Ο Σπάικ Λι αποτελεί την κινηματογραφική συνείδηση της μαύρης Αμερικής, μέχρι σήμερα. Σκηνοθέτης σπιρτόζος, διεισδυτικός, αντισυμβατικός, οξυδερκής, πολυπολιτισμικός, «πολύχρωμος» και γραφικός, σπινθιροβόλος και έξυπνος...
Του Θόδωρου Σούμα
Ο Σπάικ Λι ξεκίνησε σαν το μοναδικό, βαρύ πυροβολικό του αφροαμερικάνικου και ανεξάρτητου, αμερικάνικου σινεμά. Κοντούλης, αστείος, δαιμόνιος, ανακατωσούρας, θυμωμένος, ανατρεπτικός και χιουμορίστας, αγαπά τη ραπ, το μπάσκετ, τους αντιρατσιστικούς αγώνες των μαύρων, το σινεμά, τους έρωτες, το μπέιζμπολ και την περιπέτεια. Έβγαλε μάτια με τη δεύτερη, ασπρόμαυρη, low budget, μεγάλου μήκους, ανεξάρτητη ταινία του, τη χρονιά του 1986, She's gotta have it (ελλ.τίτλος Από κάποιον θα το βρει).
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝ ΤΑΧΕΙ
Ο ταλαντούχος, μικροσκοπικός και genious αφροαμερικανός σκηνοθέτης γύρισε με πολύ κέφι, ζωντάνια, έντονα χρώματα, κωμική αίσθηση και έντονη κοινωνική και φυλετική συνείδηση, μια σειρά καλών ταινιών που περιστρέφονται γύρω από το φυλετικό ζήτημα: Η πρώτη, ωριαία, μεγάλου μήκους του Joe's Bed – Stuy Barbershop: We Cut Heads (1983) είναι πάνω στις ημιπαράνομες δουλειές που λαβαίνουν χώρα γύρω από ένα μπαρμπέρικο. Στο School daze (1988), ένας μη δημοφιλής μαυρούλης φοιτητής επιδιώκει να μπει στη μαύρη αδελφότητα του κολεγίου του. Στο Do the right thing (1989), μια καυτή μέρα του καλοκαιριού στο Μπρούκλιν, ξεδιπλώνονται οι φυλετικές αντιθέσεις μεταξύ των κατοίκων μιας γειτονιάς. Στο Mo's better blues (1990), ένας μαύρος τρομπετίστας παίρνει αποφάσεις για την επαγγελματική και ερωτική ζωή του. Στο O πυρετός της ζούγκλας (Jungle fever, 1991), οι φίλοι ενός μαύρου αρχιτέκτονα διαφωνούν για τη σχέση του με μια ωραία ιταλοαμερικανίδα. Το Malcom X (1992) μας δίνει το πορτρέτο και τη ζωή του ομώνυμου, μαχητικού, μαύρου ακτιβιστή υπέρ των δικαιωμάτων των αφροαμερικανών. Το Crooklin (1994) είναι ο αυτοβιογραφικός πίνακας μιας μαύρης οικογένειας με πέντε παιδιά, στο Μπρούκλιν, το 1973. Τα βαποράκια (Clockers, 1995) περιγράφουν τους μικροντίλερς στο Μπρούκλιν, ανάμεσα στους εμπόρους ναρκωτικών και την αστυνομία. Στο Girl 6 (1996) μια μαύρη κοπέλα που έχει τη φιλοδοξία να γίνει ηθοποιός, καταλήγει να δουλέψει στον τομέα του τηλεφωνικού σεξ. Στο Get on the bus (1996), μια ομάδα μαύρων πάει με το λεωφορείο στην Ουάσιγκτον για την ιστορική πορεία διαμαρτυρίας εναντίον των φυλετικών διακρίσεων, πορεία ενός εκατομμυρίου αφροαμερικανών. Το He got game (1998) είναι ένα σπουδαίο φιλμ για το μπάσκετ και τη σχέση ενός κατάδικου πατέρα με τον