Για το μυθιστόρημα της Οτέσα Μόσφεγκ «Αϊλίν» (μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Ψυχογιός).
Του Μιχάλη Πιτένη
Ποιες είναι οι πραγματικές, οι κρυφές σκέψεις των ανθρώπων; Τι υπάρχει στην ψυχή τους που επηρεάζει σε μεγάλο ή σε μικρό βαθμό τις αποφάσεις που διαμορφώνουν τη ζωή τους;
Εικάζω πώς στο μυαλό της Αμερικανίδας συγγραφέα Οτέσα Μόσφεγκ υπήρχαν τα παραπάνω ερωτήματα όταν έγραφε την Αϊλίν της. Εικασία που ενισχύεται όλο και περισσότερο καθώς προχωρώ την ανάγνωση του «σκοτεινού» αυτού βιβλίου. Ενός βιβλίου γεμάτου σκιές ανάμεσα στις οποίες κινείται και εξελίσσεται η βασική ηρωίδα του, η Αϊλίν.
Η Αϊλίν της Οτέσα Μόσφεγκ δεν φαίνεται να μπορεί να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία. Σε απωθεί χωρίς να σ’ απομακρύνει. Σε γοητεύει δίχως να θες να την πλησιάσεις. Τη συμπονάς για τη μιζέρια που την περιβάλλει και ταυτόχρονα θυμώνεις μαζί της που η ίδια δείχνει όχι απλώς να την έχει αποδεχθεί, αλλά κάνει και ό,τι μπορεί για να επιδεινώσει την κατάστασή της.
Στη λογοτεχνία υπάρχουν αμέτρητοι ήρωες που λατρεύεις ή μισείς. Που νιώθεις την ανάγκη να αγκαλιάσεις ή να κλείσεις τα μάτια και να χαθούν μαζί με τον φόβο που σου προκαλούν. Η Αϊλίν της Οτέσα Μόσφεγκ δεν φαίνεται να μπορεί να ενταχθεί σε κάποια κατηγορία. Σε απωθεί χωρίς να σ’ απομακρύνει. Σε γοητεύει δίχως να θες να την πλησιάσεις. Τη συμπονάς για τη μιζέρια που την περιβάλλει και ταυτόχρονα θυμώνεις μαζί της που η ίδια δείχνει όχι απλώς να την έχει αποδεχθεί, αλλά κάνει και ό,τι μπορεί για να επιδεινώσει την κατάστασή της.
Το μεγάλο σκηνικό μες στο οποίο κινείται είναι μια μικρή φανταστική πόλη της Νέας Αγγλίας των ΗΠΑ, το X-ville. Τα δύο μικρότερα σκηνικά, το άθλιο και εγκαταλειμμένο στη βρόμα και τη σήψη πατρικό σπίτι όπου ζει με τον πατέρα της και η φυλακή ανηλίκων όπου εργάζεται. Τα μόνα άλλα σημεία αναφοράς εκτός του σπιτιού και της εργασίας, η κάβα απ’ όπου εξασφαλίζει στον αλκοολικό πατέρα τα αμέτρητα μπουκάλια τζιν που καταναλώνει και το σπίτι του συναδέλφου με τον οποίο η Αϊλίν δεν είναι σίγουρη αν είναι πραγματικά ερωτευμένη ή αν απλώς με το να στήνεται απέναντί του με τις ώρες και να παρακολουθεί από μακριά τη ζωή του είναι κάτι που δίνει ένα κάποιο νόημα και στη δική της ζωή.
Στόχο η Αϊλίν έχει: τη διαφυγή απ’ τη γενέτειρα και τον γεννήτορά της, χωρίς ωστόσο κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο ή πλάνο. Γνωρίζει μόνο τον προορισμό: τη Νέα Υόρκη. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η ζωή της δεν πείθει σε καμιά περίπτωση πως θα το τολμήσει ποτέ. Η ιδέα της φυγής μοιάζει περισσότερο σαν μια χειρολαβή απ’ την οποία κρατιέται όσο τη βοηθούν οι δυνάμεις της, γνωρίζοντας πως αν την αφήσει θα βουλιάξει και θα πνιγεί στον βούρκο μες στον οποίο τσαλαβουτά από τότε που θυμάται τον εαυτό της.
Ο… από μηχανής θεός για την Αϊλίν, αυτός που όχι μόνο θα αλλάξει τη μονίμως κακή διάθεσή της αλλά θα ενεργοποιήσει επίσης και όποιες δυνάμεις κρύβει μέσα της, κάνοντάς την να αισθανθεί πως είναι πλέον έτοιμη να αποδράσει, είναι μια νέα συνάδελφος, η Ρεμπέκα. Όμορφη και απαστράπτουσα, το ακριβώς αντίθετο απ’ την Αϊλίν, κάνει την ηρωίδα να αναρωτιέται αν τη γοητεύει απλώς ως προσωπικότητα ή την ελκύει και ερωτικά. Το σημαντικό είναι πως αισθάνεται ότι βρήκε τον άνθρωπο στον οποίο μπορεί να στηριχθεί για να σπάσει τα δεσμά του ζοφερού παρόντος της.
