Ένα μυθιστόρημα για έναν έφηβο που καθρεφτίζει όλες τις ηλικίες, που ταράζει τα νερά της γνωστής γραφής για εφήβους. Tου Δημήτρη Αθηνάκη
Ο φύλακας στη σίκαλη J.D. Salinger Μτφρ. Τζένη Μαστοράκη ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ 1978 ΣΕΛ. 255, ΤΙΜΗ €15,15 |
Ο Χόλντεν Κόλφιντ, στο τέλος της εφηβείας του, λαμβάνει τον ρόλο του αντιήρωα, ενός γνήσιου παρία, με την έννοια της άγουρης ακόμα οντότητας που απορεί για όλα και αμφισβητεί τα πάντα και που θέτει ερωτήματα (αναπάντητα για πολλούς, ανύπαρκτα για άλλους). Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Χόλντεν περνά μέσα από μιαν απαράμιλλη αγνότητα, από μιαν επίδοση σε γλώσσα του δρόμου, από τον ίδιο τον δρόμο όμως (που σήμερα γίνεται καφετέρια, ίντερνετ, ευτυχώς φορές-φορές και διαδήλωση), έτσι όπως μόνον ένας έφηβος (όχι κατ’ ανάγκην Αμερικανός) μπορεί ν’ αποδώσει, με όλες εκείνες τις επαναλήψεις (το «… και τα ρέστα» κυριαρχεί παντού)· ικανά όλ’ αυτά να σε οδηγήσουν σε μιαν απολαυστική εξατομίκευση και οικειοποίηση του κειμένου. Είναι ο αντιήρωας εκείνος που αποδρά από τον κόσμο, που ξέρει ότι σύντομα θα γίνει κομμάτι του. Κι ενώ ο Salinger, παρ’ όλα τα αυτονόητα –για τους «μεγάλους»– διάσπαρτα στο κείμενο, προσπαθεί να χτίσει τον Χόλντεν μέσα στο πλαίσιο μιας μυθιστορηματικής πλοκής που διαρκώς μένει ανολοκλήρωτη, εσύ, ο αναγνώστης όποιας ηλικίας, επανέρχεσαι για να διασώσεις ένα κομμάτι της ζωής που ονειρεύτηκες ή της μνήμης που έχασες στην πορεία.
Επανέρχεσαι, για να διασώσεις ένα κομμάτι της μνήμης που έχασες στην πορεία
Ο δεσμός που δένει τον αναγνώστη με αυτό το βιβλίο είναι μια εσωτερική δικτατορία που σε στοιχειώνει, όχι, βεβαίως, γιατί υποκλίνεσαι στο μέγεθος του συγγραφέα του, αυτό είναι δεδομένο, αλλά πολύ απλά γιατί το κείμενο αυτό ποτέ δεν λέει την τελευταία του λέξη. Ο «Φύλακας στη σίκαλη» είναι εκείνο το αδηφάγο μυθιστόρημα που σε τραβά απ’ το μανίκι και σε ρωτά, παιδί κι αυτό, σε πόση ώρα φτάνουμε. Πού όμως;
Το τέρμα που ο καθένας από εμάς είχε βάλει στόχο να φτάσει παραμένει ακατάληπτο – άγνωστο, θα μπορούσαμε να πούμε. Ο Χόλντεν και η Φοίβη, η αδελφή του, απαλλαγμένοι απ’ οποιαδήποτε έννοια και ιδέα που δεν πατά στο πραγματικό, γυμνοί και καθαροί πια από τα ρούχα κάποιας ενοχής, ταξιδεύουν μέσα στη συνείδηση των μεγάλων. Με λόγο απλό και μετρημένο: ο «Φύλακας στη σίκαλη» είναι ο αέρας που πνέει και μας κάνει να ονειρευόμαστε σε μιαν –αθώα ή μη– εφηβεία, μας ζωντανεύει μνήμες αργότερα, αλλά και μας ωθεί –βεβιασμένα είναι η αλήθεια– σε μια χοάνη που κρύβει μέσα της όλους τους προορισμούς που πετύχαμε ή εξακολουθούμε να ονειρευόμαστε, ως εφιαλτικά και συνάμα μαγευτικά απωθημένα.
Ο Salinger ήξερε ότι ο Χόλντεν δεν είναι ούτε το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» ούτε ο εν πολλοίς αδιάφορος «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ».
Ο Salinger ήξερε ότι ο Χόλντεν δεν είναι ούτε το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» ούτε ο εν πολλοίς αδιάφορος «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ». Είναι ακριβώς το αντίθετο: ένα ενηλικιωμένο παραμύθι χτισμένο με μιαν αλήθεια που ένας έφηβος αποζητά να δοκιμάσει, όχι για να δικαιολογήσει τη στάση του, αλλά για να νιώσει ακόμη μια φορά ότι ο κόσμος είναι η φθορά της εφηβείας. Ό,τι υπάρχει όπως το ξέρουμε σήμερα, στο κάθε σήμερα, είναι απόρροια μιας απώλειας: της εφηβείας, που δεν ασχολείται μόνο με τα σπυράκια και τις όψιμες εισαγωγές σε κάποιο πανεπιστήμιο (που είναι τόσο σημαντικά κι αυτά, τόσο ψυχοφθόρα και διαμορφωτικά), αλλά με τον φόβο (και τη σιγουριά) ότι θα γίνει μέλος της ζωής που αντιτάσσεται με νύχια και με δόντια.
Αυτά μπορεί να μοιάζουν σαν ένας πρωθύστερος συμβιβασμός. Ο Χόλντεν γνωρίζει τι τον περιμένει, ξέρει καλά πού θα χαθεί και πού θα τρέξει να κρυφτεί. Ωστόσο, αν δούμε λίγο πέρα απ’ όλα αυτά, η συνθηκολόγηση με την ιδέα του ερχόμενου δίνει τη σπιρουνιά που χρειαζόμαστε όλοι για ν’ αμυνθούμε αρχικά και να επιτεθούμε, με μιαν ακατάληπτη ηρεμία, αργότερα: «Γνώρισμα του ανώριμου ανθρώπου είναι πως θέλει να πεθάνει ευγενικά για μια υπόθεση. Γνώρισμα του ώριμου ανθρώπου είναι πως θέλει να ζήσει ταπεινά γι’ αυτήν» (σ. 226).
Τέλος, ο Salinger κατάφερε να συμβάλει καθοριστικά σ’ ένα ζήτημα που τίθεται συχνά. Είναι άραγε ανάγκη ένας έφηβος να διαβάζει τα γνωστά εφηβικά βιβλία ή μπορεί τελικά να βρει τον αναγνωστικό του δρόμο (και) αλλού; Η απάντηση δίνεται ολοκάθαρη μετά το πέρας της ανάγνωσης.
Και κάτι ακόμη: σήμερα, μπορούμε ακόμα να ξεκοκαλίζουμε το βιβλίο, γιατί η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη μάς το χάρισε με όλη την αγάπη, τη γνώση και την ικανότητα που ένας μεταφραστής μπορεί να διαθέσει στη δουλειά του. Ήδη απ’ το 1978 που πρωτοεκδόθηκε.
Δημήτρης Αθηνάκης