προικισμένο μπασκετμπολίστα γιο του, που τον υποδύεται ο εκπληκτικός μπασκετμπολίστας Ρέι Άλεν. Στο Καλοκαίρι του Σαμ (Summer of Sam, 1999), το καλοκαίρι του 1977 σε μια ιταλοαμερικάνικη γειτονιά του Μπρονξ, οι κάτοικοι διάγουν τη ζωή τους με τον φόβο ενός ασύλληπτου, κατ' εξακολούθηση, παράφρονα δολοφόνου. Στο Bamboolzed (2000), ένας αντιρατσιστής μαύρος προτείνει στο κανάλι όπου δουλεύει ένα πρόγραμμα με μαύρους, που στα μάτια του φαντάζει αντιρατσιστικό και αντισυμβατικό, όμως αυτό έχει, προς μεγάλη του απογοήτευση, μεγάλη επιτυχία και αποδοχή. Στο O άντρας που μισούσαν οι γυναίκες (She hate me, 2004), ένας ωραίος, μαύρος, απολυμένος απ' τη δουλειά του, βιολόγος αφήνει εγκύους, επί πληρωμή, άτεκνες λεσβίες. Στο Miracles at St. Anna (2008), μια τετραμελής ομάδα μαύρων στρατιωτών στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, παγιδεύεται σε ένα χωριό στη Τοσκάνη. Στο Red hook summer (2012), η διαμονή ενός παιδιού το καλοκαίρι στο Μπρούκλιν, στου μαύρου, θρησκευόμενου παππού του, αλλάζει τις ιδέες του. Το Chi-Raq (2015) είναι μια μοντέρνα μεταφορά της Λυσιστράτης στον κύκλο των μαύρων γκάνγκστερ στο Σικάγο. Το Pass over (2018) είναι ένα θεατρικού στυλ φιλμ πάνω στις φυλετικές συγκρούσεις και την καταπίεση των μαύρων. Τέλος, το πολύ καλό, πρόσφατο Παρείσφρυση (BlacK kklansman, 2018) εξιστορεί την προσπάθεια ενός μαύρου, αντιρατσιστή πράκτορα του FBI, να εξουδετερώσει μια παράνομη, βίαιη κι επικίνδυνη ομάδα της Κου Κλουξ Κλαν.
O Σπάικ Λι από την 25η ώρα, του 2002, εναλλάσσει τις επικεντρωμένες στην κοινωνία των μαύρων, ταινίες, με ταινίες ευρύτερου από φυλετική σκοπιά κοινού, που έχουν για θέματά τους προβλήματα και καταστάσεις όλων των Αμερικανών, ανεξαρτήτως φυλετικής ομάδας. Tα φιλμ αυτά είναι γνωστά και πετυχημένα. Πρόκειται για την 25η ώρα (ένα εικοσιτετράωρο πριν μπει φυλακή ένας ντίλερ συναντά τους φίλους και τον πατέρα του και κάνει ανασκόπηση της ζωής του)· το Inside man (O υποκινητής, 2006), περιγραφή μιας έξυπνης και περίπλοκης ληστείας τράπεζας με συνέπειες για τον ιδιοκτήτη της· και το Oldboy (2013), διασκευή του ομώνυμου φιλμ του Παρκ Τσαν-Γουκ, για έναν διεφθαρμένο διαφημιστή που απαγάγεται και κλείνεται σε απομονωμένη φυλακή για είκοσι χρόνια, απελευθερώνεται και καθοδηγείται ώστε να συναντηθεί με τη μεγάλη πλέον κόρη του και να κάνει έρωτα μαζί της, εν αγνοία της συγγένειάς τους.
Να προσθέσω πως ο Σπάικ Λι έφτιαξε εμπνευσμένα music videos για τους Public Enemy, τον Μάικλ Τζάκσον και την Τρέισι Τσάπμαν, καθώς και διαφημίσεις για τον φίλο του, μεγάλο μπασκετμπολίστα Μάικλ Τζόρνταν.
