοκούς. Και οι τρεις ιστορίες του βιβλίου τοποθετούνται χρονικά στη συριζαϊκή εποχή (λεπτομέρεια όχι άσχετη βεβαίως με την απαίτηση του συγγραφέα να εκληφθεί το βιβλίο του ως... λογοτεχνία του φανταστικού). Η εποχή δεν είναι ηρωική, αλλά είναι ορίζουσα.
Το πολιτικό υπόστρωμα είναι πιο βαθύ, πυκνό και στυγνό στον ρεαλισμό του στο πρώτο αφήγημα. Ο τίτλος «Σώζουμε Ευρώπη» αναφέρεται προφανώς στη βεβαιότητα του ΣΥΡΙΖΑ, βεβαιότητα εκπάγλου πολιτικής μαγγανείας (με συγχωρείτε, «αυταπάτης»), ότι με την άνοδό του στην εξουσία θα άλλαζε την Ευρώπη. Αναφέρεται όμως και στο απελπισμένο σύνθημα των οπαδών του ΝΑΙ («Μένουμε Ευρώπη») γεφυρώνοντας χαλαρά την πρώτη με τη δεύτερη ιστορία. Το «Σώζουμε Ευρώπη» πάντως δεν είναι επ' ουδενί ευκαιριακό αφήγημα: θεματοποιεί ευρύτερα τον εκχυδαϊσμό (ή, όπως ειπώθηκε στα καθ' ημάς, τον «εκτσογλανισμό») της πολιτικής, την πολιτική κυριολεκτικά ως τρολιά, σε οποιονδήποτε τόπο αλλά σε μια συγκεκριμένη εποχή, την εποχή των social media.
Το «Ναι (Θάνατος από βεβαιότητα)», αν υποθέσουμε ότι διαδραματίζεται στην Ελλάδα, τοποθετείται χρονικά λίγο μετά το περιβόητο δημοψήφισμα του 2015. Αφορμάται, δηλαδή, ακόμη πιο ειδικά, από ένα ιστορικό πολιτικό γεγονός, που αναδρομικά ίσως συμπεράνουμε ότι γελοιοποίησε το μεγαλύτερο επίτευγμα της Μεταπολίτευσης, δηλαδή το πολιτεύεσθαι, αν αυτό ισούται με τη (βάσιμη ή αβάσιμη) πεποίθηση πως τα γεγονότα τα ορίζουν ακόμη και «οι τελευταίοι τροχοί της αμάξης». Απολύτως ταιριαστά με το πνεύμα εκείνου του παράξενου (κομψά) δημοψηφίσματος, η ιστορία του Στόγια παίρνει στο τέλος, όπως είπαμε, κάθετη στροφή προς το γελοίο, το παράλογο και το απολύτως εξωφρενικό.
Τέλος στο «Sex beat 1996», η προ και επί ΣΥΡΙΖΑ πολιτική υπήρξε η αφορμή για την οποία ο πρωταγωνιστής, κεντροδεξιός «ρεαλιστής», που κατέληξε αυτό που οι Συριζαίοι θα αποκαλούσαν «νοικοκυραίος» (δηλαδή κάποιος που αυνανίζεται στο μπάνιο), ξέκοψε από τον πάλαι ποτέ κολλητό του (ο ίδιος στήριξε το «μαύρο» του Σαμαρά στην ΕΡΤ κι ο κολλητός ήθελε να μην μας εμποδίσουν οι νεκροί της Μαρφίν να δούμε «το μεγαλείο της ειρηνικής συγκέντρωσης» του ᾽08, σ. 105). Αυτή η πολιτική δεν είναι τελικά παρά πολιτικολογία: έμπρακτο αντίκρυσμα δεν έχει. Οι πολιτικές συγκρούσεις των ηρώων δεν είναι στο πολιτικό επίπεδο παρά ό,τι ο αυνανισμός στο ερωτικό. Στην ιστορία μας, αυτή η νεόκοπη βερσιόν του πολιτεύεσθαι προσγειώνεται αρχικά στο πεδίο που τη γέννησε, εκεί όπου ανήκει οντολογικά: στο καφενείο, το μπαρ και τις υπεραλκοολούχες μετεφηβικές κόντρες των πάρτυ, λίγο πριν και λίγο μετά τα πρώτα φασώματα και το ανακουφιστικό ξερατό. Στο τέλος, υποχωρεί σε ένα μπεργκμανικό τοπίο μεταξύ θολής ανάμνησης, ονειροφαντασίας και ονείρωξης.
