Για το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου «Hotel National» (εκδ. Καλέντη).
Της Χρύσας Φάντη
«Άνθρωποι μετέωροι πάνω από τον γκρεμό της Ιστορίας. Πλημμυρισμένοι από όνειρα που αποδείχτηκαν ψευδαισθήσεις». Για τους περισσότερους Έλληνες συγγραφείς που έζησαν (άμεσα ή έμμεσα) τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Kατοχή και κυρίως τον Εμφύλιο, η προσπάθεια ερμηνείας εκείνης της γενικευμένης ένοπλης σύγκρουσης που εκτός των άλλων δεινών είχε ως αποτέλεσμα τον θανάσιμο εγκλωβισμό εκατομμυρίων ανθρώπων μέσα σε ποικίλες πολιτισμικές και ατομικές προκαταλήψεις, αποτέλεσε μία από τις πιο κύριες θεματικές τους προκλήσεις.
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους δημιουργούς ήταν ενταγμένοι σε κάποια συγκεκριμένη πολιτικοκοινωνική κοινότητα, τα έργα τους, χάρη στην ειλικρίνεια και την πρωτοτυπία τους, υπερέβησαν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, το πλαίσιο αυτής της ένταξης και, κατ’ επέκταση, την ακραία στενότητα των απόψεων που διαχώριζε τη πλευρά των «νικητών» από εκείνη των «ηττημένων». Εν ολίγοις, η ελληνική μεταπολεμική λογοτεχνία, αν και επηρεάστηκε από τα πολιτικά δρώμενα της εποχής της, λειτούργησε απελευθερωτικά και σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις καθορίστηκε απόλυτα από αυτά. Ως προς τον βαθμό της ένταξης αλλά και την ευρύτητα πνεύματος και τον μοντερνισμό τους, είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του Στρατή Τσίρκα που δούλεψε στον ημιπαράνομο αριστερό Τύπο της ελληνικής παροικίας της Αιγύπτου, του Δημήτρη Χατζή που πολέμησε στο πλευρό του δημοκρατικού στρατού, της Μέλπως Αξιώτη που έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας, αλλά και νεότερων, όπως ο Αντώνης Σαμαράκης, ο Βασίλης Βασιλικός, η Μάρω Δούκα κ.ά.1
Το Ηοtel National του Κύπριου Σταύρου Χριστοδούλου, ακολουθώντας αυτή την παράδοση, εφορμά από μια παρόμοια ιδεολογική φόρτιση για να καταλήξει σε μια καθολική υπαρξιακή αμφισβήτηση. «Εδώ δεν μας θέλουν. Εκεί δεν τους θέλουμε εμείς. Κι εγώ δεν έχω πια δύναμη για άλλα ψέματα». Η αφήγηση, ενώ κινείται μέσα σε έναν ορισμένο ιστορικό χρόνο, δεν αναπτύσσεται αυστηρά γραμμικά. Ξεκινά από το Βουκουρέστι τον Ιούλιο του 2014 με την επίσκεψη του 82χρονου Κύπριου Γρηγόρη Μιχαήλ στο σπίτι της Θάλειας, χήρας του Ελλαδίτη Θοδωρή Κύρζη, αλλά στη συνέχεια πραγματοποιεί μια αναδρομή στο Βουκουρέστι του Ιουλίου του 1957, όταν ο Γρηγόρης θα γνωρίσει για πρώτη φορά τον Θοδωρή και θα αναπτυχθεί μεταξύ τους μια ιδιαίτερα φιλική σχέση. Ο Θοδωρής, πολιτικός πρόσφυγας που πολέμησε στο πλευρό του δημοκρατικού στρατού, αθώος, ονειροπόλος και παρορμητικός, βρίσκεται στον αντίποδα του λιγομίλητου Γρηγόρη, απεσταλμένου στο Βουκουρέστι από το αδελφό κυπριακό κομμουνιστικό κόμμα. Ο πρώτος είναι εικοσιεπτά χρονών και παντρεμένος, ενώ ο δεύτερος εικοσιπέντε και λαχταρά να πιει τη ζωή μονορούφι. Όταν ο Γρηγόρης επιστρέφει στην Κύπρο το ’60, οι δρόμοι τους χωρίζουν. Ο Γρηγόρης, σε αντίθεση με τον Θοδωρή, θα πει «ναι» στο Κόμμα του και θα δεχτεί να γίνει «ιδιοκτήτης» ενός εργοστάσιου βιτρίνα για τις επιχειρηματικές βλέψεις και δραστηριότητες των Ρουμάνων «συντρόφων» (φανερές και εδώ οι πολιτικές νύξεις), παραγνωρίζοντας συνειδητά ή ασυνείδητα εκείνα που ονειρεύτηκε: σοσιαλιστικά οράματα, αρχές, ιδεολογίες. Αυτή η στάση και πολλές άλλες ιδιωτικές και πολιτικές του επιλογές θα δυναμιτίσουν όχι μόνο τη φιλία των δύο πρωταγωνιστών αλλά και τις σχέσεις τους με τα στενά οικογενειακά τους πρόσωπα. Όταν ο Γρηγόρης επιστρέφει γηραιός πια στο Βουκουρέστι, ο Θοδωρής έχει πεθάνει. Ο ίδιος, πίσω στη χώρα του, έχει αποκτήσει δόξα, χρήμα και εξουσία, αλλά μέσα του νιώθει κενός. Διανυκτερεύει στο Hotel National, πρώην ξενοδοχείο της κομματικής ελίτ, αντιμέτωπος πια με φαντάσματα.