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ-ΣΤΑΘΜΟΙ
To She's gotta have it (ελλην. τίτλος Από κάποιον θα το βρει, 1986) είναι ένα τολμηρό, αστείο, ρηξικέλευθο, ερωτικό και μοντέρνο ως κινηματογραφική γραφή μα και ως άποψη για τα ερωτικά ήθη των νέων μαύρων της δεκαετίας του '80. Έχει το άρωμα του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά και της αφροαμερικάνικης κουλτούρας της Νέας Υόρκης, και κάτι στο στυλ από αμερικάνικο αντεργκράουντ κι από νουβέλ βαγκ. Το φιλμ είναι ασπρόμαυρο, με μια ενδιάμεση, έγχρωμη, ωραία μουσικοχορευτική σκηνή γιορτής γενεθλίων. Κατά τα άλλα έχουμε πλάνα απλά, λιτά, ελεύθερα και λειτουργικά, αρκετές φορές με έντονες φωτοσκιάσεις στα εσωτερικά ή τις ερωτικές σκηνές. Δεν μπορούσα παρά να συμπαθήσω τον σκηνοθέτη από τα πρώτα βήματα της καριέρας του.
Μας μιλά για μια νεαρή, ερωτιάρα, μαύρη γραφίστα που ξεχωρίζει για την πολυγαμικότητά της. Μια πάει με τον ένα και μια με τον άλλο. Κάτι αναζητά, αλλά τι; Ουσιαστικά έχει τρεις γκόμενους παράλληλα. Επιθυμεί να τους κρατήσει και τους τρεις. Μάλιστα μια βραδιά που γιορτάζουν τη γιορτή των Ευχαριστιών, μαγειρεύει τη γαλοπούλα και προσκαλεί και τους τρεις εραστές της... Και οι τρεις είναι ερωτευμένοι μαζί της, ζηλεύουν και κανείς τους δεν αισθάνεται άνετα μέσα στην τριπλή σχέση. Βάζουν ερωτήματα, η Νόλα Ντάρλινγκ είναι νυμφομανής, εθισμένη στο σεξ ή τσούλα;
Την οδηγούν σε μια ψυχοθεραπεύτρια-σεξοθεραπεύτρια. Η Νόλα την παρατάει. Εξακολουθεί να περνά από την αγκαλιά του ενός στου άλλου. Ο ένας είναι μάτσο και νάρκισσος γιάπις, θέλει να της ανεβάσει το κοινωνικό επίπεδο και να την κάνει κυρία. Με τον Τζέιμι αγαπιούνται περισσότερο αλλά δεν μπορούν να συνταυτιστούν στον τρόπο ζωής, στις ιδέες και τις ηθικές τους αξίες. Ο τρίτος, που τον υποδύεται ο Σπάικ Λι, είναι τρελούτσικος, άνεργος και φτωχός, ασχημούλης και μισή μερίδα, μα έχει χιούμορ και την κάνει να γελά, είναι πιο ανεκτικός και την καταλαβαίνει καλύτερα, μπορεί να δεχτεί να την μοιράζεται. Οι τρεις αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο, με τρία κεφάλια και τρία πέη. Τελικά η Νόλα επιλέγει προσωρινά την αποχή από το σεξ και από τους τρεις άντρες. Μετά ξαναγυρνά στον Τζέιμι, μα είναι ανώφελο, η σχέση δεν λειτουργεί πια. Η Νόλα θέλει απλώς να διαφεντεύει η ίδια το σώμα και τον νου της και όχι κάποιος άντρας.
Το 1989, ο Σπάικ Λι γύρισε μια από τις πιο εμβληματικές και καλύτερες ταινίες του, το Do the right thing, μια σύνθετη προσέγγιση του φυλετικού ζητήματος στη Νέα Υόρκη, ειδικότερα στη συνοικία που μεγάλωσε, στο Μπρούκλιν. Ο Σπάικ Λι διασταυρώνει τις διαδρομές διαφορετικών φυλετικών ομάδων τις οποίες περιγράφει, των Αφροαμερικανών, που πλειοψηφούν στη γειτονιά, των Ιταλοαμερικάνων, συγκεκριμένα μιας οικογένειας που έχει μια πιτσαρία, των λίγων φτωχών λευκών, των Πορτορικανών και άλλων ισπανόφονων και μερικών Κορεατών που κρατάνε ένα παντοπωλείο. Και οι πέντε φυλετικές ομάδες έχουν συχνές προστριβές μεταξύ τους, πότε-πότε τσακώνονται για δευτερεύοντα θέματα. Τσακώνονται γιατί έχουν διαφορετικές συνήθειες και νοοτροπίες, διαφορετική εθνοτική κουλτούρα. Αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα και δυσπιστία όσους δεν ανήκουν στη φυλή τους, τους θεωρούν παράταιρους, κατώτερους, προβληματικούς κι αμφισβητήσιμους. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα τα πρόσωπα φωνάζουν, παραπονιούνται και μαλλώνουν με όλους, για διάφορους προσωπικούς λόγους, επαγγελματικούς, ερωτικούς ή εργασιακούς, και συγκροτούν υποομάδες ή παρέες στα πλαίσια της φυλής τους...
