Ο δημόσιος λόγος περί trafficking χρησιμοποιείται από την κρατική εξουσία
Της Λιόπης Αμπατζή
Μια υπόθεση του κόσμου της «νύχτας», μια ιστορία με θύματα και εγκληματίες, ένα ρεπορτάζ του αστυνομικού δελτίου.
Έτσι συνήθως αντιλαμβανόμαστετο trafficking, όπως έχει καθιερωθεί να αποκαλούμε την εμπορία και τη διακίνηση γυναικών με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Είναι όμως (μόνον) αυτό; Ή μήπως πίσω από τη φαινομενική ουδετερότητα του όρου και τον (κυρίαρχο) δημόσιο λόγο που εκφέρεται περί αυτού εγγράφονται σύνθετα νοήματα, πρακτικές και σχέσεις εξουσίας που δεν αφορούν το «περιθώριο» της κοινωνίας, αλλά την ίδια της τη συγκρότηση και αυτοκατανόηση;
Στην πρωτοποριακή της ανάλυση για τη σχέση του trafficking με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η Jacqueline Berman («(Un)Popular Strangers and Crises (Un)Bounded», Journal of International Relations, τόμ. 9, τεύχ. 1, 2003) δείχνει πώς οι λόγοι για το trafficking επιτρέπουν στο κράτος να σταθεροποιήσει τον έλεγχο στην πολιτική κοινότητα μέσα από τη μεταναστευτική νομοθεσία. Αυτοί οι λόγοι, προτείνει η Berman, πρέπει να γίνονται αντιληπτοί ως πράξεις «κρατικής συγκρότησης» που «προσπαθούν να παλινορθώσουν σύνορα και αναγκαιότητες ύπαρξης του κράτους, σε μια ιστορική στιγμή όπου το νόημα του κράτους βρίσκεται σε κατάσταση ρευστότητας και σοβαρής αναθεώρησης».
Οι διακινούμενες Ανατολικοευρωπαίες γυναίκες, λόγω της ξενικότητας από τη μια και της μη αναγνωσιμότητας αυτής της ξενικότητας από την άλλη, αποτελούν ταυτόχρονα εξωτερικές (ως παράνομες μετανάστριες) κι εσωτερικές (ως λευκές γυναίκες) απειλές για τη συνοχή της πολιτικής κοινότητας. Ως παράνομες μετανάστριες, έχουν παραβιάσει σύνορα εθνικής κυριαρχίας· ως λευκές, γυναίκες και πόρνες, παραβιάζουν την ευρωπαϊκή ηθική τάξη στην οποία η γυναικεία σεξουαλικότητα παίζει καθοριστικό ρόλο και πηγάζει από την ιστορική τοποθέτηση των γυναικών ως μυθικών συμβόλων του έθνους (η μητέρα πατρίδα). Οι θηλυκές φιγούρες έχουν παραδοσιακά εξυπηρετήσει την εγκαθίδρυση και την οργάνωση κεντρικών όψεων της δυτικής εθνικής, εθνοτικής και πολιτισμικής ταυτότητας.
Πράγματι, όπως υποστηρίζει η Ann Laura Stoler, οι γυναίκες υπήρξαν «σημαντικές για την αστική κοινωνία όχι ως συμμετοχικοί πολίτες στη δημόσια σφαίρα, αλλά ως εκείνες που διασφαλίζουν ότι ο γάμος, η σεξουαλική ηθική και η οικογένεια παρέχουν τους φυσικούς πόρους για την αστική ζωή» («Race and the education of desire», σελ. 131-132). Έτσι, ως πόροι για τη συγκρότηση του «έθνους», οι γυναίκες επιφορτίστηκαν τη διασφάλιση της ιερότητας της οικογένειας, ώστε οι άνδρες να μπορούν να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή ως πολίτες. Ειδικά, στους εθνικιστικούς λόγους, οι γυναίκες χρησιμεύουν ως «συνοριακές φιγούρες» που οριοθετούν τον χώρο ανάμεσα στον οίκο και στον δήμο (πολιτική κοινότητα), στην οικογένεια και στο έθνος. Οι Ευρωπαίες γυναίκες, ειδικότερα, συγκροτήθηκαν ως οι «φρουροί» της ευρωπαϊκής πολιτιστικής ευγένειας, «ηθικοί διαχειριστές», ταγμένες να προστατεύουν τα παιδιά και τους άνδρες στον οίκο, και άρα να προστατεύουν την πολιτική κοινότητα και το έθνος. Ιστορικά, ο φόβος για τις «ανυπόταχτες επιθυμίες των ίδιων των γυναικών» οδήγησε στη νομοθέτηση ενάντια στους φυλετικά μεικτούς γάμους, καθώς και στην ενστάλαξη μιας κοινωνικής κανονικότητας, προσαρμοσμένης στην αστική ευαισθησία, προκειμένου να προφυλάξει την «απείθαρχη [γυναικεία] σεξουαλικότητα», που απειλεί το κοινωνικό σώμα» (Stoler). Όποτε, λοιπόν, οι γυναίκες παραβιάζουν τα σύνορα που ιστορικά κλήθηκαν να φυλάσσουν, η αγωνία για τα σύνορα γίνεται ολοένα και πιο οξεία.
