Για το βιβλίο του Έρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Κνουλπ» (μτφρ. Βασίλης Τσαλής, εκδ. Διόπτρα). Κεντρική εικόνα: πίνακας του Γκυστάβ Καγιεμπότ.
Γράφει o Νίκος Ξένιος
Το «Κνουλπ» («Τρεις ιστορίες από τη ζωή του Κνουλπ») είναι μια σειρά τριών ιστοριών του Χέρμαν Έσσε, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1915. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα στην εξαιρετική μετάφραση του Βασίλη Τσαλή. Ο Έσσε είχε σχεδιάσει πρωϊμότερες εκδοχές του βιβλίου μεταξύ του 1902 και του 1904, ενώ την τελική μορφή την ξεκίνησε το 1907, ως μέρος του κύκλου έργων «Νοσταλγία για το Γκέρμπερζαου», κι ενώ βρισκόταν στη λίμνη της Κωνσταντίας. Αρχικά ήταν ένα εγκώμιο για τους ευτυχείς ανέστιους και, τελικά, διαμορφώθηκε σε τρεις απλές ποιητικές πρόζες, που σε κάποια σημεία αφήνουν την αίσθηση της βαθειάς ενδοσκόπησης.
«Με ενδιαφέρει η βυρσοδεψία, αλλά δεν έχω καμιά όρεξη για δουλειά»
«Στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα ο φίλος μας ο Κνουλπ χρειάστηκε μια φορά να νοσηλευτεί για πολλές εβδομάδες, και όταν πήρε εξιτήριο, ήταν Φεβρουάριος μήνας και ο καιρός ήταν απαίσιος, έτσι ώστε μετά από κάμποσες μέρες πεζοπορία ανέβασε πάλι πυρετό κι έπρεπε να βρει κάποιο κατάλυμα. Δεν του έλειπαν οι φίλοι και είναι σίγουρο ότι σχεδόν σε κάθε πολίχνη της περιοχής θα γινόταν δεκτός με μεγάλη χαρά». (σελ.15)
Το πρώτο κεφάλαιο του «Κνουλπ», σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, μας συστήνει τον ομώνυμο ήρωα και τον τρόπο ζωής του στη Γερμανία της δεκαετίας του 1890. Στις αρχές της άνοιξης («Πρώιμη Άνοιξη» είναι ο τίτλος του πρώτου αφηγήματος, που ολοκληρώθηκε το 1913) ο Κνουλπ συναντά στο Λέχστετεν τον παλιό φίλο του Έμιλ Ρότφους, που είναι βυρσοδέψης. Σταδιακά ο Κνουλπ τού ανακινεί τη νοσταλγία για τις μέρες της νεότητας, επιδεικνύοντας βαθειά, βιοσοφική κατανόηση των κανόνων που διέπουν το σύμπαν και την ανθρώπινη ζωή.
O Kνούλπ είναι ένας γοητευτικός ακαμάτης, ένας flâneur με αναξιοποίητα καλλιτεχνικά ταλέντα (γράφει στιχάκια όλη την ώρα, τραγουδά τυρολέζικους σκοπούς, διασκεδάζει τις λαϊκές κοπέλες με τα ευφυολογήματά του) που δυσκολεύεται να βρει ρίζες.
