Στο έργο του Παπαγεωργίου μπορεί κανείς να εντοπίσει δύο περιόδους, με άξονα τη λειτουργία του σώματος-λόγου. Μια περίοδο έντασης και πένθους. Μια δεύτερη περίοδο λύπης κι αποδοχής. Στην πρώτη περίοδο, το σώμα-λόγος βασανίζεται, διαμελίζεται, πληρώνει το τίμημα για ένα παρελθόν που ερήμην του το καθορίζει ως τα μύχια της ύπαρξης και της φωνής του. Στη δεύτερη περίοδο, το σώμα-λόγος ενώνεται με τον κόσμο με όρους ίδιους και άλλους από εκείνους του ύπνου και του εφιάλτη, ενώνεται σε σάρκα μία με τον έναν από τους πολλούς πραγματικούς κόσμους που δημιουργεί ο λόγος, για να επιτρέψει την ύπαρξη του φωτός - έστω και ως μακρινής κι ανέφικτης προοπτικής ή μνήμης και νοσταλγίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Κάτω στον ύπνο μου περνάει ένα ποτάμι·
αργά τη νύχτα η στάθμη του ανεβαίνει
και όταν σε ορισμένο ύψος φτάσει
πάνε να πρασινίσουν τα μαλλιά
τα ψάρια ξεριζώνουν τα φτερά τους
σηκώνω τότε το γυαλιστερό του δέρμα
κι αδειάζει όλο το νερό
είναι ένας ήχος σκοτεινός
που κατεβαίνει από παλιά στον τόπο εδώ
ιδρώνει αλάτι το νερό δεν κυματίζει. (Κώστας Γ. Παπαγεωργίου)