«Όποιοι έπεσαν από τα σύννεφα με το σκάνδαλο Qatargate καλό είναι να σπεύσουν από τους πρώτους να διαβάσουν αυτό το βιβλίο». Για το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μενάσσε [Robert Menasse] «Η πρωτεύουσα» (μτφρ. Θόδωρος Σακελλαρόπουλος) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
Οι Βρυξέλλες αναστατώνονται όταν ένα γουρούνι κάνει ξαφνικά την εμφάνιση του στο κέντρο της πόλης. Τι είναι αυτό το γουρούνι, κινδυνεύουν οι άνθρωποι απ’ αυτό, πώς εμφανίστηκε απρόσκλητο στα κεντρικά σημεία της πόλης, πότε θα φύγει;
Η πρωτεύουσα Άουσβιτς
Αυτά αναρωτιούνται μερικοί από τους πρωταγωνιστές αυτού εδώ του μυθιστορήματος, με τίτλο Η πρωτεύουσα, που είδαν το περιστατικό. Το χάος που αυτό προκαλεί στις Βρυξέλες, μήπως συμβολίζει το χάος που προκαλεί ο απεχθής εθνικισμός στην Ένωση; Και ζητώ συγγνώμη από το συμπαθές ζωάκι που συγκρίνεται με τον αποκρουστικό εθνικισμό. Μπορεί μια αρχικώς αστυνομική υπόθεση που αφορά τη δολοφονία ενός προσώπου, μάλλον κατά λάθος, μέσα σ’ ένα ξενοδοχείο στις Βρυξέλλες να κρύβει μια πραγματεία για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το μέλλον των θεσμών της; Μπορεί, αν συγγραφέας είναι ο μάστορας της ειρωνείας και των ανατροπών, ο Αυστριακός συγγραφέας Ρόμπερτ Μενάσσε, ο οποίος συνεχίζει την οξύτατη κριτική της κοινωνικής υποκρισίας των αυστριακών συγγραφέων, όπως ο Μπέρνχαρντ, η Γέλινεκ και ο Χάντκε, αλλά με ένα δικό του τρόπο, όπου η ίντριγκα παντρεύεται το δηκτικό κοινωνικό σχόλιο.
Όποιοι έπεσαν από τα σύννεφα με το σκάνδαλο Qatargate καλό είναι να σπεύσουν από τους πρώτους να διαβάσουν αυτό το βιβλίο.
Όποιοι έπεσαν από τα σύννεφα με το σκάνδαλο Qatargate καλό είναι να σπεύσουν από τους πρώτους να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Γιατί, αν και μυθιστόρημα, ο συγγραφέας του διεισδύει στους τρόπους που λειτουργεί η λεγόμενη γραφειοκρατία των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα ανακαλύψουν ότι παράγονται εκεί σκάνδαλα τέτοιου και χειρότερου τύπου. Οι αντιθέσεις μεταξύ της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωκοινοβουλίου, μεταξύ των διευθύνσεων και των υποδιευθύνσεων, μεταξύ των διευθυντών και των υποδιευθυντών, μεταξύ των στελεχών των διευθύνσεων, είναι πράγματα που έχουν περιγραφεί εκτενώς και από πολλούς. Δεν βρίσκεται εδώ η πρωτοτυπία αυτού του βιβλίου. Βρίσκεται στο ότι ο συγγραφέας υποδεικνύει την αιτία όλων αυτών και όχι τα συμπτώματα. Και η αιτία βρίσκεται στο ότι η ΕΕ είναι δέσμια του εθνικισμού όχι μόνο των εθνικιστικών αλλά και των λεγόμενων συστημικών κομμάτων. Δέστε το δικό μας ΠΑΣΟΚ. Πώς θα μπορούσε να παραχθεί τέτοιο εθνικιστικό φρούτο, όπως η κυρία Καϊλή, έξω από αυτό το θερμοκήπιο; Όσοι εργάζονται στους θεσμούς της Ένωσης λειτουργούν πρωτίστως ως εκφραστές των συμφερόντων της χώρας από την οποία κατάγονται και δευτερευόντως για την Ευρώπη. Η ταυτότητά