Σε όλη την ταινία δίνουν τον τόνο οι μουσικές (ακούμε αδιάκοπα τον τοπικό ραδιοσταθμό μαύρης μουσικής), οι φωνές, οι προστριβές, τα παιχνίδια των παιδιών, τα φλερτ, το ραχάτι, κυρίως των μαύρων, και τα σούρτα φέρτα στη γειτονιά, κατακαλόκαιρο, μέσα στον καύσωνα, που έχει κάνει τους πάντες να απαυδήσουν και να εκνευρίζονται. Γι' αυτό αρκεί μια σπίθα για να πάρει φωτιά όλη η γειτονιά, κυριολεκτικά, να σκοτωθεί ένας μαύρος που πηγαινοέρχεται με ένα τεράστιο κασετόφωνο που παίζει δυνατά το "Fight the power" των Public Enemy και να λεηλατηθεί και πυρποληθεί η ιταλική πιτσαρία από τους έγχρωμους. Η βάση για να γίνει η ολέθρια, καταστροφική έκρηξη, είναι οι διαφορές αντίληψης και ηθών, που σπέρνουν την αντιπάθεια μεταξύ Ιταλοαμερικανών και μαύρων. Οι αφορμές, που ξεφεύγουν από τον έλεγχό τους και παίρνουν υπέρμετρες διαστάσεις, είναι η πολύ δυνατή ραπ μουσική που παίζει το μεγάλο κασετόφωνο και το αίτημα ενός Αφροαμερικανού να τοποθετηθούν στον εσωτερικό τοίχο της πιτσαρίας όχι μόνο φωτογραφίες διάσημων Ιταλοαμερικανών αλλά και πετυχημένων Αφροαμερικανών. Επειδή η κάθε πλευρά δεν κάνει καθόλου πίσω, αλλά αντίθετα τεντώνει υπερβολικά το σκοινί, δεν αργούν να πιαστούν στα χέρια και να πλακωθούν γερά στο ξύλο. Όταν, όμως, καταφθάνουν οι αστυνομικοί, παίρνουν το μέρος των λευκών Ιταλοαμερικανών και χτυπούν και πνίγουν μέχρι θανάτου τον μαύρο νεαρό με το κασετόφωνο. Οι καταστροφές, ο εμπρησμός και η λεηλασία είναι αναπόφευκτες σαν απάντηση κι εκδίκηση για τον φόνο του νέου Αφροαμερικανού. Η έκβαση αυτή αποτελεί μια μικρογραφία των γεγονότων που έγιναν τον Μάιο του 2020, του φόνου από την αστυνομία του μαύρου Φλόιντ, με πνίξιμο, και την επακόλουθη εξέγερση και διαμαρτυρία που συνοδεύτηκε από βανδαλισμούς...
