
Για το μυθιστόρημα της Delphine de Vigan Μια αληθινή ιστορία (μτφρ. Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη, εκδ. Utopia).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Μάστορας της χαρτογράφησης των ορίων ανάμεσα στην πραγματικότητα και την επινόηση, και μέγας παίκτης/ρέκτης στη ρουλέτα της παρατεταμένης παράβασης αυτών των ορίων, ο Όρσον Ουέλλες δημιούργησε το φιλμ F for Fake (1973), το απόλυτο σχόλιο στη διαλεκτική αλήθεια/ψέμα, ιδίως όταν αυτή η διαλεκτική διακονείται από δαιμόνιους δημιουργούς όπως ο ίδιος ο Ουέλλες. Στη λογοτεχνία, πολλοί παίζουν με τους πεσσούς της πράβασης των ορίων, πολλοί οι ζηλωτές της ζαβολιάς.
Όταν κλείνεις το βιβλίο, καμιά δεκαπενταριά ώρες μετά το άνοιγμα της πρώτης σελίδας, αισθάνεσαι θαυμάσια ξεγελασμένος, και εδώ έγκειται η επιτυχία της Ντελφίν ντε Βιγκάν: οργανώνει το υλικό της παίζοντας με τα είδη τόσο ανεπαισθήτως που δεν αντιλαμβάνεσαι —ή έστω: ξεχνάς διαρκώς— ότι πρόκειται για παιχνίδι.
Στην μεγάλη κομπανία των παικτών αυτών έρχεται να προστεθεί, παρασύροντάς μας σ᾽ έναν τρελό χορό εικασιών, η Ντελφίν ντε Βιγκάν (Delphine de Vigan, Γαλλία, 1966), με το λελογισμένο, πεπαιδευμένο θρίλερ Μια αληθινή ιστορία (μτφρ. Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη, εκδ. Utopia), αποφασισμένη να εμπλέξει τον αναγνώστη σε ένα πόκερ της σαγήνης, σε μια καλοστημένη λογοτεχνική απάτη, σε μια ζυμωμένη ζαβολιά, σε ένα ύπουλο, με την καλή έννοια, αφήγημα. Όταν κλείνεις το βιβλίο, καμιά δεκαπενταριά ώρες μετά το άνοιγμα της πρώτης σελίδας, αισθάνεσαι θαυμάσια ξεγελασμένος, και εδώ έγκειται η επιτυχία της Ντελφίν ντε Βιγκάν: οργανώνει το υλικό της παίζοντας με τα είδη τόσο ανεπαισθήτως που δεν αντιλαμβάνεσαι —ή έστω: ξεχνάς διαρκώς— ότι πρόκειται για παιχνίδι. Όπως στο φιλμ του Ουέλλες, αδυνατείς να ξεχωρίσεις εύκολα τι είναι αληθινό και τι όχι. Όπως διατεινόταν ο Γκι Ντεμπόρ, αντιστρέφοντας μια φημισμένη ρήση του Χέγκελ, «το αληθές είναι μια στιγμή του ψευδούς».
Θαυμάσια ξεγελασμένος; Ναι! Διότι, και εδώ έγκειται το «θαυμάσια», η συγγραφέας διαρκώς κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, σπέρνει spoilers συνεχώς, υπενθυμίζοντάς του ότι πρόκειται για λογοτεχνία, αφενός. Αφετέρου, όμως, γράφει με τέτοιον τρόπο, κάτι ανάμεσα σε σκληροπυρηνική μπεστελερίστρια και επίμονη μελετήτρια του Ρολάν Μπαρτ και του Φιλίπ Σολέρς, ώστε να ταλανίζεσαι διαρκώς από την αμφιβολία, να ιδρώνεις στη διελκυνστίδα ανάμεσα στη θυμωμένη πλήξη και στην ανάγκη να πας παρακάτω και να «δεις τι γίνεται». Μια ένταση που σε κάνει να πιστέψεις ότι θα διαπραχθεί ένα στυγερό έγκλημα, μια μικρή λεσβιακή σταγόνα που προσφέρεται τεχνηέντως σ᾽ ένα κρυστάλλινο ποτήρι, το τσίγκλισμα ότι είσαι παρών σε ένα δράμα τίγκα στην αρρωστημένη ζηλοτυπία και τα παιχνίδια του νοσηρού θαυμασμού, παρέα με βαρετές, υπνωτιστικές ιστοριούλες της πεντάρας: ιδού το υλικό και η τέχνη της Αληθινής Ιστορίας.
