Ήδη το 1993 συμπληρώνονται σχεδόν τριάντα χρόνια από την έναρξη λειτουργίας του οικισμού και τα παιδιά που μεγάλωσαν εκεί και έχουν τώρα φύγει και ζουν αλλού, φαίνονται να περνούν σε μια διαδικασία αναστοχασμού και αναμέτρησης, προσωπικής και συλλογικής, με το πολύτιμο παρελθόν της εφηβείας και της πρώτης τους ενηλικίωσης σε έναν χώρο που όπως λένε "τους γαλούχησε και τους άνδρωσε, αλλά δεν θα τους ανήκει ποτέ". Ήταν τότε ακριβώς η ώρα και ο λόγος μετατροπής τής κάποτε βιωμένης και τώρα εγκαταλειφθείσας κοινότητας σε "φαντασιακή κοινότητα", σε μια κοινωνικά κατασκευασμένη κοινότητα, μια ομάδα ως μέλη της οποίας αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους και μέσω της οποίας έχουν την αίσθηση του "συνανήκειν". Πολύ διεισδυτικά γράφουν οι ίδιοι: "Αν δεν παίρναμε μιαν απόφαση, τίποτε από τις παλιές καλές μέρες δεν θα μας ανήκε και δεν θα θυμόταν κανείς το πέρασμά του, κυρίως μάλιστα δεν θα το μοιραζόταν πια". (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)