Ποιος είναι ο σωστός δρόμος, ποια η σωστή μέθοδος; Διαμαρτυρία με ειρηνικά μέσα (Μάρτιν Λούθερ Κινγκ) ή ακόμη και με τη χρήση επαναστατικής βίας (Μάλκομ Χ);
Ο Σπάικ Λι δημιουργεί μια υπέροχη, πολύχρωμη, ολοζώντανη τοιχογραφία, όλο νεύρο, δυναμισμό, χιούμορ και κέφι. Εκπληκτική, θερμή φωτογραφία, ζωντανή κι εντυπωσιακή σκηνογραφία που σου εντυπώνεται. Η εικόνα του Σπάικ Λι σου επιβάλλεται, σε υποβάλλει και σε μαγεύει... Μα κι ο περίπλοκος προβληματισμός του δεν πάει πίσω σε ενάργεια και δύναμη, θέτει, σε όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης της μυθοπλασίας, τα ερωτήματα που τριβελίζουν το μυαλό του κατάπληκτου θεατή και διατυπώνονται υποδειγματικά, στο τέλος του φιλμ, με τα λόγια των δυο ηγετών των Αφροαμερικανών, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Μάλκομ Χ: Ποιος είναι ο σωστός δρόμος, ποια η σωστή μέθοδος; Διαμαρτυρία με ειρηνικά μέσα (Μάρτιν Λούθερ Κινγκ) ή ακόμη και με τη χρήση επαναστατικής βίας (Μάλκομ Χ); Εδώ να υπενθυμίσουμε πως και οι δύο πολιτικοί ηγέτες των μαύρων δολοφονήθηκαν, ο πρώτος από φασίστες ρατσιστές και ο δεύτερος από την πλευρά μιας αντίπαλης φράξιας της «μουσουλμανικής αδελφότητας».
Το 1998 ο Σπάικ Λι σκηνοθέτησε την επιτυχία του He got game, ένα φιλμ πάνω στη σχέση πατέρα και γιου. Η μυθοπλασία έχει ως κοινωνικό πλαίσιο την ιστορία ενός κατάδικου πατέρα για φόνο εξ αμελείας της γυναίκας του και ενός γιου, τελειόφοιτου λυκείου, τρομερά προικισμένου στο μπάσκετ, που ερίζουν γι' αυτόν όλα τα κολέγια. Ο διευθυντής των φυλακών πιέζει τον πατέρα (Ντένζελ Ουάσινγκτον) να πείσει τον γιο (τον υποδύεται ο εκπληκτικός μπασκετμπολίστας Ρέι Άλεν) να γραφτεί στο μεγάλο κολέγιο της πολιτείας Big State, που υποστηρίζει μετ' επιτάσεως ο Κυβερνήτης, με αντάλλαγμα τη μεγάλη μείωση της ποινής του. Ο γιος, παρ' όλο που έμαθε το μπάσκετ από τον πατέρα του, τον απεχθάνεται γιατί τον θεωρεί υπεύθυνο για τον θάνατο της μητέρας και γιατί έλειπε για χρόνια από αυτόν και τη μικρή αδελφή του, κλεισμένος στη φυλακή. Η ταινία περιγράφει τη διαπαιδαγώγηση, την εκπαίδευση που προσέφερε, γενναιόδωρα, ο πατέρας στον γιο όταν ήταν μικρός, ώστε να μάθει να κοπιάζει και να μάχεται στη ζωή και το άθλημα.
Περιγράφει και το κοινωνικό πλαίσιο του μπάσκετ των λυκείων, των κολεγίων, ακόμη και του ΝΒΑ, των προπονητών, των μάνατζερ, των φίλων και συγγενών, οι οποίοι προσπαθούν να βγάλουν κέρδος από τη σχέση τους με τα μεγάλα μπασκετικά ταλέντα, προωθώντας τα εκεί που τους συμφέρει. Ο ταλαντούχος γιος οφείλει να πάρει μια απόφαση ζωής, επιθυμεί να μορφωθεί σε ένα πανεπιστήμιο και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις πολλές λύσεις που του προσφέρουν όλοι με το αζημίωτο, ο θείος του, η ερωμένη του, ο κόουτς του στο Λύκειο, ένας μάνατζερ, οι παράγοντες και προπονητές κολεγίων.
Μια σπουδή για τις σχέσεις αίματος, αγάπης ή συμφέροντος. [...] αποκαλύπτει τις σκοτεινές πλευρές της κοινωνικής, οικογενειακής, αθλητικής και σπουδαστικής ζωής, που διέπεται από στυγνό ωφελιμισμό, υλισμό και καταναλωτισμό.