Η Οτέσα Μόσφεγκ |
Θα το κάνει, παρότι η Ρεμπέκα αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων. Εξάλλου, η Αϊλίν δεν τη χρειάζεται πραγματικά, αφού μετά τα πρώτα δειλά βήματα συνειδητοποιεί πως μπορεί να πορευτεί και μόνη της, αφήνοντας οριστικά πίσω το παρελθόν της.
Η Οτέσα Μόσφεγκ, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση την οποία χειρίζεται επιτυχώς, παρόλο που εμφανίζει την πρωταγωνίστριά της να αναπολεί το παρελθόν της, επιλέγει να μιλήσει πολύ λίγο για τη ζωή της μετά το X-ville, με ελάχιστες και συνοπτικές αναφορές κι αυτές μάλιστα διάσπαρτες ανάμεσα στην περιγραφή μίας και μοναδικής βδομάδας της Αϊλίν. Τη βάζει όμως να μας αφηγηθεί με πολλές λεπτομέρειες την τελευταία εβδομάδα της στο X-ville, από Παρασκευή μέχρι και Πέμπτη, παραμονή Χριστουγέννων του 1964. Την εβδομάδα που αλλάζει οριστικά και αμετάκλητα τον κόσμο της. Στην ουσία όμως δεν μιλά γι’ αυτές τις επτά μέρες. Μιλά για τα 24 χρόνια που έζησε μέχρι τότε η Αϊλίν. Χρόνια φορτωμένα με δυσάρεστες, ως επί το πλείστον, αναμνήσεις που την οδήγησαν στο να μισήσει τον ίδιο της τον εαυτό, αναπτύσσοντας αυτοκαταστροφικές τάσεις. Αν η Ρεμπέκα αργούσε λίγο ακόμα να εμφανιστεί, ίσως να ήταν πολύ αργά για την Αϊλίν. Αν και στο πρόσωπο της συναδέλφου της είδε αρχικά ό,τι κι η ίδια θα ήθελε να γίνει, αργότερα συνειδητοποίησε πως τελικά ήταν κάτι περισσότερο και σημαντικότερο. Το κλειδί που της άνοιξε την πόρτα για να καταφέρει, επιτέλους, να ξεφύγει από τον ιστό που είχε πλέξει ολόγυρά της το δυσάρεστο και καταθλιπτικό περιβάλλον του σπιτιού και του εργασιακού χώρου, που ώρες-ώρες ένιωθε πως είχε απλωθεί σ’ όλη τη μικρή πόλη της.
Η συγγραφέας δεν έκτισε μια «αντιηρωίδα», αλλά έναν αντιφατικό χαρακτήρα, τον οποίο συνέθεσε με πραγματικά ανθρώπινα στοιχεία.
Μεστή και δυναμική η γραφή της Οτέσα Μόσφεγκ, η οποία πιστεύω πως αποδόθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στη γλώσσα μας χάρη στη μετάφραση της κ. Αργυρώς Μαντόγλου. Η συγγραφέας, κατά τη γνώμη μου, δεν έκτισε μια «αντιηρωίδα», αλλά έναν αντιφατικό χαρακτήρα, τον οποίο συνέθεσε με πραγματικά ανθρώπινα στοιχεία. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις οι αδυναμίες και τα ελαττώματα με τα οποία τον έπλασε σου δίνουν την εντύπωση πως προβάλλονται μέσα από έναν μεγεθυντικό φακό, λες και η Μόσφεγκ αγωνιά να μας πείσει για το πόσο ιδιαίτερη είναι η Αϊλίν, αν και κάτι τέτοιο το έχει πετύχει ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Αυτό και το κάπως… χλιαρό τέλος του είναι ίσως τα μοναδικά ελαττώματα ενός έργου που καταφέρνει να ξεφύγει απ’ τα στερεότυπα του δυστυχισμένου πλην άτυχου και κατατρεγμένου απ’ τους άλλους και τη μοίρα ατόμου και επιχειρεί να διερευνήσει ποιες μπορεί να είναι και οι δικές του ευθύνες για την τύχη του.
Ξεκινώντας την κριτική μου για το βιβλίο το χαρακτήρισα «σκοτεινό». Χαρακτηρισμός που πηγάζει απ’ το γεγονός πως διεισδύει και περιπλανιέται στα σκοτεινά μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής. Η διαδρομή μόνο εύκολη δεν είναι και γι’ αυτό είναι δικαιολογημένοι οι έπαινοι προς τη συγγραφέα που καταφέρνει να την ολοκληρώσει χαρίζοντάς μας ένα έργο που προβληματίζει με τον ανθρώπινο πόνο και τη μοναξιά που εμπεριέχει, χωρίς να διολισθαίνει σε καμία περίπτωση προς το μελόδραμα.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ είναι συγγραφέας.