Είναι ένας γοητευτικός ακαμάτης, ένας flâneur με αναξιοποίητα καλλιτεχνικά ταλέντα (γράφει στιχάκια όλη την ώρα, τραγουδά τυρολέζικους σκοπούς, διασκεδάζει τις λαϊκές κοπέλες με τα ευφυολογήματά του) που δυσκολεύεται να βρει ρίζες και που ζει (παρασιτικά, κατά κάποιους) από ‘δω κι από ‘κει, χωρίς σταθερή δουλειά και χωρίς να δένεται με τόπους και με ανθρώπους, παρά μόνον διατηρώντας ως κόρην οφθαλμού το βιβλιάριο υγείας του. Μια ύπαρξη «ενδεής, επισφαλής, χαρούμενη, μποέμ», όπως γράφει στο επίμετρο ο μεταφραστής Βασίλης Τσαλής, που όμως βαίνει προς την αυτογνωσία-σε μια διαδικασία συναισθηματικής ενηλικίωσης. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η ροπή προς τη ρομαντική ονειροπόληση. Ένας χαρακτήρας αντλημένος από τον Σαίξπηρ και από τον Τσώσερ, ίσως. Έχοντας ζήσει μια ζωή τυχοδιώκτη, «παντός καιρού», και μέσα από μικρές «προδοσίες» ο Κνουλπ έχει διασφαλίσει το ποσοστό αυθυπαρξίας που διεκδικεί από τη ζωή και την πηγαιότητα ενός πλανόβιου, με μεγάλο όμως τίμημα: τον αποχωρισμό από το παιδί του αφενός, κι αφετέρου την αναμέτρηση με την πιθανότητα, ως πλάνης και ανέστιος, να σπατάλησε τη ζωή του.
"Οι αναμνήσεις μου από τον Κνουλπ" (1907)
«Ο πλανόβιος μπορεί να είναι τραχύς ή τρυφερός, επιδέξιος ή μπουνταλάς, γενναίος ή ντροπαλός, στο βάθος της καρδιάς του, όμως είναι πάντα παιδί, αναβιώνει διαρκώς την πρώτη μέρα του κόσμου πριν από την απαρχή της ιστορίας, προσανατολίζεται στη ζωή του ακολουθώντας λίγα μόνο βασικά ένστικτα.[..] Είναι πάντα ο αντίπαλος και θανάσιμος εχθρός του πλούσιου και του βολεμένου, ο οποίος τον μισεί, τον περιφρονεί και τον φοβάται, γιατί δεν θέλει να του τα θυμίζουν όλα αυτά: την παροδικότητα κάθε ύπαρξης, τον μαρασμό της ζωής και τον αναπόφευκτο παγερό θάνατο, που κυριαρχεί παντού στο σύμπαν». (σελ.131-132)
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει όσα ανακαλεί ένας ανώνυμος, πρωτοπρόσωπος αφηγητής από τις συζητήσεις που έκανε με τον Κνουλπ: για τη σημασία των πραγμάτων στην ανθρώπινη ζωή, για τη ζωή ενός περιηγητή και το τι αυτή προσφέρει, για τον Έρωτα -που στην ουσία είναι έρωτας για τον Έρωτα-, για τη φιλία, για την αναζήτηση ενός κάποιου νοήματος στα πράγματα. Το δεύτερο μέρος μάς εισάγει στο κλίμα του φαντασιωσικού επαναπατρισμού του Κνουλπ, ιδιαίτερα στο σημείο όπου ο Κνουλπ αφηγείται ένα όνειρο που είδε: όνειρο που έμοιαζε να διαδραματίζεται στον τόπο του και να περιλαμβάνει και τον πρώτο, νεανικό του έρωτα.