Το He got game δεν είναι απλά ένα ωραίο φιλμ περί αθλητισμού, το οποίο μας διδάσκει πως το άθλημα αποτελεί μια μεταφορά, ένα υπόδειγμα της ατομικής και κοινωνικής ζωής. Είναι κι ένα διακριτικό, ανθρώπινο δράμα με συγκίνηση, περίσκεψη και συναίσθημα πάνω στις περίπλοκες σχέσεις γιου και πατέρα. Μια σπουδή για τις σχέσεις αίματος, αγάπης ή συμφέροντος. Η ματιά της είναι απομυθοποιητική, αποκαλύπτει τις σκοτεινές πλευρές της κοινωνικής, οικογενειακής, αθλητικής και σπουδαστικής ζωής, που διέπεται από στυγνό ωφελιμισμό, υλισμό και καταναλωτισμό. Ο Σπάικ Λι διακρίνει πως το γενικό κοινωνικό περιβάλλον είναι μάλλον σάπιο, όμως τα γνήσια, καθαρά συναισθήματα βρίσκουν την ευκαιρία να υπάρξουν, να παίξουν τον θετικό ρόλο τους.
Δεν ξέρω αν κάποιος μπορεί να κατανοήσει, να συλλάβει το φιλμ αν δεν καταλαβαίνει το μπάσκετμπολ, που ο ήρωας το παρουσιάζει ως «ποίημα εν κινήσει», ποίημα οπτικό και σωματικό, κι ένας συμπαίκτης του στο Λύκειο το ορίζει ως «εκπλήρωση των ονείρων μας». Αυτή την ποιητική, ονειρική και φαντασμαγορική όψη του μπάσκετ εικονοποιεί με εκπληκτικό τρόπο ο σκηνοθέτης στην εισαγωγή του φιλμ: υπέροχα φωτογραφημένα πλάνα σε slowmotion νεαρών, ερασιτεχνών παικτών που παίζουν, σουτάρουν και καρφώνουν σε απομακρυσμένες, φτωχικές ή και αυτοσχέδιες μπασκέτες στα πέρατα της Αμερικής, σε λαϊκές, αστικές ή αγροτικές περιοχές, σε φτωχά μέρη και στα μικρά γήπεδα των αφροαμερικάνικων γειτονιών της πόλης, συνοδευόμενα από όμορφη λυρική μουσική... Μια ταινία λαϊκή, συναισθηματική, αγωνιστική και θεαματική, που μας παρουσιάζει τον αγώνα ζωής των φτωχών μαύρων που κινητοποιούνται από τις έντιμες φιλοδοξίες και τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή.
Στο Καλοκαίρι του Σαμ, ο Σπάικ Λι δημιουργεί μια ακόμη πειστική, δυναμική και γλαφυρή τοιχογραφία μιας συνοικίας και μιας εθνικής μειονότητας, του Μπρονξ και της ιταλοαμερικάνικης κοινότητας. Οι χαρακτήρες του είναι από τα λαϊκά στρώματα ή και κάπως περιθωριακοί, ερασιτέχνες τραγουδιστές, μαφιόζοι, πόρνες, ηθοποιοί του πορνό αλλά και πιτσαδόροι και κομμωτές. Όλα όμως σκιάζονται από την απειλητική παρουσία ενός παρανοϊκού και κομπλεξικού serial killer, που δολοφονεί με ένα 44άρι περίστροφο τις κοπέλες που γυρνούν στους δρόμους τη νύχτα ή τα ζευγαράκια που ερωτοτροπούν στα αυτοκίνητα (πραγματικά γεγονότα της εποχής). Τη συμπεριφορά όλων των προσώπων της μυθοπλασίας επηρεάζει ο φόβος του κατά συρροή δολοφόνου, ο οποίος στέλνει ορισμένα αλλοπρόσαλλα γράμματα στον τύπο, αυτοαποκαλούμενος μυστηριωδώς γιος του Σαμ.
