Για το βιβλίο «Σαν άνεμος - Λόρδος Μπάιρον», της Μαρίας Σκιαδαρέση που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Του Γιάννη Σ. Παπαδάτου
Η Μαρία Σκιαδαρέση, ιστορικός και δόκιμη πεζογράφος, στη σειρά «Προσωπογραφίες» έχει προσφέρει βιβλία με ιστορικές προσωπικότητες όπως του Κανάρη, του Ρήγα, του Υψηλάντη με αποδέκτες πρωτίστως τα μεγάλα παιδιά αλλά και τους ενήλικες. Η συγκεκριμένη σειρά μαζί με το πρόσφατο βιβλίο για τον Μπάιρον, στο οποίο και θα αναφερθώ, έχει ως στόχο να γνωρίσει στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες, με μυθιστορηματικό τρόπο, πρόσωπα που συνέβαλαν στην αναγέννηση της Ελλάδας και την ένταξή της στον σύγχρονο κόσμο. Δεν πρόκειται για ολοκληρωμένες βιογραφίες, γιατί εστιάζουν στον χαρακτήρα των προσώπων με αφορμή ένα βασικό πεδίο δράσης τους. Το περιεχόμενό τους εναρμονίζεται εν πολλοίς και με την ηλικία του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνονται.
Τα βιβλία κυκλοφορούν στη σειρά «Προσωπογραφίες» των εκδόσεων Πατάκη σε συνεργασία με την πεζογράφο και ιστορικό Μαρία Σκιαδαρέση. | ||
Λόρδος Μπάιρον, ο Μεγάλος Φιλέλληνας
Ο λόρδος Μπάιρον (1788-1824), George Gordon Byron, 6th Baron Byron το πλήρες όνομά του, ποιητής και για ένα φεγγάρι πολιτικός, η σημαντικότερη φωνή του ρομαντισμού στη Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα, είναι η πλέον γνωστή και εμβληματική μορφή του φιλελληνικού ρεύματος κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Στην Ελλάδα είναι γνωστός περισσότερο για τη φιλελληνική του δράση παρά για την προσφορά του στην ποίηση. Παρόλ’ αυτά, σημειώνω ότι στο μακροσκελές ποίημά του «Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» (Childe Harold's Pilgrimage) πρωταγωνιστεί ως άλλος Οδυσσέας που περιπλανήθηκε σε διάφορους τόπους, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα, συγκρίνοντας την αρχαία εποχή με την κατάντια της σκλαβωμένης χώρας. Μάλιστα, στο εν λόγω ποίημα, ανάμεσα στ’ άλλα μιλάει πικρά για Βρετανούς που ξεγυμνώνουν τους αρχαίους ναούς και τα άλλα μνημεία ενώ θα έπρεπε να τα προστατεύουν, υπονοώντας, βέβαια, τον αλήστου μνήμης λόρδο Έλγκιν. Και, βέβαια, δεν θα του χαριστεί στο ποίημά του «Η κατάρα της Αθηνάς» (The Curse of Minerva), που τον αποκαλεί «καταραμένο» ταυτίζοντάς τον με τον Ηρόστρατο. Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης υπογραμμίζει σε μια συνέντευξή του στην Book Press ότι «εκτός από δυνατός γραφιάς ήταν και ένας γνήσιος φιλέλληνας, ένας οραματιστής με σημαντικές ιδέες για την παιδεία, πολύ αγαπητικός για αυτό που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως ελληνικό πολιτισμό – με την γνήσια έννοια του όρου, όχι ως αρχαιοπληξία».
