Για τη μελέτη του Γιώργου Κόκκινου «Η ευγονική δυστοπία – Διαδρομές ιδεών» (εκδ. Θίνες).
Της Ουρανίας Γεωργοπούλου
Ξεκινώντας από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου «Η ευγονική δυστοπία – Διαδρομές ιδεών» του Γιώργου Κόκκινου, στέκεται κανείς στο συγκλονιστικό παράθεμα: «Τα κληρονομικώς βεβαρημένα άτομα, όπως οι παρανοϊκοί, οι πνευματικώς καθυστερημένοι, οι σχιζοφρενείς, οι επιληπτικοί, οι φορείς μεταλλαχθέντων γονιδίων, οι αθεράπευτοι αλκοολικοί, οι προχωρημένοι τοξικομανείς και άλλοι, θα πρέπει να υποβάλλονται σε στείρωση. Η φυσική επιλογή, η στείρωσις και η ευθανασία είναι ορθές εφόσον συνδυάζουν σοβαρές νομικές εγγυήσεις, υπεύθυνο ιατρικό έλεγχο και βιολογικώς ηθική βάση». Αυτό δεν έχει ειπωθεί σε ένα μακρινό παρελθόν αλλά, δυστυχώς, είναι οι σημερινές απόψεις της Χρυσής Αυγής, όπως δημοσιεύονται σε ιστοσελίδα της σχετική με την οικολογία! Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η έννοια της ευγονικής βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο. Η κατακλυσμιαία κατάκτηση γενετικής γνώσης και τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια είναι βέβαιο ότι περιπλέκει άμεσα τα βιοηθικά διλήμματα που ήδη έχουν τεθεί, κυρίως με τη χρήση της ευγονικής κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στη σημερινή συγκυρία, κατά την οποία η γενετική χειραγώγηση του γονιδιώματος δίνει τη δυνατότητα να μειωθεί δραστικά η όποια πιθανότητα αρρώστιας ή αναπηρίας, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η κοινωνική διάσταση της επιβολής να είναι κανείς «τέλειος».
Στη σημερινή συγκυρία, κατά την οποία η γενετική χειραγώγηση του γονιδιώματος δίνει τη δυνατότητα να μειωθεί δραστικά η όποια πιθανότητα αρρώστιας ή αναπηρίας, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η κοινωνική διάσταση της επιβολής να είναι κανείς «τέλειος». Ποιος έχει την αρμοδιότητα να ορίζει τι είναι επιθυμητό γονίδιο; Ποιος θα έχει την εξουσία να αποφασίσει και εν τέλει να πραγματοποιήσει μια τέτοια επιλογή; Μπορεί οι αξιώσεις για στείρωση να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί (;), όμως η συζήτηση σχετικά με τις τοποθετήσεις για την «αντιμετώπιση της γονιμότητας», σε συνδυασμό αφενός με την κοινωνική ευημερία της Δύσης και αφετέρου με τη δυσφορία σε βάρος των προσφύγων, των μεταναστών αλλά και των εσωτερικών «άλλων», όπως οι τοξικομανείς, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική, υποδηλώνουν ότι παραμένουμε ευάλωτοι στις ιδέες της ευγονικής.
Στην περίπτωση του βιβλίου του Γιώργου Κόκκινου το κέρδος από την ανάγνωσή του καθίσταται πολλαπλό, γιατί στον γόνιμο προβληματισμό προστίθενται η χρήση και σήμανση των εννοιών, αλλά και η ποιότητα του λόγου και της ανάλυσης. Το βιβλίο έρχεται να μας κάνει συμμέτοχους σε μια ανησυχία, η οποία αφορά τις σύγχρονες κοινωνίες, και θέτει το ερώτημα αν οι πρόσφατες τεχνοεπιστημονικές εξελίξεις διαμορφώνουν νέες μορφές «φυλετικής» βίας και παρέχουν βιοτεχνολογικά αναβαθμισμένες δυνατότητες ευγονικών πρακτικών.
Από την αρχή γίνεται απολύτως φανερή η πρόθεση του συγγραφέα να προσδιορίσει τις ακριβείς συντεταγμένες της προσέγγισής του. Έτσι, γρήγορα διαφαίνεται ότι η ευγονική, με κινητήρια δύναμη τον βιολογισμό και τη βιολογική αιτιοκρατία, διεισδύει δυναμικά σε κοινωνικά πεδία και συντελεί στη συντήρηση και εξάπλωση ιδεολογικών κατασκευών. Ο Γιώργος Κόκκινος δηλώνει ότι «η ευγονική προσεγγίζεται ως ένας πολυεστιακός λόγος (discours), ως μια εσωτερικά πολυδιάστατη λογοθετική πρακτική, ένα λογοθετικό πεδίο στο οποίο συναρθρώνονται τρόποι του πράττειν και τρόποι του σκέπτεσθαι και επί του οποίου επιχειρείται να συγκροτηθεί ένα καθεστώς αλήθειας, άρα μια βούληση και μια αξίωση ισχύος».