Η τοπική αστυνομία ζητά τη βοήθεια της μαφίας της περιοχής και οι μαφιόζοι δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να βάζουν στη μαύρη λίστα τους, ορισμένους δακτυλοδεικτούμενους, «παράξενους» περιθωριακούς και να τους προπηλακίζουν. Στα μάτια του μαφιόζικου νόμου οι πιθανοί ένοχοι δεν είναι άλλοι από τους παράταιρους «διαφορετικούς». Παράλληλα η αφήγηση τρέχει τις ιστορίες δύο ζευγαριών, πολύ σωστά σκιαγραφημένων, που αναζητούν –με μεγάλη δυσκολία, με αποτυχίες– τον δρόμο τους προς τον έρωτα και την αρμονική συμβίωση. Οι καταπιεσμένες γυναίκες κι οι παράδοξοι «καλλιτέχνες» της κακιάς ώρας κοσμούν την ολοζώντανη, εναργή εικόνα του συνόλου. Τον τόνο δίνουν οι ντισκοτέκ, το τοπικό κανάλι, οι πιτσαρίες, οι πιάτσες και οι χρήστες των ναρκωτικών, τα κλαμπ με ζωντανή πανκ μουσική (οι μαφιόζοι δέρνουν τους πανκ), τα πάρτι και τα σεξουαλικά όργια. Γενικά επικρατεί η ελευθεριάζουσα, θερμόαιμη, α λα ιταλικά, σεξουαλική συμπεριφορά, συνοδευόμενη όμως από ενοχές και παραδοσιακό φαλλοκρατισμό και πουριτανισμό. Τα κοινωνικά γεγονότα όπως οι αγώνες του μπέιζμπολ και οι λεηλασίας του 1977 στο Μπρονξ, το Μπρούκλιν και το Χάρλεμ, συμπληρώνουν το καυτό και πλουμιστό φρέσκο, που βρίθει από αντιφάσεις και συγκρούσεις, κοινωνικές, οικονομικές, ηθικές κι ιδεολογικές.
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΟΘΟΝΗ
Από το 2017 έως το 2019, ο Σπάικ Λι μετέφερε την πρώτη μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία του στην τηλεόραση, υπό μορφή έγχρωμης σειράς, δύο κύκλων, με τον ίδιο τίτλο, She's gotta have it, με άλλους ηθοποιούς βέβαια, μιας κι αναφέρεται κυρίως στη μαύρη νεολαία. Εδώ η Νόλα Ντάρλινγκ είναι αμφισεξουαλική ζωγράφος, με προσωπικό λόγο, αξίες και αρχές, μια μαχητική καλλιτέχνης του εικαστικού τομέα που θέλει να εκφράσει με τη φωνή της την κοινωνική και πολιτισμική κατάσταση, τις προσδοκίες και τις αναζητήσεις του αφροαμερικανού πολίτη και της μαύρης γυναίκας.
Η ηρωίδα είναι μια συνειδητοποιημένη, μαύρη αγωνίστρια της ζωής και της τέχνης, της ατομικής και συλλογικής, φυλετικής έκφρασης.
Η σειρά έχει μπρίο, ζωηρότητα, ερωτισμό, ωραία έντονα χρώματα, γυναικείο κέφι και σκέρτσο· αναζήτηση και σκιαγράφηση της φυλετικής και σεξουαλικής διαφορετικότητας και ιδιαιτερότητας των χαρακτήρων της. Υπογραμμίζει τη γυναικεία, την αμφισεξουαλική, no straight, την καλλιτεχνική και την αφροαμερικάνικη ταυτότητα και υπαρξιακή κατάσταση. Η σειρά παρουσιάζει την κουλτούρα των έγχρωμων Αμερικανών των μειονοτήτων, περιγράφει τη ζωή τους, τις ελπίδες, τις ιδιομορφίες και τις επιθυμίες τους. Τη σειρά διαπερνά η φυλετική και κοινωνικοπολιτική συνειδητοποίηση, η ηρωίδα είναι μια συνειδητοποιημένη, μαύρη αγωνίστρια της ζωής και της τέχνης, της ατομικής και συλλογικής, φυλετικής έκφρασης. Με τη χρήση φωτογραφιών και εξώφυλλων δίσκων, καθώς και τις ομιλίες της Νόλα προς την κάμερα, υιοθετείται η ασυνέχεια στη ροή και την αφήγηση, κάτι που είναι ασυνήθιστο σε τηλεοπτικές σειρές.
* Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Το ημερολόγιο ενός αδέξιου εραστή» (εκδ. Βακχικόν).