
Για το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε (Hermann Hesse) «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης, εκδ. Διόπτρα). Κεντρική εικόνα: Από την ομότιτλη κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος από τον σκηνοθέτη Stefan Ruzowitzky (2020).
Γράφει η Ιωάννα Φωτοπούλου
Αν θέλουμε να εντοπίσουμε τι είναι αυτό που γοητεύει μέχρι και σήμερα στο μυθιστόρημα Νάρκισσος και Χρυσόστομος, ένα από τα πιο πετυχημένα έργα της ώριμης συγγραφικής παραγωγής του Χέρμαν Έσσε -παρόλο που ο ίδιος δυσανασχετούσε με τους υπερβολικούς επαίνους που προέτασσαν μάλιστα την υπεροχή του σε σχέση με τον Λύκο της στέπας-, πρέπει να ψάξουμε στη δύναμη των αρχέτυπων από τα οποία αντλεί ένα μεγάλο μέρος της σπουδαίας λογοτεχνίας.
Επηρεασμένος από τη γιουνγκιανή ψυχανάλυση, ο Έσσε χρησιμοποιεί αρχέτυπα που ανήκουν στο ασύνειδο πνεύμα δημιουργώντας τους απαραίτητους συμβολισμούς που καθιστούν το έργο διαχρονικό και ικανό να συγκινεί μέχρι και σήμερα. Η σχέση δασκάλου και μαθητή και ο δρόμος προς τον εσώτερο εαυτό αγγίζουν κάθε άνθρωπο που παραμένει ανήσυχος, ανεξαρτήτως ηλικίας κι εποχής. Ο Νάρκισσος συμβολίζει τον Σοφό Γέροντα ο οποίος προσφέρει καθοδήγηση και κατεύθυνση στον Χρυσόστομο, ενώ ο Χρυσόστομος εκπροσωπεί το Θείο Βρέφος που αντιπροσωπεύει τον αληθινό εαυτό στην πιο αγνή του μορφή. Είναι αυτός που ενσαρκώνει την αθωότητα και την ευαισθησία, ταυτόχρονα όμως φέρει τις φιλοδοξίες και τις πλήρεις δυνατότητες του ατόμου που στην περίπτωση του Χρυσόστομου όχι μόνο έχουν καταπιεστεί αλλά παραμένουν τελείως άγνωστες σε εκείνον, αποτελούν δηλαδή τη Σκιά του, όπως θα λέγαμε με γιουνγκιανούς όρους.
Η ιστορία είναι απλή. Σ’ ένα μεσαιωνικό μοναστήρι, ζει ο Νάρκισσος, προικισμένος και χαρισματικός οραματιστής μοναχός ταγμένος στο πνεύμα και τη διανόηση. Όταν στο μοναστήρι καταφθάνει ο Χρυσόστομος, ο Νάρκισσος αναγνωρίζει σε αυτόν κάτι το ξεχωριστό και παρά τις διαφορές του από εκείνον αντιλαμβάνεται την ψυχική τους συγγένεια, με συνέπεια γρήγορα να αναπτυχθεί μεταξύ τους μια στενή φιλία, η οποία όμως υφίσταται τους περιορισμούς της σχέσης μέντορα-μαθητή και σε ένα δεύτερο επίπεδο θεραπευτή-θεραπευόμενου. Άλλωστε, όπως αναφέρεται και στο επίμετρο της έκδοσης, οι ψυχοθεραπευτές δεν άργησαν να βρουν την αξία που είχε το βιβλίο για τον κλάδο τους. Ο Χρυσόστομος θα γοητευτεί από τον Νάρκισσο και θα θελήσει να ακολουθήσει τον ασκητικό δρόμο του στοχαστή, ο Νάρκισσος, όμως, ανταποκρινόμενος στο ρόλο του δασκάλου-καθοδηγητή, θα τον βοηθήσει να ξεδιαλύνει τις επιθυμίες από το πεπρωμένο του και να ανακαλύψει την πραγματική του φύση. Γι’ αυτό, θα τον οδηγήσει τελικά έξω από το μοναστήρι για να περιπλανηθεί στον πραγματικό κόσμο.