Με κριτήριο πάντα τη βαθμιαία φθορά του πολιτεύεσθαι, δηλαδή του ζην κοινωνικώς, η πορεία του λογοτεχνικού σύμπαντος στον Τελευταίο τροχό είναι από ιστορία σε ιστορία ολισθητική προς κάτι τόσο γκροτέσκο, ώστε να θυμίζει πίνακα του Ιερώνυμου Μπος.
Ο Στόγιας, όπως προαναφέραμε, θα ήθελε να διαβάσουμε τον Τελευταίο τροχό ως λογοτεχνία του φανταστικού. Λέγοντας κάτι τέτοιο, φυσικά, λειτουργεί ο ίδιος ως άριστο γραμματολογικό τρολ. Το έργο του ανήκει ξεκάθαρα στον σουρεαλισμό – τον υπαρκτό μας σουρεαλισμό. Με κριτήριο πάντα τη βαθμιαία φθορά του πολιτεύεσθαι, δηλαδή του ζην κοινωνικώς, η πορεία του λογοτεχνικού σύμπαντος στον Τελευταίο τροχό είναι από ιστορία σε ιστορία ολισθητική προς κάτι τόσο γκροτέσκο, ώστε να θυμίζει πίνακα του Ιερώνυμου Μπος. Ξεκινώντας, στην πρώτη ιστορία, συναντάμε κάτι που μοιάζει με πολιτική έστω με άλλα μέσα. Προχωρώντας στη δεύτερη, μεταφερόμαστε σε μια πολιτική δυστοπία τόσο κουφή, όσο και η κρυφή μας υποψία ότι θα μπορούσε τελικά όντως και να συμβεί. Καταλήγοντας, στο τρίτο αφήγημα, εισπράττουμε πλέον μια κατάσταση όπου η επαφή μας με την πραγματικότητα είναι τόσο «πραγματική» όσο και τα «ζουμερά» κωλομέρια της Νατάσας ή το ευωδιαστό στοματάκι της Ράνιας. Η εμπειρία εντούτοις να (ξαν)αγγίζεις για λίγο, χρόνια μετά, έστω στον νου σου, «το σώμα του έρωτος», το κοινωνικό και το σαρκικό, δεν είναι λιγότερο γνήσια επειδή αυτοακυρώνεται: όσοι είμαστε, σαν τους ήρωες, λίγο άνω των σαράντα, δεν θα το παραδεχθούμε ποτέ μεν, αλλά ισχύει: το φαντασιωμένο δεν ισοδυναμεί με το φανταστικό.
Ό,τι χαρακτηρίζει το μικρό διαμαντάκι του Στόγια είναι η παραπειστικότητα, η μεθοδευμένη απλότητα στην τεχνική και τον λόγο. Ως προς αυτό, ισχύει κι εδώ το ars adeo latet arte sua! Ο Τελευταίος τροχός της αμάξης είναι στην επιφάνειά του (Ελλάδα της τελευταίας πενταετίας, ελληνική γραφειοκρατία, χαμένη νιότη, ξοδεμένες στύσεις, σαλιάρικο βλέμμα στα πιπινάκια, βαθιά ανάσα και συνεχίζουμε) αρκετά οικείος, ώστε να τεχνηέντως να αποκρύπτει την πληθώρα λογοτεχνικών, κινηματογραφικών και μουσικών αναφορών που εμπεριέχει. Δεν θα σας κουράσω επισημαίνοντας ούτε καν ορισμένες από αυτές, καθώς με δεδομένη τη σχέση του Στόγια ειδικά με τη ροκ μουσική, που επιπολάζει κυρίως στην τρίτη ιστορία, οι πλείστες πιθανότατα μού διαφεύγουν κι εμένα έτσι κι αλλιώς. Περαιτέρω, με τρόπο σαγηνευτικό, το κείμενο αρτύζεται με ευφυέστατο, (δηλαδή όχι κραυγαλέο και εξυπνακίστικο), χιούμορ, που ξαλαφρώνει, ακόμη και όταν ο λόγος γίνεται προκλητικός είτε πολιτικά είτε επειδή δοκιμάζει τα όρια του καθωσπρεπισμού μας.
