Χρόνια τώρα η Φαίη Ζήκα μου διηγείται την ιστορία της μεγαλοθειάς της, της συγγραφέως Ιουλίας Περσάκη, που έχτισε και έμεινε στο μεγάλο κόκκινο σπίτι με τα πράσινα παντζούρια με θέα την Κολώνα στην Αίγινα. Μου περιγράφει την πανάρχαια σκηνή, όπου μια μικρή ζητάει από μια γκριζομάλλα να της πει ένα παραμύθι. Εκεί, στη βεράντα με άπλα τον Σαρωνικό, τα βουνά απέναντι με τα αιγινίτικα ονόματα, το καθένα με την ιστορία του -την Κοιμωμένη, την Κρασοπαναγιά-, κρυφακούμε πώς μιλάει στην ανιψιά της η Περσάκη. Πάντα με την Περσάκη μια ιστορία τυλίγεται μέσα σε μια άλλη, ανεξάρτητα από το θέμα - είτε πρόκειται για μια γάτα ή έναν εργάτη, για μια πεθερά ή ένα τσιγάρο. Ως καλή μυθιστοριοπλάστης δεν διαλέγει μια δική της ιστορία αλλά θάβει λαθραία την ιστορία του άλλου μέσα στη δική της. Ως απάντηση στην ανιψιά παίρνει ένα ποίημα του Μαλακάση, που περιγράφει μια κοπέλα που ζητάει ένα παραμύθι:
- Πες μου, απόψε, κάτι -τι γλυκιά βραδιά!-
κάτι, να, σα θρύλο, σαν παραμυθάκι.
- Δε βαριέσαι, κοίτα πώς το φεγγαράκι,
παιγνιδίζει απόψε μέσα στα κλαδιά...
- Όχι, πες μου, ξέρεις πόσον αγαπώ
μύθους κι ιστορίες να μου λες εμένα·
- ένα παραμύθι τότε να σου πω,
παραμύθι απ' τ' άλλα, τα λησμονημένα. [...]