Το συγκεκριμένο αρχέτυπο, σύμφωνα με τον Φρόιντ, αντιπροσωπεύει το «εγώ», το κομμάτι που απομακρύνεται από τη μητέρα και θεωρώντας τον εαυτό του κάτι ξεχωριστό θυσιάζεται, αρχέτυπο που ταιριάζει τόσο στον Νάρκισσο όσο και στον Χρυσόστομο.
Στο μυθιστόρημα Νάρκισσος και Χρυσόστομος μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει ως αφηγηματικό μοτίβο τα δώδεκα στάδια του ταξιδιού του ήρωα, σύμφωνα με τον Τζόζεφ Κάμπελ, αν και δεν πρόκειται για μια ηρωική περιπέτεια, αφού στην προκειμένη περίπτωση ο Χρυσόστομος δεν έχει να παλέψει με κάτι συγκεκριμένο – ο δαίμονας με τον οποίο έχει να συγκρουστεί παραμένει αόρατος, πρέπει όμως «ν’ αναγκαστεί να φανερωθεί· και ύστερα να νικηθεί». Ούτε και θα θυσιαστεί για το καλό του συνόλου, παρόλο που είναι έτοιμος να αφοσιωθεί στη μοναστική ζωή προκειμένου να εκπληρώσει την επιθυμία του πατέρα του. Με την καθοδήγηση του Νάρκισσου, ξεκινά ένα ταξίδι περιπλάνησης και αναζήτησης τόσο στον εξωτερικό κόσμο όσο και στον εσωτερικό, προκειμένου να ανακαλύψει την πραγματική του φύση που παραμένει στη σκιά. Το συγκεκριμένο αρχέτυπο, σύμφωνα με τον Φρόιντ, αντιπροσωπεύει το «εγώ», το κομμάτι που απομακρύνεται από τη μητέρα και θεωρώντας τον εαυτό του κάτι ξεχωριστό θυσιάζεται, αρχέτυπο που ταιριάζει τόσο στον Νάρκισσο όσο και στον Χρυσόστομο. Ο Χρυσόστομος έχει πράγματι απομακρυνθεί από τη μητέρα του. Όσο για τη θυσία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο: «Κανένας δεν μάντευε το βάρος που είχε μέσα του, ένα σημάδι εκ γενετής, μια μύχια λαχτάρα για θυσία και εξιλέωση». Γι’ αυτόν η μητέρα παραμένει μια συγκεχυμένη μορφή που δε γνωρίζει καν ότι την αναζητά. Το ταξίδι του είναι αυτό που θα τον φέρει κοντά της: δεν θα την ανακαλύψει ως πρόσωπο, αλλά με την αρχετυπική μορφή της Μεγάλης Μητέρας.
Μια ανάλυση κατά Κάμπελ
Επιχειρώντας, λοιπόν, μία κατά Κάμπελ ανάλυση, θα λέγαμε ότι ο φυσιολογικός κόσμος του ήρωα -που είναι το μοναστήρι και η ζωή σε αυτό- διαταράσσεται όταν ο Χρυσόστομος δέχεται την κλήση σε περιπέτεια από τους συμμαθητές του, με τους οποίους βγαίνει έξω προκειμένου να ερωτοτροπήσει. Η εμπειρία αυτή κλονίζει την υγεία του εξαιτίας των τύψεων που τον κατακλύζουν και ουσιαστικά ακυρώνει την επιλογή του και αρνείται την περαιτέρω δράση. Στο σημείο αυτό είναι καταλυτική η επίδραση του μέντορα Νάρκισσου, ο οποίος θα τον βοηθήσει να ξεδιαλύνει τις αμφιβολίες και τους φόβους του και θα τον οδηγήσει στον έξω κόσμο, στην πραγματική δράση.
