
Του Νίκου Ξένιου
«Ήν δε και αλήτις άσμα ταις αιώραις προσαδόμενον»
Για πρώτη φορά μετά τον Τόπο της Αντουανέτας Αγγελίδου ο ελληνικός κινηματογράφος έχει να επιδείξει μια ταινία που ιχνηλατεί το ζήτημα της ταυτότητας και της ανάκτησης των ριζών, αποκαθαρμένο από τις διανοουμενίστικες εμμονές περασμένων δεκαετιών.
Στο οικογενειακό άλμπουμ της ταινίας Το δέντρο και η κούνια της Μαρίας Ντούζα, μέσα σε πέντε σεναριακές μέρες παρελαύνουν έξι δεκαετίες βαλκανικής ιστορίας, ενώ η επαρχιακή ελληνική κοινωνία, από κοιτίδα διασποράς, αναδεικνύεται σε τόπο φιλοξενίας της διασποράς, επαναπροσδιορίζοντας τις αντιλήψεις και τους θεσμούς της.
Από τη γηραιά Αλβιόνα στο χωριό του παππού
Η κούνια, πανάρχαιο σύμβολο μετάβασης από την κατάσταση της «άρκτου» (παρθένας προέφηβης) στην κατάσταση της γυναίκας
Μια ελληνίδα γιατρός έρχεται με την κόρη της από το Λονδίνο για να περάσει το Πάσχα με τον πατέρα της, τοπικό πολιτικό παράγοντα κι επαναπατρισθέντα παλιό αριστερό, με αξιόλογο back story που θα αποκαλυφθεί βίαια. Η «πατρίδα» είναι κενό φώνημα, χωρίς συγκεκριμένα σημαινόμενα για την τριανταπεντάχρονη ηρωΐδα, της οποίας η μνήμη έχει ατονήσει. Το ερέθισμα για την επανασύνδεση με την απωθημένη εικόνα της μητέρας της θα δώσει ένα μεγάλο δέντρο του αγροκτήματος όπου αιωρείται μια κούνια, πανάρχαιο σύμβολο μετάβασης από την κατάσταση της «άρκτου» (παρθένας προέφηβης) στην κατάσταση της γυναίκας. Η εικόνα αφήνει ανοιχτά τα περιθώρια για πλούτο ερμηνειών. Το φιλμικό δέντρο, φορτισμένο, παρά την ιδιοτυπία του, με όλη την αλήθεια του «δέντρου» στη ρίζα του οποίου ονειροπολεί ένα παιδί, επιτρέπει την αφαιρετική διεργασία μιας ανεξάντλητης θέασης της πραγματικότητας. Οι παιδικοί φόβοι και εφιάλτες γίνονται φετίχ ποιητικότητας, ενώ η παρέμβαση της σκηνοθέτιδας γίνεται πληθωρική, με ένα τσεκούρι να σηκώνεται απειλητικά. Το δέντρο με την κούνια γίνεται φασματικό, ενώ σταδιακά ενεργοποιείται η ανάμνηση της απόσχισης από τον γενέθλιο τόπο. Διπλή αντανάκλαση συνιστά η μικρή κόρη της, ενώ δύο συμμετρικά ζεύγη απαρτίζονται από τους χαρακτήρες της σέρβας οικονόμου και της δικής της κόρης, που μέλλεται να διαδραματίσουν κυρίαρχο ρόλο στην ανατροπή των βεβαιοτήτων των πρωταγωνιστών.
«Γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές»...
«Είναι αλήθεια ότι πας στην Ελλάδα για να δεις τον πατέρα σου;» ρωτάει ο σύζυγος, «ή μήπως η Ελλάδα είναι πάντα ο τόπος σου;». Η προσγείωση στην ελληνική πραγματικότητα αποκαλύπτει πτυχές της ζωής που άλλαξαν ερήμην των πρωταγωνιστών της. Η συνειδητοποίηση έρχεται καθυστερημένα, μέσα από μια σειρά συμπτώσεων, συγκρουόμενων αισθημάτων, υπέρβασης μικροτήτων και ένταξης στη μικροκοινωνία της κοινότητας. Το παλιό αρχοντικό σπίτι αναδεικνύεται σε πόλο έλξης όλων, είτε συνδέοντάς τους με την πατρική φιγούρα του παρελθόντος, είτε γεφυρώνοντάς τους με το απροσδόκητο μέλλον που έρχεται καλπάζοντας.