Το σπίτι που έμεινε ο Μπάιρον στα Μεταξάτα Κεφαλονιάς, από γκραβούρα της εποχής (Αρχείο Τάκη Τόκκα). |
Το βιβλίο της Σκιαδαρέση διαρθρώνεται ως εξής: αρχικά, σε δύο μέρη με μυθιστορηματική δομή, παρουσιάζεται η ζωή του Μπάιρον με εστίαση στην παραμονή του στην Ελλάδα κυρίως στο Μεσολόγγι αλλά και στην Αγγλία. Ενδιάμεσα, δίνονται διάφορες πληροφορίες ιστορικού και κοινωνικού περιεχομένου, στη συνέχεια αναφέρεται συνοπτικά ένα βιογραφικό σημείωμα και στο τέλος του βιβλίου, παρατίθεται η βιβλιογραφία. Το πρώτο μέρος, έχει τίτλο «6 Ιανουαρίου 1824». Πρόκειται για την ημέρα που ο λόρδος αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι από την Κεφαλονιά όπου είχε μείνει, από τον Αύγουστο του 1823 και για πέντε μήνες, στο χωριό Μεταξάτα. Ο αφηγητής αναφέρεται στο θαλάσσιο ταξίδι του Μπάιρον, από την Κεφαλονιά ως το Μεσολόγγι και στις δυσκολίες που πέρασε λόγω του άσχημου καιρού αλλά και των τουρκικών πλοίων που έπλεαν στην περιοχή. Αναδρομικά αναφέρεται και στο ταξίδι από το Λιβόρνο ως την Κεφαλονιά. Το δεύτερο μέρος με τίτλο «19-20 Απριλίου 1824», με αφορμή τις ημέρες του θανάτου και της κηδείας του, εστιάζει στην πολύμορφη δράση του στο Μεσολόγγι και με αναδρομικές περιδιαβάσεις σε στιγμιότυπα της ζωής του στην Αγγλία.
Το ενδιαφέρον για το μυθιστορηματικό τμήμα του βιβλίου, αποτελεί το γεγονός ότι η συγγραφέας παραθέτει τα ιστορικά συμβάντα με τη φωνή του Ουίλλιαμ Φλέτσερ, υπηρέτη του λόρδου. Ο Φλέτσερ, γεννηθείς το 1770, υπηρέτησε τη οικογένεια Μπάιρον από το 1804. Συνόδευσε τον Μπάιρον στο δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα κι ήταν εκείνος που μετέφερε τη σωρό του λόρδου στην Αγγλία. Η Σκιαδαρέση με το συγκεκριμένο αφηγηματολογικό εύρημα, ταυτίζεται έμμεσα με τον Μπάιρον, γεγονός που προσδίδεται στην αφήγηση αληθοφάνεια. Έτσι ο αναγνώστης όλων των ηλικιών μαγνητίζεται, από τις αναφορές για τον χαρακτήρα του λόρδου και από τον πλούτο των πληροφοριών που παρατίθενται και οι οποίες δεν αναλώνονται σε ανούσιες λεπτομέρειες. Αντίθετα, τα αναγραφόμενα στοιχεία ολοκληρώνουν το πρόσωπο άμεσα και στην καθημερινότητά του, από κάποιον, κοντινό του, που τον ήξερε καλά, σε συνδυασμό με τη μέγιστη προσφορά του στον αγώνα.
Ο αναγνώστης όλων των ηλικιών μαγνητίζεται, από τις αναφορές για τον χαρακτήρα του λόρδου και από τον πλούτο των πληροφοριών που παρατίθενται και οι οποίες δεν αναλώνονται σε ανούσιες λεπτομέρειες […] Η συγγραφέας με ευφυή τρόπο, «ανάθεσε» την αφήγηση των γεγονότων σε ένα πρόσωπο που αγαπούσε υπέρμετρα τον Μπάιρον…
Ο Μπάιρον επισκέφτηκε δύο φορές την Ελλάδα. Την πρώτη φορά, κατά την τριετία 1809-1811, όπου ταξίδεψε και σε άλλες χώρες, ως ρομαντικός ποιητής περισσότερο. Τη δεύτερη φορά, κατά τη διετία 1823-1824, ήρθε αποκλειστικά στην Ελλάδα, στρατευμένος στην υπόθεση της ελευθερίας. Η συγγραφέας από την πληθώρα των βιβλίων που υπάρχουν για τον Μπάιρον, επέλεξε εκείνα τα σημαντικά στοιχεία που περιγράφουν σε βάθος την ψυχοσύνθεσή του. Δεν ήταν εύκολο το εγχείρημα. Να τιθασεύσει, δηλαδή, ένα τεράστιο υλικό και να το «εγκλωβίσει», συνάμα δίνοντάς του, με δύναμη συναισθημάτων μια γλαφυρή αφηγηματική ώθηση και πρωτοτυπία, σε λίγες σχετικά σελίδες δίχως να αδικήσει το πρόσωπο. Άλλωστε, η συγγραφέας με ευφυή τρόπο, «ανάθεσε» την αφήγηση των γεγονότων, όπως προαναφέρθηκε, σε ένα πρόσωπο που αγαπούσε υπέρμετρα τον Μπάιρον και το οποίο αναφέρεται μεν σε αρνητικές πλευρές του χαρακτήρα του, υπονοώντας και ορισμένες πράξεις που κατηγορήθηκε γι’ αυτές στην Αγγλία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να τις τονίσει περισσότερο. Έτσι η συγγραφέας, αφού το βιβλίο απευθύνεται κυρίως σε παιδιά, «απέφυγε» και στοιχεία που συνδέονται και με την έκλυτη ζωή του ποιητή, στην πατρίδα του, που τον ακολουθούσαν.