Και ενώ είσαι έτοιμος να τα παρατήσεις απαυδισμένος, αίφνης το «στρίψιμο» ενός υπαινιγμού, η «βίδα» ενός συμβάντος, σε επαναφέρουν στην πραγματικότητα της ανάγνωσης με ανανεωμένο, ενίοτε αδηφάγο ενδιαφέρον.
Η Ντελφίν ντε Βιγκάν αφήνεται, επίτηδες, σε ανυπόφορα κοινότοπες περιδιαβάσεις στη ψυχογραφική μυθιστοριογραφία βήτα κατηγορίας, στην αναίσχυντη κολακεία του αναγνώστη, και ιδίως της αναγνώστριας, μπολιάζει την ηρωίδα —τάχατες τον ίδιο της τον εαυτό, την ίδια τη συγγραφέα Ντελφίν ντε Βιγκάν— και το απειλητικό της alter ego, την μυστηριώδη, παλλόμενη από εντάσεις, ανώνυμη Λ., με όλες τις ιδιότητες του αφόρητου μέσου όρου που μπορεί να διανοηθεί άνθρωπος, κερνώντας μας με ένα, ακαταμάχητο εντέλει, κοκτέιλ εκνευρισμού και δέλεαρ, με αποτέλεσμα να μην αφήνουμε το βιβλίο από τα χέρια μας, θύματα μιας αμφιθυμίας που μας προκαλεί με μαεστρία η δαιμόνια μυθιστοριογράφος. Λες διαρκώς: δεν μπορεί να είναι έτσι, δεν μπορεί να είναι τόσο κοινότοπα όλα αυτά που λέγονται στις σελίδες ενός βιβλίου που υποτίθεται ότι σου αφηγείται μια συνταρακτική εμπειρία, μια εμπειρία κυριολεκτικά ζωής ή θανάτου. Και ενώ είσαι έτοιμος να τα παρατήσεις απαυδισμένος, αίφνης το «στρίψιμο» ενός υπαινιγμού, η «βίδα» ενός συμβάντος, σε επαναφέρουν στην πραγματικότητα της ανάγνωσης με ανανεωμένο, ενίοτε αδηφάγο ενδιαφέρον.
Το περίφημο writer’s block, το στόμωμα του συγγραφέα, το δημιουργικό αδιέξοδο, γίνεται ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος. Ένα σοκ σε δόσεις μπορεί πάντα να είναι ευπρόσδεκτο, να λειτουργήσει σαν καταλύτης, να σου προσφέρει το εμπρηστικό καύσιμο για να πάρεις ξανά μπροστά. Σ᾽ αυτή την παγίδα πέφτει η ηρωίδα. Καλοδέχεται την εκκεντρική, αλλοπρόσαλλη, απρόβλεπτη παρουσία της Λ., που εισβάλλει, με το μαλακό στην αρχή, με σφοδρότητα εν συνεχεία, στον περίκλειστο κόσμο της, αλώνει όλα τα οχυρά της, υιοθετεί τους τρόπους της, γίνεται με τον καιρό ίδια με την Ντελφίν, ακόμα και ενδυματολογικά. Και την πιέζει, αγορεύοντας ακατάπαυτα σχετικά με το βιβίο που πρέπει, που οφείλει, να γράψει η Ντελφίν, ένα βιβλίο καταβυθισμένο στην πραγματικότητα, αυθεντικό, απαλλαγμένο από τεχνάσματα και λογοτεχνικές συμβάσεις: «Η πλοκή; Μιλάς σοβαρά; Δεν έχεις ανάγκη από πλοκή, Ντελφίν, ούτε από αφηγηματικές ανατροπές […] Δεν έχεις ανάγκη να επινοήσεις το οτιδήποτε. Η ζωή σου, η προσωπικότητά σου, το βλέμμα σου πάνω στον κόσμο πρέπει να είναι το μόνο υλικό σου. Η πλοκή είναι παγίδα, πλεκτάνη, πιστεύεις βέβαια ότι σου προσφέρει καταφύγιο ή άξονα, αλλά είναι ψεύδος […] Ας το ξεκαθαρίσουμε, η πλοκή είναι χυδαία οφθαλμαπάτη, δεν προσφέρει κανένα εφαλτήριο, κανένα έρεισμα. Δεν την έχεις πλέον ανάγκη».