τους είναι εθνική και όχι ευρωπαϊκή. Πόσες φορές έχουμε ακούσει Έλληνες ευρωβουλευτές να υπερηφανεύονται, αντί να ντρέπονται, όταν δηλώνουν πως μέγιστο καθήκον τους είναι η προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων. Μα κύριοι και κυρίες είστε εκεί για να υπερασπιστείτε τα κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα. Αν θέλατε να υπερασπίσετε τα ελληνικά, ας ήσασταν στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Ή είναι πολλά τα ευρωπαϊκά λεφτά; Υπάρχουν όμως κοινά ευρωπαϊκά συμφέροντα; Μάλλον όχι. Αυτό βλέπει ο συγγραφέας και θλίβεται. Ένωση εμπορικών συμφερόντων και όχι ανθρώπων υπάρχει. Ακόμη και αυτό είναι εν αμφιβόλω, αφού η κάθε χώρα επιδιώκει να κλείνει μόνη της εμπορικές συμφωνίες για τα δικά της προϊόντα και όχι ενιαία. Δεν είναι ένωση ανθρώπων, αλλά μόνο κρατών. Αυτό είναι που δημιουργεί από αδιαφορία έως αντιπάθεια προς τους θεσμούς της ΕΕ και όχι η πτώση της ανάπτυξης, όπως οι «σοφοί» της διατείνονται κατά καιρούς.
Τα επτά πρόσωπα της «Πρωτεύουσας»
Επτά κατά τη γνώμη μου είναι τα κύρια πρόσωπα του έργου. Πρώτος ο γηραιός καθηγητής Οικονομικών Επιστημών Αλοϊς Έρχαρτ, μέλος του think tank “New Pact for Europe”, το οποίο έχει αναλάβει να συντάξει μια έκθεση για την ανασυγκρότηση της Ευρώπης. Ο καθηγητής Έρχαρτ είναι γιος αστυνόμου που στάλθηκε στο Πόζναν για την αντιμετώπιση δήθεν της αντίστασης, αλλά στην ουσία για να σκοτώνει εβραίους.
Δεύτερος είναι ο διασωθείς από τους ναζί και μέλος της Αντίστασης εβραίος Νταβίντ ντε Φριντ που ζει σε γηροκομείο.
Τρίτο κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι η Κύπρια Φένια Ξενοπούλου, ανώτερη υπάλληλος στην Επιτροπή Εμπορίου, που πήρε δυσμενή «προαγωγή» σε μια διεύθυνση χωρίς χρήματα και αντικείμενο, στη Γενική Διεύθυνση Πολιτισμού.
Το τέταρτο πρόσωπο είναι το μεσαίο στέλεχος της Διεύθυνσης Πολιτισμού, Αυστριακός Μάρτιν Ζούσμαν. Αυτός έδωσε την ιδέα στην Φένια για μια γιορτή για τα πενήντα χρόνια από την ίδρυση της Κομισιόν, στην οποία κεντρικό ρόλο θα δινόταν στην ανακήρυξη του Άουσβιτς ως «γενέτειρας» της Ένωσης και όπου ο εορτασμός θα πραγματοποιείτο με την καθοριστική παρουσία των τελευταίων επιζώντων.
Το πέμπτο σημαντικό πρόσωπο είναι ο αστυνόμος Α’ Εμίλ Μπρυνφό, από τον οποίο αφαιρούν την υπόθεση της δολοφονίας, γιατί ήταν μια δολοφονία που πίσω της κρύβονταν μυστικές υπηρεσίες και η Καθολική Εκκλησία. Η σχέση μυστικών υπηρεσιών και Εκκλησίας στη δολοφονία προσώπων ύποπτων για τρομοκρατικές ενέργειες, τα οποία όμως ξεφεύγουν της σύλληψης λόγω μη τρανταχτών αποδείξεων, είναι ίσως το λιγότερο δυνατό σημείο του μυθιστορήματος. Αλλά ποιος ξέρει πάλι;
Το έκτο πρόσωπο είναι ο πιστός-δολοφόνος Ματέους Οσβιέτσκι, αφοσιωμένος στην Εκκλησία που τον είχε κρύψει, όταν οι κομμουνιστές κυνήγησαν την οικογένεια του μετά τον Πόλεμο και αυτός είχε μπει στην αντικομμουνιστική Αντίσταση.