Και στα δύο μέρη γίνεται η γνωριμία με πρόσωπα τα οποία τον περιστοίχιζαν που άλλα από αυτά καταχράστηκαν την καλοσύνη του και άλλα, όπως ο κόμης Γκάμπα, του συμπαραστάθηκαν μέχρι το τέλος. Ο αφηγητής πολύ συχνά περιγράφει τον «κύριό» του, όπως τον αποκαλεί, με λέξεις τρυφερές και φράσεις που εκφράζουν υπέρμετρο θαυμασμό: «Στη χαρά του τα μάτια του παίρνουν το χρώμα φωτεινού ουρανού…» (σελ. 9). Ο Μπάιρον ήταν μια προσωπικότητα ευρωπαϊκού βεληνεκούς, επομένως η επιρροή του συνέπαιρνε τα πλήθη πόσο μάλλον τους ανθρώπους που ήταν κοντά του. Η επιτυχία όμως της συγγραφέως έγκειται στο γεγονός ότι η χαρακτηρολόγηση της προσφοράς του προσώπου είναι αντικειμενική. Δεν παραλείπονται κάθε φορά και οι παρορμητικές συμπεριφορές του λόρδου, γνωστό και σύμφυτο στοιχείο με τον χαρακτήρα του:
«Ναι, ήταν παρορμητικός συχνά ως τα άκρα, έχανε εύκολα τον έλεγχο και τότε επιτίθετο, μα πάντα λεκτικά, κι όπως η γλώσσα του έκοβε σαν ξυράφι, σίγουρα ανταπέδιδε στο έπακρο την όποια πρόκληση σε αντιπαράθεση» (σελ. 52).
Στο κείμενο σημειώνονται η εμπλοκή του με επαναστατικά κινήματα στην Ιταλία, η ανταλλαγή επιστολών που είχε με προσωπικότητες του αγώνα ιδίως με τον Μπότσαρη στην Κεφαλονιά, οι ιδέες του για την αυτοδιάθεση των λαών, οι προσπάθειες που έκανε προκειμένου να συγκεντρώσει κεφάλαια από την Αγγλία για τον αγώνα, η φιλία του με τον Μαυροκορδάτο και η εμπιστοσύνη που του είχε αλλά πάντα με κριτική ματιά, οι διατροφικές του συνήθειες, η γενναιοδωρία του, η επιμονή του και οι προσπάθειες που έκανε για συμφιλίωση των στρατιωτικών με τους πολιτικούς, η προτροπή του προς αυτούς για την επιβολή κανόνων αν θέλουν να δημιουργήσουν μια χώρα σύγχρονη, αλλά και η οργή του απέναντι σε εκείνους που δεν τον υπολόγιζαν και τον πρόδωσαν και στην Αγγλία αλλά και στην Ελλάδα. Επίσης τονίζεται η υπομονή του απέναντι στις κακουχίες και η αψήφιση του κινδύνου από την εύθραυστη υγεία του. Πολλές φορές σε παρατηρήσεις του Φλέτσερ, σχετικά με τη υγεία του υπενθύμιζε ότι ήρθε για να πολεμήσει και όχι για να κάνει ταξίδι αναψυχής.
Σκιαγράφησε με ρέοντα λόγο, ανάγλυφη ματιά και γλαφυρότητα, ενίοτε με ποιητική διάθεση, μια ρομαντική και συνάμα, ανάλογα με τις περιστάσεις επιτελική και οξυδερκή προσωπικότητα, δίνοντας πρωτίστως στα παιδιά τη δυνατότητα να την πλησιάσουν, να την κατανοήσουν, αλλά και να την αγαπήσουν.