![]() Η Delphine De Vigan
|
Μετά το κοίλο κάτοπτρο του Misery που στήνει μπροστά στον αναγνώστη, η Ντελφίν ντε Βιγκάν, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, μας πετάει κατάμουτρα, θέλοντας να μας υπενθυμίσει βάναυσα τον μέγιστο Βέρμπαλ Κιντ και τον καταχθόνιο Κάιζερ Σόζε.
Με τέτοιες, αλλεπάλληλες, απανωτές ψευτοθεωρητικές ρητορείες, που θαρρείς παρωδούν με μια ψευδομεταμπορχεσιανή ακριτομυθία ό,τι έχουν γράψει για τη λογοτεχνία ο Ρολάν Μπαρτ, ο Ζυλ Ντελέζ και ο Ζακ Ντεριντά, και που αναμφίβολα κλείνουν δέκα και είκοσι φορές το μάτι στο κολοσσιαίο εξάτομο δοκάρι με το οποίο κοπάνησε τις πύλες της μυθιστοριογραφίας των αρχών του 21ου αιώνα ο Νορβηγός Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, και με την αποκοιμιστική συμπεριφορά μιας επιτρεπτικής γυναίκας, μιας enabling woman που αναλαμβάνει να κάνει τα πάντα για λογαριασμό της ηρωίδας, η δαιμόνια Λ. ναρκώνει, σχεδόν εξουδετερώνει, την Ντελφίν, σκοτώνει κυριολεκτικά κάθε ίχνος ζωντάνιας και προσωπικότητας εντός της.
Ώσπου η Ντελφίν τσακίζεται και σπάζει και το πόδι της, και εδώ ο αναγνώστης τείνει να αναφωνήσει «Σικέ! Απάτη! Όλα είναι ψέματα», όπως στους παλιούς αγώνες κατς στα τέλη της δεκαετίας του Εβδομήντα. Τείνει να θυμηθεί, ο εμβρόντητος αναγνώστης, το μυθιστόρημα Misery (1987) του Στίβεν Κινγκ, και ακριβώς τότε η συγγραφέας της Αληθινής Ιστορίας σπεύδει να τον προλάβει, να του τραβήξει το χαλί της ανακάλυψης από τα πόδια: ακριβώς στο σημείο αυτό του σερβίρει ένα χορταστικό τσιτάτο από το Misery! Και ανατρέπει την ανατροπή που είχε ήδη ανατρεπτικά ανατραπεί!
Φυσικά, έναν τέτοιο εγχείρημα δεν θα μπορούσε να αποφύγει την αναφορά στην ευφυέστερη λαϊκή κινηματογραφική εκδοχή του F for Fake, και εδώ δείχνει την πεπαιδευμένη ευφυία της η συγγραφέας της Αληθινής Ιστορίας: μετά το κοίλο κάτοπτρο του Misery που στήνει μπροστά στον αναγνώστη, η Ντελφίν ντε Βιγκάν, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, μας πετάει κατάμουτρα, θέλοντας να μας υπενθυμίσει βάναυσα (διότι στους μπερδεμένους μας καιρούς η υπενθύμιση πρέπει να είναι βάναυση για να είναι λυτρωτική) τον μέγιστο Βέρμπαλ Κιντ και τον καταχθόνιο Κάιζερ Σόζε. Μ᾽ εννοείς, αναγνώστη; Σ᾽ εννοώ, να λες!
* Η κεντρική φωτογραφία είναι από την ταινία του Ρομάν Πολάνσκι που βασίστηκε στο μυθιστόρημα της Delphine De Vigan.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ναι, η γραφή είναι όπλο, Ντελφίν, ένα γαμημένο όπλο μαζικής καταστροφής. Η γραφή είναι μάλιστα πολύ ισχυρότερη απ᾽ όλα όσα μπορείς να φανταστείς. Η γραφή είναι όπλο άμυνας, βολής, συναγερμού, η γραφή είναι χειροβομβίδα, τηλεκατευθυνόμενο βλήμα, όπλο πολέμου. Μπορεί να ισοπεδώσει τα πάντα, αλλά μπορεί κι όλα να τα ξανακτίσει». [σελ. 183-4]
Μια αληθινή ιστορία
Delphine De Vigan
Μτφρ. Μήνα Πατεράκη-Γαρέφη
Utopia 2017
Σελ. 440, τιμή εκδότη €18,50