Και το έβδομο ο ιδεαλιστής τσέχο-αυστριακός, παιδί της πάταξης της Άνοιξης της Πράγας, ο Μπόχουμιλ Σμέκαλ, στέλεχος της «Πολιτισμικής Πολιτικής και του Διαπολιτισμικού Διαλόγου», μιας υπηρεσίας επίσης χωρίς χρήματα για έργο.
Αυτάρεσκοι, ιδεαλιστές και λομπίστες
Το alter ego του συγγραφέα είναι ο καθηγητής Έρχαρτ. Αυτός διέμενε στο ξενοδοχείο Άτλας που έγινε και η δολοφονία και όπως αφήνει να σκεφτούμε ο συγγραφέας, ίσως να ήταν και ο πραγματικός στόχος της δολοφονίας. Ο Έρχαρτ χωρίζει τα μέλη του προαναφερθέντος think tank στους «αυτάρεσκους» ή μάλλον στους αποκλειστικά «αυτάρεσκους», γιατί αυτάρεσκοι είναι όλοι. Αυτοί ζουν μόνο για να είναι σύμβουλοι των ισχυρών και δεν τους ενδιαφέρει το μέλλον καμιάς Ευρώπης. Ενθουσιάζονται με τον ίδιο τους τον εαυτό. Δεν έχουν καμία πρωτότυπη σκέψη. Πώς να έχουν άλλωστε όταν αναμηρυκάζουν σκέψεις που έχουν ανταλλάξει εκατοντάδες φορές με τους «συναδέλφους» τους και αδιαφορούν για οτιδήποτε καινούργιο; Έτσι, για τα προβλήματα της ΕΕ προτείνουν ως λύση την κοινοτοπία της ανάπτυξης. Πόση πρωτοτυπία αλήθεια!
Οι άλλοι είναι οι ιδεαλιστές των οποίων η έγνοια είναι να εμποδίσουν το χειρότερο, συμφωνώντας με το λιγότερο κακό. Και τρίτοι έρχονται οι λομπίστες. Αυτοί δεν έχουν ιδέες, δεν είναι λομπίστες ιδεών. Είναι μόνο «πωλητές» που πιστεύουν πως στην «αγοραπωλησία» βρίσκεται το γενικό συμφέρον. Όλοι αυτοί αρχικά βαριούνται και μετά εξοργίζονται όταν ο Έρχαρτ στην ομιλία του τούς προτείνει να ανακηρύξουν το Άουσβιτς ως το σύμβολο της απόρριψης των εθνικισμών σε πρωτεύουσα της Ένωσης. Ούτε όμως και η πρόταση του Μάρτιν Ζούσμαν και της Ξενό, όπως την αποκαλούσαν στις Βρυξέλλες, είχε καλύτερη τύχη. Φυσικά μόλις έγινε η πρόταση της Κομισιόν οι «θεσμοί» την «αποδέχθηκαν» ασμένως, μόνο που στη συνέχεια ζήτησαν όλοι να συμμετέχουν σ’ αυτήν και όχι μόνο η Κομισιόν, μετά άρχισαν να την κουτσουρεύουν και στη συνέχεια να βρίσκουν διάφορα προσχήματα για να μην είναι το «Άουσβιτς ποτέ ξανά» και οι επιζώντες στο επίκεντρο των εορτασμών και στο τέλος, στη θέση του ως συμβόλου της Ένωσης της Ευρώπης να μπει ο Αθλητισμός (sic). Κάτι δηλαδή που κατά τον συγγραφέα όχι μόνο δεν ενώνει, όπως ισχυρίζονται μερικοί, αλλά αντιθέτως φουντώνει τους εθνικισμούς. Και έχει δίκιο, αρκεί να δούμε με τι «πάθος» ψέλνουν τους εθνικούς τους ύμνους οι ποδοσφαιριστές, έτοιμοι να σκάσουν από «περηφάνεια» κατά του θλιβερού ύμνου των αντιπάλων τους.