Κοινό σημείο αναφοράς και των δύο αυτών μορφών ευγονικής είναι ότι ο άνθρωπος, ο οποίος πρέπει να ζει και να αναπαράγεται, είναι μόνο αυτός που θα κατέχει τα τέλεια γενετικά χαρακτηριστικά.
Στο πρώτο κεφάλαιο («Θετική και αρνητική ευγονική»), γίνεται αναφορά στις δύο βασικές κατηγορίες, την αρνητική και τη θετική μορφή ευγονικής. Αυτή η διάκριση απαντάται για πρώτη φορά στον Galton το 1864, ο οποίος δεν ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τέτοιου είδους απόψεις. Ήταν όμως αυτός ο οποίος τις ανήγαγε σε «επιστήμη», προσφέροντάς τους το κατάλληλο θεωρητικό υπόβαθρο, στηριζόμενος στην ολοκαίνουργια για την εποχή θεωρία της εξέλιξης. Κοινό σημείο αναφοράς και των δύο αυτών μορφών ευγονικής είναι ότι ο άνθρωπος, ο οποίος πρέπει να ζει και να αναπαράγεται, είναι μόνο αυτός που θα κατέχει τα τέλεια γενετικά χαρακτηριστικά. Επισημαίνει ο συγγραφέας ότι «η ευγονική –ειδικά η αρνητική– αποτέλεσε δομικό στοιχείο ενός "ισχυρού μύθου", δηλαδή ενός πλέγματος αντιλήψεων και πρακτικών με κέντρο αναφοράς τις έννοιες της εθνικής ομοιογένειας και της φυλετικής καθαρότητας και υγείας, από τη μια πλευρά, και της ριζικής ετερότητας, από την άλλη». Όπως επισημαίνεται, ο «ευγονικός είναι ένας επιτελεστικός λόγος, ειδικά επειδή συναρθρώνεται με τον εξίσου επιτελεστικό λόγο του Δικαίου δημιουργώντας θεσμούς, διαμορφώνοντας πρακτικές και αναδιευθετώντας κοινωνικές σχέσεις».
Πρόσφατες αντιλήψεις για την ευγονική έχουν επιφέρει επιπλέον διακρίσεις. Τέτοια είναι η διάκριση μεταξύ της «απολυταρχικής» και «φιλελεύθερης» μορφής ευγονικής. Η πρώτη αναφέρεται στον ρόλο του κράτους και στον τρόπο με τον οποίο η ευγονική μπορεί να καθοριστεί από αυτό. Η δεύτερη επικεντρώνεται στην ελεύθερη επιλογή των ατόμων. Οι τελευταίες αυτές διακρίσεις συσχετίζονται και με τις πολιτικές συνιστώσες τους, σύμφωνα με τη διατύπωση του Freeden το 1983 [1]. Επιπλέον, οι νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν δημιουργήσει τα θεμέλια για μια κοινωνική και οικονομική ενσωμάτωση της ευγονικής. Κάποιοι, μάλιστα, όπως ο Rifkin (1998) [2], αναφέρονται σε αυτήν ως μια «εμπoρευματοποιημένη» μορφή καλλιέργειας του ευγονισμού.
Κομβικής σημασίας για τον Γιώργο Κόκκινο είναι η διασύνδεση μεταξύ αρνητικής και θετικής ευγονικής, η οποία «προσδίδει επιστημονικό επίχρισμα στον "μυστικισμό του αίματος", ελέγχει τη "γενετική αξία" ατόμων και ομάδων, ενώ, παράλληλα, ενσαρκώνει την "αναγεννητική βία", η οποία θα ανασχέσει την κοινωνική νοσηρότητα και την φυλετική παρακμή πραγματώνοντας τον ζωτικό μύθο ή την ουτοπική φαντασίωση του άριου κυρίως υπερανθρώπου, όχι για τις ανάγκες πλέον μιας αριστοκρατίας, αλλά της οργανικής φυλετικής κοινότητας».