Το σημαντικότερο καλλιτεχνικό επίτευγμα του Στόγια εντοπίζεται στην πρώτη ιστορία. Εκεί, όπως και καθ' όλο το μήκος του βιβλίου, η γλώσσα είναι ανυποκρίτως καθημερινή, με έντονα τα στοιχεία της αργκό των εφηβικών και μετεφηβικών μας νιάτων. Παρ' όλα αυτά το κείμενο είναι λεπτουργημένο και σε ένα επίπεδο μεταγλωσσικό. Η μεταγλωσσικότητα εμφαίνεται μέσα από ένα νευρώδη μονόλογο, που αρθρώνεται ακατάσχετος, ασυνεχής, άναρχος και σχεδόν παραληρηματικός, νοηματικά αν όχι συντακτικά (πλην αποτελούμενος από μικρές συνεκτικές ψηφίδες)· λόγος επιθετικός, οργισμένος, εξομολογητικός, επιδεικτικός και άλλα πολλά εκ παραλλήλου και ταυτοχρόνως – ένα χάος λέξεων, που όμως αποδίδει πιστά μια περσόνα (υπάρχει άραγε στην εποχή των σόσιαλ μίντια διαφορά μεταξύ προσώπου και προσωπείου;). Το κείμενο στο «Σώζουμε Ευρώπη» είναι κάτι που μακροσκοπικά μοιάζει όπως ακριβώς θα έμοιαζε ο φεϊσμπουκικός τοίχος οποιουδήποτε από εμάς, αν διαβαζόταν όχι ως σειρά από ασύνδετες αναρτήσεις, αλλά ως ενιαίο κείμενο. Με άλλα λόγια, το «Σώζουμε Ευρώπη», μια ιστορία με ουσιαστικό πρωταγωνιστή τα ίδια τα κοινωνικά δίκτυα, διαβάζεται και ως επιτέλεση (performance) του λόγου των κοινωνικών δικτύων. Η ίδια η αφήγηση, επιπλέον, στη γλωσσικότητά της είναι χαρακτηρολογική πράξη. Ο αφηγητής δεν μιλά απλώς όπως η διαδικτυακή του περσόνα· είναι η περσόνα αυτή, κι ας μην δουλεύει πια ως τρολ. Ο σοσιαλιμιντιακός λεκτικός τρόπος τον κατακλύζει και τον ορίζει.
«Όταν έχει χαθεί η μπάλα», σημειώνει σε μια στιγμή διαύγειας το πρώην κυβερνητικό τρολ, «η λογική σκέψη ακούγεται σαν λογοτεχνία» (σ. 11). Ο Στόγιας μάς χαρίζει τρεις ουσιωδέστατα πολιτικές ιστορίες, που «κανονικά δεν μπορούν να συμβούν» κι όμως είναι βασισμένες σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, σε μια post-truth εποχή, όπου η ίδια η αλήθεια ακούγεται σαν ρομαντικό ποίημα κι όπου τα χρόνια της πραγματικής πολιτικής (και της δημοκρατίας;) μπορούμε μόνο να τα αναπολούμε καθώς τα φαντασιωνόμαστε στο μπάνιο.
* Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ είναι Αναπληρωτής Καθηγητής ΑΠΚΥ (Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου).
Ο τελευταίος τροχός της αμάξης
Γιώργος Στόγιας
Μελάνι 2018
Σελ. 124, τιμή εκδότη €10,00