Η συμβολική θέση των γυναικών ως φρουρών του έθνους και προστάτιδων της ηθικής μετατρέπει το γυναικείο σώμα –ειδικά σε στιγμές εθνικής κρίσης και πολιτικής αβεβαιότητας– σε πεδίο αυξανόμενης επιτήρησης, μέσα από την οποία η «ιερότητα» της κοινότητας διαφυλάσσεται και η (κρατική) εξουσία επανεγκαθιδρύεται. Από τον 19o αιώνα, η γυναικεία σεξουαλικότητα έχει εξυπηρετήσει την πειθάρχηση ευρύτερων ομάδων πληθυσμού. Η διά του Λόγου διαχείριση των σεξουαλικών πρακτικών των πολιτών έχει ουσιαστικά βοηθήσει τον καθορισμό του ανήκειν στην πολιτική κοινότητα. Η συμμετοχή και αναπαραγωγή (καθ-)ορισμένων αστικών ηθικών πρακτικών έχει θεωρηθεί δομούσα της πλήρους έννοιας του «ευρωπαϊκού».
Η συμβολική θέση των γυναικών σε σχέση με την κοινότητα, σε συνδυασμό με την ιστορικότητα των σημασιών της γυναικείας σεξουαλικότητας, σημαίνει ότι οι γυναίκες καλούνται να παίξουν έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο σε σχέση με το έθνος. Αυτές που απέχουν από τους παραδοσιακούς τους ρόλους παύουν να θεωρούνται «καλές μητέρες και αληθινές Ευρωπαίες» – διότι, αν ήταν Ευρωπαίες, δεν θα είχαν τέτοια συμπεριφορά. Παρά το γεγονός ότι αποτελούν «θύματα απαγωγής», οι διακινούμενες γυναίκες, καθώς και εκείνες που μεταναστεύουν για σεξουαλική εργασία, θεωρούνται αναμφίβολα ότι διαπράττουν έγκλημα «ηθικού εκφυλισμού». Το σεξ που δεν εμπίπτει στην ετεροκανονική τάξη πραγμάτων (δηλαδή ετεροφυλόφιλο, εντός γάμου, αναπαραγωγικό) αποτελεί εθνικό κίνδυνο, και άρα η διαχείριση της σεξουαλικότητας πριμοδοτείται στο όνομα της υγείας του έθνους» (Stoler).
Όσο πληθαίνουν οι κρατικοί λόγοι γύρω από το trafficking γυναικών, τόσο οι διακινούμενες γυναίκες και οι πόρνες κρίνονται ότι δεν έχουν τον αυτοέλεγχο (δηλαδή κανονική σεξουαλικότητα) που χρειάζεται για να είναι «αληθινές» Ευρωπαίες. Η ταύτιση των γυναικών με μιαν επικίνδυνη απείθαρχη σεξουαλικότητα γίνεται μέσον αποτίμησης για το ποιοι/ες νομιμοποιούνται να διεκδικούν δικαιώματα στην περιουσία, την ιδιότητα του πολίτη και τη δημόσια προστασία, και ποιοι/ες όχι.
*Η Λ. Αμπατζή είναι δρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και συγγραφέας των βιβλίων «Προσεγγίζοντας το φαινόμενο του trafficking» (εκδόσεις Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών) και «Ποτό για παρέα. Σεξουαλική διασκέδαση στη σύγχρονη