Στο δεύτερο κεφάλαιο («Διαδρομές ιδεών: από την ουτοπία στη δυστοπία»), διερευνώνται τα σκοτεινά μονοπάτια της διολίσθησης του επιστημονικού λόγου σε αναπόφευκτα ιδεολογικά μορφώματα και καταδεικνύεται το γεγονός της ιδεολογικής χρήσης της ευγονικής. Ο νέος ορισμός της ευγονικής, τον οποίο διατύπωσε και πάλι ο Galton το 1904, θεωρώντας ότι πρόκειται για «τη μελέτη των κοινωνικά ελεγχόμενων παραγόντων, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι είτε για τη βελτίωση είτε για την παρακμή των φυλετικών χαρακτηριστικών των μελλοντικών γενεών, τόσο στο επίπεδο της σωματικής όσο και σε αυτό της πνευματικής υγείας», διατρέχει τον χρόνο έως το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου εφαρμόστηκε το πρόγραμμα ευθανασίας των διανοητικά υστερούντων και των κληρονομικά αρρώστων (Αktion Τ4) και συντελέστηκε η βιομηχανοποιημένη γενοκτονία που περιγράφουμε με τον όρο «Ολοκαύτωμα». Εντούτοις, ακόμα και το 1945, δηλώνονται οι προθέσεις ανώτατων ναζί αξιωματούχων για την εξόντωση των καρκινοπαθών, των φυματικών και των ασθενών με σοβαρή καρδιοπάθεια.
Οι ευγονιστές γρήγορα αντιλήφθηκαν τη σημασία των μηχανισμών ισχύος, τους οποίους είτε προσεταιρίστηκαν, είτε εντάχθηκαν σε αυτούς «ζητώντας να επωφεληθούν ώστε να υλοποιήσουν τα επιστημονικοφανή τους οράματα υποτάσσοντας τη λογική των μέσων στον υπέρτατο σκοπό της φυλετικής δυστοπίας τους».
Οι ευγονιστές γρήγορα αντιλήφθηκαν τη σημασία των μηχανισμών ισχύος, τους οποίους είτε προσεταιρίστηκαν, είτε εντάχθηκαν σε αυτούς «ζητώντας να επωφεληθούν ώστε να υλοποιήσουν τα επιστημονικοφανή τους οράματα υποτάσσοντας τη λογική των μέσων στον υπέρτατο σκοπό της φυλετικής δυστοπίας τους». Όπως ορθά επισημαίνει ο Γιώργος Κόκκινος, αναφερόμενος στις απόψεις του Jan-Werner Mueller, «η κυριαρχία της τεχνολογίας […] εξαρτάται από τις τεχνικές των εξουσιαστών».
Παρά τη συντονισμένη προσπάθεια συγκάλυψης, η πολιτική και ιδεολογική συνιστώσα παραμένει πανταχού παρούσα στους ευγονικούς σχεδιασμούς. Τα παραδείγματα, τα οποία παρατίθενται στον «επίλογο» του βιβλίου, αφορούν σε μεγάλο βαθμό την (κατά-)χρήση της ευγονικής σκέψης «κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν τη μεγάλη τομή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ειδικότερα της βιομηχανοποιημένης γενοκτονίας»και αφορούν τους Ρομά, τους νέγρους, τους «διαφορετικούς».
Και όπως πρόσφατα ήρθε να μας υπενθυμίσει η ταινία Ι am not your Negro, του Raoul Peck, χρησιμοποιώντας και σχολιάζοντας εικόνες από τα δελτία ειδήσεων, από τον κινηματογράφο και από τη reality τηλεόραση, κατασκευάζεται πλέον μια στερεότυπη αντίληψη για το πώς είναι ή πως οφείλει να είναι η καθημερινή ζωή ενός έγχρωμου πολίτη στις ΗΠΑ, που εγγράφεται στη συλλογική «λευκή» μνήμη, σε αντίστιξη με τη λευκή αθωότητα, και, κατ’ επέκταση, λειτουργεί ως υποδήλωση μιας βιολογικά και πολιτισμικά επικαθορισμένης φυλετικής ιεραρχίας.
Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να παραμένει εφιαλτικά επίκαιρος ο φόβος του Titus Milech, ότι «σύντομα οι "ευγονιστές" θα έχουν πάλι το λόγο» [3] με ό,τι αυτή η δυνητική επιστροφή στο μέλλον θα μπορούσε να σηματοδοτήσει…
* Η ΟΥΡΑΝΙΑ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ είναι Διευθύντρια ερευνών – Μοριακής Ιολογίας στο Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ.
Η ευγονική δυστοπία
Διαδρομές ιδεών
Γιώργος Κόκκινος
Θίνες 2017
Σελ. 120, τιμή εκδότη €10,60