Επιπλέον, υπογραμμίζονται στην αφήγηση και οι αγώνες που έδωσε ως πολιτικός στο αγγλικό Κοινοβούλιο υπέρ των εργατών και γενικά των κατατρεγμένων, ένα γεγονός που ποτέ δεν του το συγχώρησε η τάξη του. Σε καίρια σημεία της ακολουθίας της πλοκής τονίζεται και η βαθιά πίστη του λόρδου για το μέλλον της Ελλάδας. Επιθυμούσε η Ελλάδα να γίνει το παράδειγμα για ολόκληρο τον κόσμο για να έρθει « …το τέλος όλων των σάπιων καθεστώτων που βασανίζουν τους ανθρώπους λογίζοντάς τους σκλάβους» (σελ. 85). Πρόκειται για μια θέση που εγκλείει στον μέγιστο βαθμό το ρομαντικό του πνεύμα. Να σημειώσω δε ότι ο αφηγητής ως αιτία του θανάτου του λόρδου δεν στέκει μόνο στην αρρώστια του από τις κακουχίες από τον άσχημο καιρό εκείνων των ημερών, αλλά υπογραμμίζει ότι η κατάστασή του επιδεινώθηκε και από την αχαριστία μέρους των Σουλιωτών που τους είχε υπό την επίβλεψή του και συνέχεια διαμαρτύρονταν παρόλο που τους πλήρωνε.
Η επωδός συγκεντρώνει την προσωπικότητα του Μπάιρον δια στόματος του αφηγητή υπηρέτη του:
«Ο λόρδος έζησε […] ζωή γεμάτη, με λάθη σίγουρα και ολισθήματα […], μα και ζωή υπέροχη, ζωή ονείρων, ζωή ιδανικών, ζωή ελπίδων και δημιουργίας […] πέρασε σαν άνεμος αφήνοντας λάμψη άσβηστη στις μίζερες ζωές μας» (σελ. 88).
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί και στα σχολεία των δύο πρώτων βαθμίδων για αναγνωστική απόλαυση, διεύρυνση της γνώσης, αλλά και για φιλαναγνωστικές δράσεις. Για παράδειγμα, η συνοπτική βιογραφία και μέρος της παρατιθέμενης βιβλιογραφίας του τέλους του βιβλίου, ιδιαίτερα οι πρόσθετες πληροφορίες που δίνονται στο τέλος των δύο κεφαλαίων της κύριας αφήγησης και με τη συνδρομή των εκπαιδευτικών ή των γονιών, είναι δυνατόν να ενεργοποιήσουν τα παιδιά και για έρευνα στο διαδίκτυο αλλά και για την ανάγνωση άλλων βιβλίων σχετικών με πρόσωπα και γεγονότα των χρόνων της επανάστασης. Άλλωστε, αυτός είναι και ο κυριότερος στόχος ενός βιβλίου που έχει και χαρακτηριστικά λογοτεχνικού βιβλίου γνώσεων. Σε αυτό συνηγορεί και η ασπρόμαυρη εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου, θα την έλεγα εικονιστική μεταγραφή, γνωστών πορτρέτων του λόρδου, από διάφορα στάδια της ηλικίας του και με διαφορετικές ενδυμασίες, που είναι απόλυτα εναρμονισμένη με το θέμα και το ύφος του κειμένου.