Ο Χριστοδούλου ανατέμνει ζητήματα που αφορούν την “υπό αίρεση” πολιτική ορθότητα μιας γενιάς που προηγήθηκε της δικής του, όχι μόνο για να αμφισβητήσει τους δογματισμούς της ή να αποδώσει εύσημα σε μια ετεροχρονισμένη πολιτική λήθης, αλλά (πρωτίστως) για να αναδείξει την ανάγκη για επούλωση, συμφιλίωση και συγχώρεση.
Όπως και στα αντίστοιχα πεζογραφήματα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, έργα στα οποία το ιστορικό τραύμα αντί να επουλωθεί γίνεται εντέλει βαθύτερο εξαιτίας της αδράνειας που επιφέρει η ήττα και η έλλειψη πίστης σε οτιδήποτε «ηρωικό» ή «επικό»,2 έτσι και εδώ, στο Hotel National, η πολιτική ήττα και η κοινωνική ακύρωση έρχεται να επιτείνει την αγωνία, το υπαρξιακό άγχος, την αποξένωση και το αίσθημα της προσωπικής ενοχής, οδηγώντας όχι μόνο τους πρωταγωνιστές αλλά και όλα σχεδόν τα πρόσωπα που τους περιστοιχίζουν σε μια καθολική και σχεδόν ανερμήνευτη μοναξιά. Μια αίσθηση παραλόγου, ματαίωσης και εσωτερικής αποξένωσης πολύ κοντά στο πνεύμα του υπαρξισμού και της αμφισβήτησης των Γάλλων διανοουμένων εκείνης της εποχής. Ο συγγραφέας Χριστοδούλου φαίνεται να γνώρισε τη δραματική περιδίνηση αυτής της γενιάς, είτε από ιστορικές πηγές και αφηγήσεις τρίτων είτε από πληροφορίες που του παρείχε η ζωή του πατέρα του – άλλωστε, την πορεία αυτής της ζωής παίρνει ως μπούσουλα για τις ανάγκες της μυθοπλασίας του. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και τα προσωπικά του βιώματα, αφού ως έφηβος την δεκαετία του ’803 θα πρέπει να είχε ιδίαν εικόνα και αντίληψη για αυτά που διαδραματίζονταν τότε στον τόπο του και τα οποία σε μεγάλο βαθμό συσχετίζονταν με εκείνα που διαδραματίζονταν ή είχαν διαδραματιστεί στην Ελλάδα τις προηγούμενες δεκαετίες − αν δεν αποτελούσαν κιόλας τη νομοτελειακή τους εξέλιξη. Ως εκ τούτου, το έργο του Hotel National δεν είναι μόνο μια μυθιστορία εποχής αλλά και ένα πόνημα που φέρνει ταυτόχρονα την προσωπική σφραγίδα (στοχασμό, βλέμμα, κρίση, φόρτιση) ενός μάρτυρα-επιγόνου. Και εδώ βρίσκεται το πλέον ενδιαφέρον. Καθότι, τείνει να είναι κοινή διαπίστωση ότι, αν κι έχουν περάσει κοντά εβδομήντα χρόνια από το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου και την αρχή της ίδρυσης του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας και περισσότερα από σαράντα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τον πρώτο μεγάλο επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων στην Ελλάδα, η διανόηση και στις δυο αυτές χώρες, στην πλειοψηφία της (εξαιρέσεις στη λογοτεχνία ήδη αναφέραμε), μόνο τελευταία διεξάγει μια σφαιρική συζήτηση, και μια, πέρα από κομματικές και άλλες προκαταλήψεις, συστηματική καταγραφή.
Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι ο Σταύρος Χριστοδούλου, με το πρώτο του αυτό μυθιστόρημα, ανατέμνει ζητήματα που αφορούν την «υπό αίρεση» πολιτική ορθότητα μιας γενιάς που προηγήθηκε της δικής του, όχι μόνο για να αμφισβητήσει τους δογματισμούς της ή να αποδώσει εύσημα σε μια ετεροχρονισμένη πολιτική λήθης, αλλά (πρωτίστως) για να αναδείξει την ανάγκη για επούλωση, συμφιλίωση και συγχώρεση. Βαδίζοντας πάνω στα χνάρια των έργων Ακυβέρνητες πολιτείες (1961-1965) του Στρατή Τσίρκα, Το κιβώτιο (1975-1976) του Άρη Αλεξάνδρου και Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Άλκης Ζέη (1997), το συγκεκριμένο έργο συνιστά ένα ώριμο και ολοκληρωμένο λογοτεχνικό πόνημα, ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο μύθος και η πλοκή είναι άρτια, οι πληροφορίες ακριβείς, οι περιγραφές ζωντανές. Ευφυώς ψυχογραφημένοι και με προσοχή σκιαγραφημένοι είναι και οι χαρακτήρες, ενώ το κυπριακό ιδίωμα λειτουργεί θετικά, προς όφελος της αληθοφάνειας και χωρίς να διασπάται η ενότητα της αφήγησης. Η γλώσσα στα πλαίσια των κλασικών γνωρισμάτων της πεζογραφίας είναι απλή και ρέουσα, οι αφηγηματικοί τόνοι ήπιοι, με τη θερμοκρασία να ανεβαίνει σταδιακά για να τονίσει σημεία αιχμής και να ενισχύσει αντίστοιχες κορυφώσεις.
* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας.
Σταύρος Χριστοδούλου
Καλέντης 2016
Σελ. 288, τιμή εκδότη €14,00