Η νοσταλγική αυτή ταινία της σχολής créateur/auteur, έντονα φεμινική, είναι αντιπροσωπευτική της οπτικής γωνίας όλων ημών που μεγαλώσαμε στη δεκαετία του ’70, όταν το άγγιγμα, το ανεπαίσθητο χαμόγελο, ένας μικρός μορφασμός, το βλέμμα και το ψέλλισμα ενός τραγουδιού του Μίκη προσλάμβαναν τελετουργική βαρύτητα. Αλλά και η ανάμνηση από το παιδικό παιχνίδι, την κούνια, τα ρούχα, τα φάρμακα Mexaform της μητέρας, όλα επιτελούσαν τη σταδιακή επανασύνδεση με εκείνο το οριακό, liminal σημείο γειτνίασης της παιδικότητας με την εφηβεία. Η ενηλικίωση της ηρωΐδας έρχεται καθυστερημένα, η συμφιλίωση με τον πατέρα επίσης.
Χωρίς προσχήματα, η νέα πραγματικότητα
Στη μορφή της Σέρβας η Μαρία Ντούζα εστιάζει την -πολιτική, κατά βάσιν- πρότασή της: να οικοδομηθεί μια νέα εκδοχή κοινωνικότητας πάνω στα ψήγματα μιας απολεσθείσης εκδοχής της Ελλάδας. Αυτό προαπαιτεί τη συνδιαλλαγή με εικόνες που έχουμε απαρνηθεί, την αποδοχή του διαφορετικού, την παραίτηση από τα κεκτημένα μας, την καταπρόσωπο συνάντηση με τις νέες εθνικές μας ενδυμασίες και πολιτισμικές ταυτότητες. Και, κυρίως, ένα μεγαλύτερο βαθμό ευαισθησίας, στην ποίηση του τοπίου, στα συναισθήματα των άλλων, στις αισθήσεις και στη διαίσθηση των παιδιών μας.
Ειλικρινής και απροσχημάτιστη ως προς τις προθέσεις, παραδοσιακή ως προς τη σεναριακή γραφή, αυστηρά δομημένη αλλά με εκπλήξεις στο μοντάζ, με αισθησιακές λήψεις του σπιτιού και των δέντρων, των αντικειμένων, των σωμάτων και της θάλασσας όπου πλέουν τα υφάσματα άλλων εποχών, το Δέντρο και η Κούνια είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Μαρίας Ντούζα. Το σενάριο είναι της ίδιας, βασισμένο σε μιαν ιδέα της Ελένης Ατσίκμπαση. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο κρατά με δεξιοτεχνία η Μυρτώ Αλικάκη, τον ρόλο του πατέρα παίζει με εσωτερικότητα ο Ηλίας Λογοθέτης και τον ρόλο της σέρβας οικιακής βοηθού υποστηρίζει συγκινητικά η μεγάλη ηθοποιός Μιριάννα Καρανόβιτς. Η διεύθυνση φωτογραφίας είναι του Ζαφείρη Επαμεινώνδα, η καλλιτεχνική διεύθυνση του Τζιοβάννι Τζανέτη, η μουσική της Αννας Στερεοπούλου, το μοντάζ του Γιάννη Κωσταβάρα, ο ήχος του Στέφανου Ευθυμίου, τα κοστούμια της Νικόλ Παναγιώτου, το μακιγιάζ της Έλενας Παπαζόγλου και η παραγωγή του Μιχάλη Σαραντινού. Παίζουν, ακόμη, οι: Νίκος Ορφανός, Ελένη Κουλέτση, Ίρις Μήττα, Γεννάδιος Πάτσης, Μελίνα Λιάλιου, Γιώργος Σουξές, Τζον Μπίκνελ, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Ειρήνη Στρατηγοπούλου, Στάθης Κατσαρός, Βερόνικα Μπιέλιτσα.