«Αυτό όμως δεν είναι Ένωση»
Ο Μενάσσε γράφει πως το Συμβούλιο δεν θα μπορούσε να δεχθεί ποτέ τους εορτασμούς στο Άουσβιτς, γιατί αυτό θα σήμαινε «υπέρβαση των εθνών. Αυτό θα σήμαινε πόλεμο. Εναντίον της Κομισιόν. Και ξεσηκωμό των ανθρώπων σε όλες τις χώρες εναντίον της Ευρώπης» (σ. 358). Όπως ισχυρίζεται ο καθηγητής Έρχαρτ τα εθνικά κράτη βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους κι ας έχουν κοινή αγορά. Αυτό όμως δεν είναι Ένωση. Αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί «όσο καλλιεργείται η εθνική συνείδηση και όσο ο εθνικισμός εξακολουθεί να είναι η μοναδική δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού των πολιτών» (σ. 424). Εξ ου και η πρόταση του να κτιστεί μια νέα πόλη στο Άουσβιτς, η οποία θα γίνει η πρωτεύουσα της Ευρώπης και να καθιερωθεί ένα μόνο διαβατήριο, το ευρωπαϊκό που θα αντικαταστήσει τα εθνικά. «Η Ευρώπη πρέπει να κτίσει μια νέα πρωτεύουσα. Μια νέα πόλη, η ίδρυση της οποίας θα είναι κατόρθωμα της Ένωσης και όχι μια παλιά πρωτεύουσα έθνους ή κράτους στην οποία η Ένωση είναι απλώς ενοικιάστρια» (σ. 426). Ο Έρχαρτ μιλά για την ανάγκη δημιουργίας νέων δημοκρατικών θεσμών που δεν θα λειτουργούν παράλληλα με τα εθνικά Κοινοβούλια αλλά θα τα αντικαταστήσουν. «Χρειαζόμαστε κάτι ολωσδιόλου νέο, μια μεταεθνική δημοκρατία, προκειμένου να διαμορφώσουμε έναν κόσμο στον οποίο δεν θα υπάρχουν εθνικές οικονομίες» (σ. 421). Παρεμπιπτόντως την ίδια άποψη για την ανάγκη μιας μεταεθνικής σοσιαλδημοκρατίας ανέπτυξα στο βιβλίο μου, «Το πρωτείο της Δημοκρατίας, Η σοσιαλδημοκρατία μετά της σοσιαλδημοκρατία» (Αλεξάνδρεια, 2019). «Ο εθνικισμός και ο ρατσισμός είχαν οδηγήσει στο Άουσβιτς και επομένως εκεί έπρεπε να δοθεί το σύνθημα πως αυτό δεν θα επαναληφθεί ποτέ. «Το ποτέ ξανά» θεμελίωνε όλα τα υπόλοιπα, τη μεταβίβαση κυριαρχίας των εθνικών κρατών σε υπερεθνικούς θεσμούς και τη συνειδητή διαμόρφωση μιας διεθνικής, διαπλεγμένης οικονομίας» (σ. 428). Στους αμφισβητίες της θέσης του ως ουτοπικής ο καθηγητής απαντά: στον Έλληνα καθηγητή Στεφανίδη λέει πως αν ζούσε στη δουλοκτησία αυτός δεν θα φανταζόταν πως αυτή μπορεί να καταργηθεί, στον Άγγλο καθηγητή Μάθιους τονίζει πως αυτός αν ζούσε τον 19ο αιώνα και τον ρωτούσαν τι πρέπει να γίνει ώστε το Μάντσεστερ να παραμείνει βιομηχανικό κέντρο, θα απαντούσε πως πρέπει να μην επιτρέψουμε το οκτάωρο, να μη καταργήσουμε την παιδική εργασία και να μη δώσουμε ποτέ συντάξεις γήρατος και αναπηρίας και στον Γερμανό Μόζεμπαχ, που τον άκουγε με ένα ειρωνικό γελάκι, απαντά πως αν αυτός με τον εθνικιστικό φανατισμό με τον οποίο υπερασπίζεται τα γερμανικά συμφέροντα ζούσε την εποχή του ναζισμού θα είχε καταλήξει στο εδώλιο των δικών της Νυρεμβέργης.
