Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Αντώνη Ε. Χαριστού «Αγία οικογένεια», που θα κυκλοφορήσει στις 10 Μαΐου από τις εκδόσεις Γράφημα.
Επιμέλεια: Book Press
Βαπτίζεται ο δούλος τού Θεού
Ο φθινοπωρινός αέρας εισήλθε βιαίως στο ακατάστατο τοπίο της Στοκχόλμης. Η φύση που περιέκλειε, σπιθαμή προς σπιθαμή, την αστική αρχιτεκτονική, πλημμύρισε από υδάτινους καταρράκτες, που έλουζαν την πρωτεύουσα της Σουηδίας από τη μία άκρη ως την άλλη. Πλήθος γιγαντόσωμων σταγόνων δροσιστικής ανάσας καρφώνονταν με μανία στις στέγες των σπιτιών. Από τον κρότο της μουσικής, που πλατείαζε στους ήχους της πρόσκρουσης, μια μελωδία απαντητικής μελαγχολίας υψωνόταν στους έρημους δρόμους και τις νεκρές σιωπές τού σούρουπου. Στην οδό Karlavagen 48, στον έκτο όροφο, οι δείκτες τού ρολογιού χοροπηδούσαν ασύστολα ήδη από τα μεσάνυχτα, έως τη στιγμή κατά την οποία το φως της ημέρας, βαριεστημένα, πηγμένο στα φουσκωτά σύννεφα, που πλησίαζαν απειλητικά μέσα στο γκριζωπό τού χρώνατος, έκανε δειλά δειλά την εμφάνισή του. Διαπέρασε νωχελικά την, επενδυμένη με διάφανο γυαλί, πρόσοψη και, καθώς φανερώθηκε αστραπιαία σε κάθε γωνιά της οικίας, απέμεινε να καθρεφτίζεται στα κοιμώμενα πρόσωπα των ανθρώπων που, σε στάση πειθαρχημένης οριζόντιας θέσης, βίωναν τις τελευταίες στιγμές τού στιγμιαίου θανάτου. Οι αχτίδες το φωτός περιέπαιζαν στα βλέφαρα του ανδρός. Σύντομα, σπασμωδικές κινήσεις αυτών διοχετεύτηκαν πληθωρικά σε κάθε πτυχή των ματιών. Οι κόρες αυτών έκαναν δυο βιαστικές ενέργειες πέρα δώθε, πότε δεξιά και πότε αριστερά και πότε στην αντίθετη κατεύθυνση, ώσπου άνοιξαν διάπλατα. Ανοιγόκλεισαν για κάμποσα δευτερόλεπτα του χρόνου έως ότου οι παλάμες των χεριών προσγειωθούν απότομα στο σώμα τους και τις απομαγεύσουν από τη βραδινή κατάκλιση.
Ο Alfred Johansson εναπέθεσε το βλέμμα στην οροφή τού δωματίου. Διακοσμημένο με γύψινες ανάγλυφες εσοχές και περιγραφές μεσαιωνικών κατάλοιπων, διαμόρφωναν μία σκέπη ιστορικής αναλογίας και έξαψης. Εξάλλου, η γειτονιά, στην οποία κείτονταν η πολυώροφη κατοικία τού ζεύγους Johansson, σηματοδοτούνταν απ’ αυτού του είδους τη μνήμη, με τα μουσεία, τις εκκλησίες, τα διατηρητέα κτήρια, πολιτικής και οικονομικής σημασίας τού παρελθόντος, καθώς και τα νεωτερικά κτίσματα πολλαπλών χρήσεων. Η εξωτερική όψη της πολυκατοικίας αντέγραφε την κομψότητα και τις λεπτομέρειες στο εσωτερικό αυτής.
Ένας φευγαλέος αναστεναγμός διέκοψε την πρωινή βόλτα των οφθαλμών τού Alfred Johansson στο περίκλειστο μαυσωλείο της κρεβατοκάμαρας. Δίπλα του, σε βαθύ όνειρο, η σύζυγός του Brigit. Τα χείλη της κλειστά, με ροζιασμένα τα ματωμένα χρώματά τους. Ανάσαινε ήρεμα. Τα βλέφαρά της παρέμεναν σε στάση προσοχής, δίχως να μετακινούνται. Κανένα υπαρκτό σημάδι πως το όνειρο βιωνόταν ολοζώντανο ως πραγματικότητα. Τα σγουρά της μαλλιά, βουτηγμένα στο μαύρο χρώμα, διατηρούσαν τη φόρμα της βραδινής επιμέλειας. Το δεξί της χέρι παρέπεσε στο προσκέφαλό της, ενώ το αριστερό βυθιζόταν κάτω από τα παπλώματα. Ο Alfred Johansson την περιεργάστηκε επί ώρα. Στο τέλος, έστρεψε τις οπές της όσφρησής του στο άρωμα, που εξέπεμπε το δέρμα τού προσώπου της. Ένα άρωμα εκκλησιαστικής κατάνυξης. Ούσα διευθύντρια του κεντρικού δημόσιου ορφανοτροφείου και υψηλόβαθμο στέλεχος της Ένωσης Καθολικών Γυναικών (Ε.Κ.Θ.), αξιοποιούσε την επιρροή της στα θρησκευτικά κέντρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημερήσιας επαγγελματικής ενασχόλησης. Η όσφρηση του ανδρός διογκωνόταν, καθώς πλησίαζε ολοένα κοντύτερα στα χείλη της. Με μια απρόσμενη κίνηση εκείνη αντέδρασε. Η συνείδηση επανερχόταν στα πρότερα στάδια και η λογική της πρόβαλε αντίσταση. Μόλις άνοιξε τα μάτια της και αντάμωσε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Alfred Johansson, εκτινάχθηκε από το κρεβάτι.
«Τρελάθηκες;» ήταν τα μόνα λόγια που, έντρομη καθώς ήταν, σκέφτηκε να διατυπώσει.
«Brigit, έλα πίσω στο κρεβάτι» απάντησε εκείνος με διατακτικούς όρους.
Οι λέξεις μετρημένες μία προς μία έτρεμαν στην εκφορά τους. Η γυναίκα κατάπιε στον ξεραμένο τράχηλο το σάλιο, που παρήχθη με φόβο στους σιελογόνους αδένες της στοματικής κοιλότητας.
«Όχι, Alfred, είναι αμαρτία. Παρασκευή σήμερα» είπε και αμέσως μέτρησε τις αντοχές στους μορφασμούς τού προσώπου του.
«Αμαρτία;» έκανε ξαφνιασμένος και, μη έχοντας διάθεση για περαιτέρω αναλύσεις και επεξηγηματικές συνομιλίες, σχημάτισε το σημείο τού σταυρού. Έπειτα συμπλήρωσε «Να ετοιμάσεις αμέσως το πρωινό γεύμα. Σε δέκα λεπτά να είστε άπασες παρούσες στο τραπέζι» και η φωνή του σταμάτησε μεμιάς, καρφωμένη με νόημα στο χλωμό πρόσωπό της.
«Μάλιστα!» συμφώνησε εκείνη και, αφότου άνοιξε τις κουρτίνες τού παραθύρου, εγκατέλειψε το δωμάτιο για την επτάχρονη κόρη τους, Astrid.