Ο Έρμαν Έσσε γεννήθηκε το 1877 στο Calw της Βυρτεμβέργης, μια μικρή πόλη του Μέλανος Δρυμού. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1899 με την ποιητική συλλογή "Τα ρομαντικά τραγούδια" και τη συλλογή πεζών "Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα". Ακολούθησαν πολυάριθμα έργα, που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Υπήρξε ιδρυτής του περιοδικού "Vinos Voco", μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Βέρνης και τιμήθηκε με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων με το βραβείο Νόμπελ το 1946, και με το βραβείο Ειρήνης των Γερμανών βιβλιοπωλών το 1955. Πέθανε το 1962. |
Είναι χαρακτηριστικό το σημείο όπου ο Κνουλπ κόβει ένα κλωναράκι από λουλούδι νεκροταφείου και το βάζει στο καπέλο του. Φιλοσοφεί ξαπλωμένος στο γρασίδι, αποκαλύπτοντας την ομορφιά του εφήμερου, και αφήνοντας ανοιχτή την πιθανότητα της μετά θάνατον ζωής. Επίσης, πολύ σημαντική είναι η ανάμνηση της απώλειας του πρώτου του έρωτα: πρόκειται και για την πρώτη του αντίδραση απέναντι στους γονείς του/και για τη μοιραία αφορμή της αιθεροβάμονος απόδρασης απ’αυτούς και από τον εφησυχασμένο βίο τους. Αργότερα υπήρξαν και άλλες απώλειες που εμφιλοχώρησαν και καθόρισαν το μοντέλο ζωής που επέλεξε: αυτό του αμφίσημου, του μη εντοπίσιμου, του μη προσδιορισμένου, του φευγάτου.
«Το τέλος»(1914) : αυτοβιογραφικά στοιχεία
Το τρίτο αφήγημα διαδραματίζεται μήνα Οκτώβριο: ο Κνουλπ, στη γενέτειρά του, το Γκέρμπερζαου, συναντά τον γιατρό Μαχόλντ, παιδικό φίλο και συμμαθητή του. Σε τριτοπρόσωπη αφήγηση βλέπουμε πώς ο Μαχόλντ περιποιείται τον Κνουλπ, που τώρα εμφανίζεται καταπονημένος και πρόωρα γηρασμένος από μια αρρώστια των πνευμόνων.
Ο Μαχόλντ γίνεται ευήκοον ούς για τις εξιστορήσεις που θα κάνει ο Κνουλπ λίγο προτού μπει ο χειμώνας. Προτείνει να εξασφαλίσει κλίνη στον Κνουλπ στο νοσοκομείο Όμπερστετεν, αλλά ο Κνουλπ αδυνατεί να υιοθετήσει συμβατικές κατηγορίες ταυτότητας για το συμφέρον του, και επιλέγει να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο της γενέτειράς του. Σε μια πρωϊμότερη εκδοχή του «Τέλους» (που παρατίθεται σε παράρτημα του βιβλίου και που ο Έσσε στο τελικό χειρόγραφο την είχε διαγράψει), αυτός που τον φροντίζει είναι επίσης πρώην συμμαθητής του, αλλά ήταν ο εφημέριος του Στάμχαϊμ. Ο Κνουλπ αποδύεται σε μια περιπέτεια πεζής περιπλάνησης, εν είδει προσκυνήματος στη γερμανική φύση. Στον δρόμο συναντά τον Θεό, που τον διαβεβαιώνει ότι η κλήση του ήταν εξαρχής να μεταδώσει τη χαρά της ζωής σε όσους θα επωφελούνταν της ελαφρότητάς του. Ο θάνατός του αποδίδεται υπαινικτικά από τον Χέρμαν Έσσε, σαν ένας βαθύς, νοσταλγικός λήθαργος.
Το σκηνικό του Μέλανα Δρυμού κυριαρχεί στο βιβλίο: τα σοκάκια του γερμανικού χειμώνα, ο συνωστισμός των αγροτών στη ζωοπανήγυρη, η ζωή του σιδεράδικου και το σκηνικό του βυρσοδεψείου, επίσης.