O Ρόμπερτ Μενάσσε γεννήθηκε το 1954 στη Βιέννη. Σπούδασε γερμανική φιλολογία, φιλοσοφία και πολιτικές επιστήμες στη Βιέννη, στο Σάλτσμπουργκ και στη Σικελία. Μετά την ολοκλήρωση της διδακτορικής του διατριβής το 1980, δίδαξε για έξι χρόνια, αρχικά ως λέκτορας αυστριακής λογοτεχνίας και έπειτα ως επισκέπτης καθηγητής, στο Ινστιτούτο για τη Θεωρία της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο. Επέστρεψε στη Βιέννη το 1988, ασχολείται με τη λογοτεχνική κριτική και αρθρογραφεί για πολιτιστικά θέματα. Το μυθιστόρημά του «Η πρωτεύουσα» βραβεύτηκε το 2017 με το Γερμανικό Βραβείο Βιβλίου, την κορυφαία διάκριση της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, και το 2020 απέσπασε το βραβείο «21ος Αιώνας» της Κίνας για το Καλύτερο Ξενόγλωσσο Μυθιστόρημα της χρονιάς. Ήταν επίσης υποψήφιο για το Premio Strega Europeo (2019). Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. |
Θεωρώ δευτερεύοντες αλλά όχι άνευ σημασίας τους ανταγωνισμούς για εξουσία μέσα στις διάφορες Διευθύνσεις, οι οποίες αλληλοϋποβλέπουν η μια το έργο της άλλης, αλλά και τις αντιπαλότητες μεταξύ της Κομισιόν, του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου. Άλλο σημείο αναφοράς είναι τα λόμπι. Ενδεικτική είναι η απαίτηση του αδελφού του Μάρτιν τον Φλόριαν Ζούσμαν και Προέδρου της Ένωσης Ευρωπαίων Χοιροτρόφων να παρέμβει υπέρ των συμφερόντων τους για μια κοινή ευρωπαϊκή συμφωνία με την Κίνα και όχι με διακρατικές συμφωνίες. Μετά από ένα αυτοκινητικό δυστύχημα του Φλόριαν σ’ ένα δρόμο προς την Ουγγαρία που είχε φρακάρει λόγω του συνωστισμού «ανθρώπων- φαντασμάτων», μεταναστών δηλαδή, Πρόεδρος αυτής της Ένωσης γίνεται ένας ακροδεξιός Ούγγρος. Ή η σύγκρουση των λόμπι μεταξύ αυτών που στηρίζουν τη μετάβαση της αγροτικής παραγωγής σε τεράστια αγροτοβιομηχανικά συμπλέγματα και όσων υποστηρίζουν τη μικροκαλλιέργεια. Ή η δωροδοκία ευρωβουλευτών και στελεχών της ΕΕ από φαρμακευτικές εταιρείες για να απαγορέψουν την ομοιοπαθητική. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Κύπριας Φένιας Ξενοπούλου που είχε συμμετάσχει στο διαγωνισμό για πρόσληψή της στην Κομισιόν ως Ελληνίδα και τώρα που δεν την ενδιαφέρει η Διεύθυνση του Πολιτισμού για να πάει πίσω σ’ αυτή του Εμπορίου, πρέπει να αποκτήσει κυπριακή ταυτότητα. Η Φένια ταλαντεύεται αν αυτό είναι σωστό, αλλά στο τέλος θα το κάνει. Τα διλήμματα που θέτουν οι ταυτότητες είναι πολλά και συγκρουσιακά.
