Συμπεριέλαβα μικρά αποσπάσματα από το, όπως αναφέρουν οι ΝιούΓιορκ Τάιμς, τέλειο(sic) ποίημα-πρόζα "Αρχάγγελος" (δημοσιευμένο το 1962), σε μια βιβλιοκριτική το Δεκέμβρη του 1963 για την ποιητική συλλογή του Άπνταϊκ, "Τηλεφωνικοί Στύλοι και άλλα Ποιήματα". Το ποίημα με το οποίο κλείνουν το άρθρο είναι το "Σκέψεις Οδηγώντας Προς Το Σπίτι":
Ήμουν αρκετά έξυπνος;
Ήμουνα γοητευτικός;
Έκανα τουλάχιστον ένα καλό λογοπαίγνιο;
Ήμουνα νευρικός; Αφοπλιστικός;
Ήμουνα σοφός; Ήμουνα χλωμός; Ήμουνα διασκεδαστικός;
Απάντησα στο κορίτσι με τους λευκούς ώμους
σωστά, ή θα 'πρεπε να χω πει
(Με αποφασιστικότητα) "Ο Κίρκεγκορ σιγοκαίει,
Αλλά οι στάχτες του Έλιοτ είναι κρύες";
Και όντως, ενώ πουλούσα πνεύμα, δεν άφηνα τις εξυπνάδες,
Κράτησα πονηρά κάποιο στραβό απόθεμα;
Ούτως ώστε να ψιθυρίζουν, όταν έφυγα απ' το μέρος εκείνο
"Είναι βαθύς, είναι βαθύς, είναι βαθύς";
Ο Άπνταϊκ μας κάνει να δούμε την αίθουσα, να νιώσουμε την αμφιβολία σαν προβολέα σε μια δημόσια ομιλία. Ακόμα κι ο εαυτός του τον κοιτάζει. Είναι τελείως μόνος με διερωτήσεις καθημερινής υστεροφημίας, σαν συμπτωματολογία της κοινωνικής συναναστροφής. Το θεωρώ από τα αξιολογότερα light verse ποιήματά του. Είναι αληθινός μοντερνιστής καταφέρνοντας να οριοθετήσει το ακαθόριστο του σημερινού ψυχολογικού τοπίου απλά και εύστοχα, στο οποίο οι βεβαιότητες του σημερινού ανθρώπου έχουν τη μορφή ερώτησης. Από την άλλη μεταφραστικά είναι ένα ρίσκο καθώς το χιούμορ είναι αρκετά λεπτό και αγγλοσαξωνικό για να επιβιώσει διαπολιτισμικά σε μια ενδεχόμενη μεταφορά του στα ελληνικά. Οπότε περιορίστηκα στη μετάφραση των κλασικών στη μορφή, και εκφορά διανοήματος, ποιημάτων του. [...]