Το σκηνικό του Μέλανα Δρυμού κυριαρχεί στο βιβλίο: τα σοκάκια του γερμανικού χειμώνα, ο συνωστισμός των αγροτών στη ζωοπανήγυρη, η ζωή του σιδεράδικου και το σκηνικό του βυρσοδεψείου, επίσης. Από ένα ντοκιμαντέρ για τον Χέρμαν Έσσε συγκράτησα πως το αγαπημένο μέρος του συγγραφέα ήταν η γέφυρα του Αγίου Νικολάου, πάνω από το Nagold στο Calw, όπου γεννήθηκε. Τα πρώτα του αφηγήματα του κύκλου «Γκέρμπερζαου» αναφέρονταν σε αυτόν τον περίφημο «αντιρρησία» που χλευάζει ευφυώς την παροιμιώδη φιλεργία των Σουηβών και τη βαρύτητα που έδιναν στον ευσεβισμό (την κατεξοχήν θρησκευτική αρετή του Προτεστάντη): ο Κνουλπ ατενίζει τη μικρή πόλη, το γαλάζιο χρώμα του ποταμού, τα πράσινα νησάκια, καθώς αφήνει το Calw και πεζοπορεί σε υψώματα και κοιλάδες μέχρι το μικροσκοπικό χωριό Zavelstein με τα ερείπια του κάστρου.
Ο Έσσε για τον Κνουλπ
Ο ίδιος ο Έσσε είχε γράψει για τους χαρακτήρες του βιβλίου του, το 1935:
«Σε αντίθεση με αυτό που είναι της μόδας, δεν θεωρώ ότι είναι καθήκον του ποιητή να θέτει κανόνες στους αναγνώστες του για τη ζωή και να υποδύεται τον παντογνώστη. Ο ποιητής απεικονίζει αυτό που ελκύει τον ίδιο, και χαρακτήρες όπως ο Kνουλπ είναι πολύ ελκυστικοί για μένα. Οι μορφές αυτές μπορεί να μην είναι χρήσιμες, αλλά είναι πολύ λιγότερες επιζήμιες από κάποιες χρήσιμες».
Ο περιπλανώμενος Κνουλπ δεν παύει να είναι, για την κοινή αντίληψη, ένα σύμβολο απελευθέρωσης και αποτίναξης των συμβάσεων της «κανονικής», οικόσιτης ζωής. Πάντα ονειρεύεται τις βόρειες χώρες και τη θάλασσα. Η ανήσυχη, ρεμβώδης φύση του τον οδηγεί στο ν’ «αναχωρεί» διαρκώς, όμως μια βαθιά εγκατεστημένη νοσταλγία βασανίζει την ψυχή του. Υπό το πρίσμα του πραγματισμού, είναι μάλλον ένας «χαμένος» της ζωής, ωστόσο η φυσική του γοητεία του εξασφαλίζει περίοπτη θέση στο πάνθεον των σημαντικών λογοτεχνικών χαρακτήρων, κοινό γνώρισμά των οποίων είναι η λιτή απόδοση.
«Του φαίνονταν τώρα λίγα και ανούσια τα ατελείωτα χρόνια της περιπλάνησης του, ενώ το μυστήριο των χρόνων της εφηβείας του είχε περιβληθεί μια καινούργια λάμψη και μαγεία». (σελ. 104). Είναι πιθανό η τελευταία, παρηκμασμένη εικόνα του ήρωά του να συνέπιπτε με την προσωπική κρίση που διερχόταν ο ίδιος ο συγγραφέας, καθώς διαλυόταν ο γάμος του και η οικογένειά του και καθώς η Γερμανία (που σταδιακά εξέτρεφε τις πρώτες εστίες εθνικισμού) τον έδιωχνε μακριά της.
To πορτραίτο του Κνουλπ που φιλοτεχνεί ο μεγάλος συγγραφέας είναι ένα πορτραίτο τολμηρό για τα αυστηρά, συμβατικά δεδομένα του γερμανικού αναγνωστικού κοινού, ιδιαίτερα σ’εκείνη την εποχή με τη συντηρητική στροφή προς αυταρχικές πολιτικές λύσεις. Ίσως, δε, τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα να διαμόρφωσαν, ως ένα βαθμό, τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του Κνουλπ, που στον πυρήνα της ύπαρξής του παραμένει ένας αμετανόητος hidalgo, ένας οικειοθελώς αποχωρήσας homme de noblesse.
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.