Αντίπαλος του Μενάσσε δεν είναι η γκροτέσκα γραφειοκρατία, (...), αλλά οι λογικές του τύπου «Η Αυστρία πρώτα» ή το καθ’ ημάς «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες».
Τελικά, και η πρόταση του Έρχαρτ για το Άουσβιτς ως νέα πρωτεύουσα της Ευρώπης και η παράλληλη πρόταση της Φένιας και του Μάρτιν για το ιωβηλαίο των πενήντα χρόνων της Κομισιόν τέθηκαν στο χρονοντούλαπο, όχι μόνο της γραφειοκρατίας, όπως μια επιδερμική ανάγνωση θα έβλεπε, αλλά και στο άθλιο και μίζερο χρονοντούλαπο του εθνικισμού που ακόμη χαρίζει ψήφους. Συμβολικά, ο Ντάβιντ ντε Φριντ, ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του Ολοκαυτώματος και μέλος της οργάνωσης του αντιεθνικιστή και υποστηρικτή μιας ευρωπαϊκής Δημοκρατίας Ζαν-Ρισάρ Μπρυνφό, παππού του αστυνόμου Εμίλ Μπρυνφό, πεθαίνει στη βομβιστική ενέργεια που έγινε στο μετρό των Βρυξελλών.
Αντίπαλος του Μενάσσε δεν είναι η γκροτέσκα γραφειοκρατία, αν και αυτήν δεν την αφήνει στο απυρόβλητο, αλλά οι λογικές του τύπου «Η Αυστρία πρώτα» ή το καθ’ ημάς «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Τελικά την Ένωση κυβερνούν «Άνθρωποι χωρίς ιδιότητες», σαν το βιβλίο του Μούζιλ που υποτίθεται αρέσει στον πρόεδρο της Κομισιόν και τρέχουν και τα στελέχη της να παραστάνουν πως διαβάζουν και τους αρέσει. «Σοφοί» που συζητούν, όπως δύο Γερμανοί μέλη του think tank, για το αν η Γερμανία πρέπει να ασκήσει τον ηγετικό της ρόλο «με περισσότερη αυτοπεποίθηση» ή με «περισσότερη ταπεινοφροσύνη». Περί του ότι σε μια Ένωση η ηγεσία πρέπει να ανήκει σ’ όλους και όχι σε έναν, ούτε λόγος. Τόσο βαθιά ήταν η σκέψη τους.
Η πολύ καλή μετάφραση του Θόδωρου Σακελλαρόπουλου, μεταφραστή και του άλλου πανέξυπνου έργου του Μενάσσε -Η έξωση από την κόλαση, εκδόσεις Πόλις- ακολουθεί με άνεση τους ξέφρενους ρυθμούς αυτού του μυθιστορήματος-πραγματεία για μια Ευρώπη καλύτερη από τη σημερινή.
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο:
«Μια μικρή διαφορά απόψεων υπήρξε μόνο μεταξύ των δύο Γερμανών που δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν αν η Γερμανία έπρεπε να ασκήσει τον ηγετικό της ρόλο στην Ευρώπη με «περισσότερη αυτοπεποίθηση» ή με «περισσότερη ταπεινοφροσύνη». Η συζήτηση συνεχίστηκε σ’ αυτό το μοτίβο και ο Έρχαρτ αναρωτήθηκε τι είχε συμβεί σ’ αυτούς τους ανθρώπους ώστε έπειτα από χρόνια σπουδών και αγώνων για πανεπιστημιακές έδρες και θέσεις ευθύνης δεν ήξεραν παρά να προβάλλουν την πρακτική ετών ως το ευκταίο για την πολιτική αποδώ και μπρος. Γι’ αυτό δε χρειάζομαι δεξαμενή σκέψης, είχε φωνάξει ο Έρχαρτ, μου αρκεί ο κίτρινος τύπος!» (σ. 280).