Εκεί έξω θα γνωρίσει τον έρωτα και θα έρθει όλο και πιο κοντά στη Μεγάλη Μητέρα, την οποία θα επιχειρήσει να συλλάβει μέσα από την τέχνη του.
Τελικά ο Χρυσόστομος θα περάσει το κατώφλι και θα εγκαταλείψει τον κόσμο με τον οποίο είναι εξοικειωμένος και που τον χωρίζει από ένα νέο άγνωστο σύμπαν, για να βγει σε ένα ταξίδι περιπλάνησης όπου θα βιώσει μια σειρά από δοκιμασίες. Θα περάσει από την απαραίτητη μοναξιά μα στη συνέχεια θα συναντήσει πολλούς ανθρώπους. Άλλοι θα λειτουργήσουν ως σύμμαχοι και άλλοι ως εχθροί του, ενώ δεν θα λείψουν κι εκείνοι που θα σταθούν στο πλάι του σαν μέντορές του, όπως ο δάσκαλος Νικλάους, δίπλα στον οποίο θα μαθητεύσει ως εκκολαπτόμενος ζωγράφος. Εκεί έξω θα γνωρίσει τον έρωτα και θα έρθει όλο και πιο κοντά στη Μεγάλη Μητέρα, την οποία θα επιχειρήσει να συλλάβει μέσα από την τέχνη του.
Όσο ο Χρυσόστομος προσεγγίζει το σπήλαιο, η υπαρξιακή του κρίση γιγαντώνεται. Διακατέχεται από εσωτερικές συγκρούσεις, νιώθει μάταιη τη διαδρομή του και αμφιβάλλει για τις επιλογές του. Στόχος του είναι η δημιουργία ενός αγάλματος που θα ενσαρκώνει τη Μεγάλη Μητέρα. Αυτή είναι η μεγάλη δοκιμασία, το αριστούργημά του. Τελικά, το έπαθλό του θα είναι η αυτογνωσία και η συνάντηση με τη μητέρα και τη θηλυκή του πλευρά μέσα από την τέχνη. Ο δρόμος της επιστροφής θα τον φέρει και πάλι κοντά στον Νάρκισσο ως ισότιμο φίλο του αυτή τη φορά και σε μια αντιστροφή ρόλων θα είναι αυτός τώρα που θα τον επηρεάσει. Ως ανάσταση μπορεί να θεωρηθεί η ολοκλήρωση που βιώνουν οι δύο φίλοι που αντιπροσωπεύουν τις δύο πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, το σώμα και το πνεύμα, ενώ το ελιξήριο είναι το απόσταγμα της πλήρους ζωής που ο Χρυσόστομος αφήνει παρακαταθήκη στον Νάρκισσο φεύγοντας.
(...) η επαφή με το συγκεκριμένο κείμενο είναι παρηγορητική και γοητεύει ακόμα και σήμερα κάθε ανήσυχο άνθρωπο που κάτι ψάχνει εκεί έξω.
Ο Νάρκισσος και ο Χρυσόστομος απεικονίζουν τις δύο όψεις ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου. Το πνεύμα και την ψυχή, τον λόγο και το συναίσθημα, το αρσενικό και το θηλυκό, το γιν και το γιανγκ. Το αλληγορικό αυτό μυθιστόρημα αποτελεί μια απόπειρα συνταιριάσματος των αντιθέτων: της δυτικής φιλοσοφικής παράδοσης με τις ανατολίτικες βουδιστικές και ινδικές θρησκευτικές παραδόσεις, τις οποίες ο Έσσε γνώριζε σε βάθος αφού ο παππούς του υπήρξε διακεκριμένος ινδολόγος. Είναι ένα έργο που περιγράφει το ταξίδι της ψυχής προς την αυτογνωσία, η οποία περνά μέσα από τη σωματικότητα, τον κόσμο των αισθήσεων και της τέχνης μέχρι να επανενωθεί με το πνεύμα, έτσι ώστε να φτάσει στην πληρότητά της. Και παρόλο που όλες αυτές οι ιδέες είναι πλέον γνωστές στο ευρύ κοινό και η ίδια η γραφή δείχνει κάπως να έχει παλιώσει, η επαφή με το συγκεκριμένο κείμενο είναι παρηγορητική και γοητεύει ακόμα και σήμερα κάθε ανήσυχο άνθρωπο που αναζητά απαντήσεις ή, έστω, τα σωστά ερωτήματα.