Η Μαρία Σκιαδαρέση γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε με την προϊστορική αρχαιολογία και αργότερα με τη νεότερη ιστορία. Επί χρόνια εργάστηκε σε αρχαιολογική ανασκαφή στην Κρήτη και παράλληλα δίδαξε ιστορία σε γαλλικό λύκειο. Κείμενά της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. |
Καταληκτικά
Η Σκιαδαρέση δεν αποσιώπησε κάτι ουσιαστικό από τον θυελλώδη βίο μιας αμφιλεγόμενης στην πατρίδα του προσωπικότητας. Έμεινε πιστή στα γεγονότα, αλλά, νομίζω και οι όποιες προσωπικές της κρίσεις είναι ενταγμένες στις κρίσεις του Φλέτσερ που ακόμη και τις φαινομενικά υπέρμετρες μπορεί να τις «δικαιολογήσει» το πνευματικό, συναισθηματικό, κοινωνικό και αγωνιστικό εκτόπισμα του λόρδου. Φώτισε, διά στόματος του υπηρέτη, περισσότερο τον χαρακτήρα του σε σχέση με τη θετική του δράση υπέρ της ελευθερίας, υπονοώντας και κάποιες αρνητικές πλευρές του, που τις άφησε στην πατρίδα του, για να δοθεί ολόψυχα στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Ελλάδας. Πρόσφερε ένα μυθοπλαστικό κείμενο με συναισθηματικό ρεαλισμό, με περισσή γνώση, αντιμετωπίζοντας τον Μπάιρον, συγχρονικά, ως καθημερινό άνθρωπο με αδυναμίες αλλά και με αγωνιστική δύναμη και στην πατρίδα του και ιδίως στην Ελλάδα, σε μια ταραγμένη εποχή προσωπογραφώντας έναν πολυσχιδή, γενναιόδωρο και γοητευτικό άνθρωπο, που αγάπησε την Ελλάδα με όλη τη δύναμη της ψυχής του και που συνέβαλε στη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους. Σκιαγράφησε με ρέοντα λόγο, ανάγλυφη ματιά και γλαφυρότητα, ενίοτε με ποιητική διάθεση, μια ρομαντική και συνάμα, ανάλογα με τις περιστάσεις, επιτελική και οξυδερκή προσωπικότητα, δίνοντας πρωτίστως στα παιδιά τη δυνατότητα να την πλησιάσουν, να την κατανοήσουν, αλλά και να την αγαπήσουν.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ είναι αναπλ. καθηγητής Παν/μίου Αιγαίου, κριτικός βιβλίου για νέους. Τελευταίο του βιβλίο (επιμέλεια): «Η λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους χωρίς ευτυχισμένο τέλος» (ερμηνευτικές προσεγγίσεις), Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2018.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«… Τι όμορφος που ήταν εκείνη την ημέρα και πόσο έλαμπαν τα μάτια του από την προσμονή του ταξιδιού και πιο πολύ της ώρας που θα αντίκριζε τα αγαπημένα του ακρογιάλια στην Ελλάδα. Θυμάμαι ακόμα τι φορούσε, εγώ εξάλλου είχα ετοιμάσει τα ρούχα που επέλεξε να φορέσει εκείνη την ημέρα, όπως έκανα πάντα. Ήξερε να ντυθεί ανάλογα με την περίσταση, και την ημέρα εκείνη είχε φορέσει ρούχα άνετα, κατάλληλα για το ταξίδι. Τον έβλεπα απάνω στο κατάστρωμα να ατενίζει τις ακτές απέναντι με νοσταλγία ήδη και περισυλλογή και τον καμάρωνα. Ήταν ωραίος, πολύ ωραίος, μ’ αυτό το ευρύ του μέτωπο, λευκό σαν αλαβάστρινο! Και το αδιόρατο μουστάκι που είχε αφήσει τον τελευταίο καιρό προσέθετε ανδροπρέπεια στο πρόσωπο που έμοιαζε πάντα εφηβικό. Τα μάτια του σαν αμύγδαλα και πάντα υγρά σαν από κλάμα, είχαν το χρώμα το βαθύ της θάλασσας, τόσο που εκείνη τη στιγμή να μοιάζει ένα κομμάτι του νερού. Φορούσε το μεταξωτό χιτώνιο με τα πολύχρωμα κεντήματα κι έβγαινε από μέσα ολόλευκο το πουκάμισο σχεδόν ολόκληρο ξεκούμπωτο μπροστά –έκανε ζέστη αρκετή εκείνη την ημέρα– και από πάνω η λινή ζακέτα άφηνε ακάλυπτο τον άσπρο του λαιμό… » (σελ. 20 ).
Βιβλιογραφία
- Γιάννης Ψυχοπαίδης, «Ο Βύρων στην Κεφαλονιά», συνέντευξη στην Ελ. Γαλάνη, ηλεκτρ. Περ. Book Press, 14-10-2914,
- Λόρδου Βύρωνα, Τσάιλντ Χάρολντ-Ποιητικό έργο, μετ. Μ. Ι. Κεσίση, Αθήνα: Σπανός, 1977.
- Μπάυρον Λόρδος Τζωρτζ- Lord George Byron, Η κατάρα της Αθηνάς, μετ. Π. Καραγιώργος, ιδ. έκδ., 1972.