*Η ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ είναι εκπαιδευτικός, κάτοχος Μεταπτυχιακού στη Δημιουργική Γραφή.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Σαν αυτό το μικρό μυστικό του νερού ήταν τα πραγματικά μυστικά, σκέφτηκε· όλες οι αληθινές εικόνες της ψυχής: Δεν είχαν σχήμα, δεν είχαν μορφή, ήταν μακρινές, πανέμορφες δυνατότητες, τυλιγμένες σε πέπλα διάφανα και σε νοήματα πολλά, δυνατότητες που μόνο να τις μαντέψεις μπορούσες. Κι όπως στο μισοσκόταδο του πράσινου ποταμίσιου βυθού σπιθοβολούσε και λαμπύριζε για μια στιγμή κάτι χρυσό ή ασημένιο, ένα τίποτα γεμάτο αφάνταστες λαμπρές υποσχέσεις, έτσι και στο χαμένο προφίλ ενός ανθρώπου, ιδωμένο λοξά απ’ το πλάι ή από πίσω, πρόβαλλε καμιά φορά κάτι άπειρα όμορφο ή ανήκουστα θλιμμένο· κι όπως το φανάρι μιας άμαξας μέσα στη νύχτα ταλαντεύεται και στρίβει, κι οι ίσκιοι των τροχών του με τις περιστρεφόμενες ακτίνες τους πέφτουν πελώριοι στους τοίχους, μπορούσε μια στιγμή απ’ αυτό το παιχνίδι φωτός και σκιάς να χωρέσει περισσότερες σκηνές, περισσότερες ιστορίες απ’ ολόκληρο τον Βιργίλιο. Με το ίδιο παραμυθένιο μαγικό νήμα ύφαινε η νύχτα τα όνειρα: Ένα τίποτα που είχε μέσα του όλες τις εικόνες του κόσμου, νερό τρεχούμενο που στο κρύσταλλό του έκρυβε τις μορφές όλων των ανθρώπων, των ζώων, των αγγέλων και των δαιμόνων ‒ δυνατότητες πάντα έτοιμες, πάντα ξύπνιες».
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Χέρμαν Έσσε γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1877 στην Καλβ της Βιρτεμβέργης. Ο πατέρας του ήταν ιεραπόστολος και ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του γνωστός ινδολόγος.
Ξεκίνησε να εργάζεται ως βιβλιοπώλης, δημοσιεύοντας παράλληλα τα πρώτα του ποιήματα και πεζά και αρθρογραφώντας σε εφημερίδες. Το 1904 το μυθιστόρημα Πέτερ Κάμεντσιντ του χάρισε την αναγνώριση και την ευκαιρία να ζήσει στο εξής αποκλειστικά από τη συγγραφή. Υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους και πλέον αναγνωρισμένους Γερμανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε 70 γλώσσες. Στα γνωστότερα μυθιστορήματά του συγκαταλέγονται τα Σιντάρτα, Ο Λύκος της Στέπας, Ντέμιαν και Νάρκισσος και Χρυσόστομος. Το 1946 ο Έσσε τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Ελβετία, όπου και πέθανε, στις 9 Αυγούστου του 1962, στο σπίτι του στη Μοντανιόλα.