Για τη μελέτη του Μάσιμο Φιλίππι [Massimo Filippi] «Ζητήματα είδους» (μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, εκδ. Επέκεινα). Η έννοια του είδους, όπως και του φύλου ή της φυλής, είναι περισσότερο ένα «πολιτικό/επιτελεστικό κατασκεύασμα παρά μια αθώα, αφελής και ουδέτερη περιγραφή ομάδων πολύ όμοιων έμβιων όντων».
Γράφει ο Γεράσιμος Κακολύρης
Στην εισαγωγή στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Ζητήματα είδους, ο Μάσιμο Φιλίππι (Massimo Filippi), καθηγητής νευρολογίας και συγγραφέας πολλών δοκιμίων ενάντια στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μεταχειρίζονται τα ζώα, παρουσιάζει τη μελέτη του «ως μέρος μιας πολυετούς εργασίας αποδόμησης του μηχανισμού (dispositivo, dispositif) που φέρει το όνομα είδος».
Για τον Ιταλό στοχαστή, «το είδος δεν είναι τόσο ένα ουδέτερο σύστημα ταξινόμησης του εμβίου», όσο «ένας μηχανισμός (με τη φουκωική έννοια) που καθιστά εφικτές και διαιωνίζει τη βιομηχανική εκμετάλλευση και τη βιομηχανική καταδίκη σε θάνατο τόσο των μη ανθρώπινων ζώων όσο και των ζωοποιημένων ανθρώπινων σωμάτων» (σ. 13). Η ανάγκη αποδόμησης του «είδους» υπονοεί ότι η φονική κυριαρχία του ανθρώπου επί των ζώων και η συνακόλουθη εκμετάλλευσή τους, αλλά και η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, δεν μπορεί να λάβουν τέλος χωρίς να αποδομηθεί πρώτα η ίδια η έννοια του «είδους».
Για τον Φιλίππι, η έννοια του «είδους», όπως και του φύλου ή της φυλής, είναι περισσότερο ένα «πολιτικό/επιτελεστικό κατασκεύασμα παρά μια αθώα, αφελής και ουδέτερη περιγραφή ομάδων πολύ όμοιων έμβιων όντων»...
Για τον Φιλίππι, η έννοια του «είδους», όπως και του φύλου ή της φυλής, είναι περισσότερο ένα «πολιτικό/επιτελεστικό κατασκεύασμα παρά μια αθώα, αφελής και ουδέτερη περιγραφή ομάδων πολύ όμοιων έμβιων όντων» [1]. Εντός του ταξινομικού πίνακα των ειδών, στον άνθρωπο αποδίδεται η ονομασία Homo sapiens, δηλαδή ο έμφρων ή σοφός. Όλα τα υπόλοιπα είδη θα επισκιαστούν από τη σοφία του ανθρώπου, την οποία εκείνα δεν διαθέτουν.
Τον 18ο αιώνα, η βασική βιολογική θεωρία υποστήριζε ότι τα είδη αντιπροσωπεύουν ξεχωριστά δημιουργήματα του Θεού, και γι’ αυτό θεωρούνταν μοναδικά και αμετάβλητα. Η μοναδικότητα του κάθε επιμέρους είδους καθιστούσε τις μεταξύ τους ομοιότητες ή επικαλύψεις αδύνατες. Αυτό εξασφάλιζε τον ανόθευτο και αμόλυντο χαρακτήρα του ανθρώπου, ούτως ώστε να μπορέσει ο ίδιος να καταστεί αντιληπτός όχι μόνο ως διαφορετικός από το Ζώο αλλά, εντέλει, «ως το αντίθετο του Ζώου» (σ. 48). Αυτό που φαίνεται να υποστηρίζει ο Φιλίππι είναι ότι η θεωρία των ειδών είναι από την αρχή η ίδια ειδιστική, όπως η διάκριση μεταξύ των φυλών ή των φύλων, ήταν από την αρχή ρατσιστική και πατριαρχική αντίστοιχα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «το είδος είναι το “καύσιμο” που μας παρέχει τη δυνατότητα να αναπαραγάγουμε από τη μία τον Άνθρωπο και από την άλλη ό,τι ανθρωποκεντρικά ορίζουμε [ως] το περισσότερο ή το λιγότερο ανθρώπινο, το απάνθρωπο, το ανανθρώπινο, το εξανθρώπινο, το καθόλου και σε καμία περίπτωση ανθρώπινο, δηλαδή το Ζώο» (σ. 70).
Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου του Μισέλ Φουκώ, Οι λέξεις και τα πράγματα, διαβάζουμε ότι «ο άνθρωπος είναι μια επινόηση, της οποίας την όψιμη ημερομηνία εύκολα δείχνει η αρχαιολογία της σκέψης μας. Και ίσως το προσεχές τέλος της» [2]. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Φιλίππι, «η δημιουργία του ανθρώπου» και η υποτίμηση του ζώου σε πράγμα, η πραγμοποίησή του, «δεν αποτελεί έργο μόνο της νεωτερικότητας» (σ. 49). Η εκμετάλλευση και η καταδίκη σε θάνατο πλασμάτων τόσο όμοιων με τον άνθρωπο ξεκινά από αρχαιοτάτων χρόνων.
Το ίδιο και η «ανάγκη επεξεργασίας ιδεολογιών που θα μετέτρεπαν πολιτικές αποφάσεις σε υποτιθέμενα φυσικά γεγονότα, αποδίδοντας σε κάθε ομάδα μια σαφώς προσδιορισμένη και αναμφισβήτητη θέση κατά μήκος της λεγόμενης κλίμακας των όντων» (σ. 49). Σ’ αυτό το σημείο ο Φιλίππι προβαίνει σε μια αναστροφή της αιτιώδους σχέσης μεταξύ ιδεολογίας και εκμετάλλευσης των ζώων ως προς τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνουν αυτή τη σχέση πρώιμοι αντιειδιστές, για παράδειγμα, ο Πήτερ Σίνγκερ (Peter Singer) και ο Τομ Ρήγκαν (Tom Regan). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σίνγκερ στο βιβλίο του Η απελευθέρωση των ζώων, «[ο] ειδισμός είναι μια μορφή προκατάληψης υπέρ των συμφερόντων των μελών του ιδίου είδους και εναντίον των μελών των άλλων ειδών» [3].
Η ειδιστική ιδεολογία όμως δεν αποτελεί, για τον Φιλίππι, την αιτία που εκμεταλλευόμαστε τα ζώα. Αντίθετα, είναι απόρροια αυτής της εκμετάλλευσης. Δεν εκμεταλλευόμαστε τα ζώα επειδή τα θεωρούμε κατώτερα, αλλά τα θεωρούμε κατώτερα επειδή πρέπει να δικαιολογήσουμε το γεγονός ότι τα εκμεταλλευόμαστε. Αποκλειστικά και μόνο οι υλικές συνθήκες εκμετάλλευσης καθιστούν αναγκαία, σημειώνει ο Φιλίππι, την «επεξεργασία μιας ιδεολογίας που να τις νομιμοποιεί». Η θεσμοθέτηση μιας συμβολικής απόστασης μεταξύ Ανθρώπου και Ζώου είναι απαραίτητη για να επιτραπεί «η απρόσκοπτη λειτουργία των πρακτικών διαμελισμού» των ζώων. Πρώτα γεννιέται η εκμετάλλευση των ζώων και μετά η ειδιστική ιδεολογία, μέρος της οποίας αποτελεί η θεωρία των ειδών. Κατά τον ίδιο τρόπο που «πρώτα γεννιέται ο ρατσισμός και κατόπιν επινοούνται οι ράτσες» ή που «πρώτα εγκαθιδρύεται η πατριαρχία και ύστερα φυσικοποιούνται/κανονικοποιούνται τα φύλα» (σ. 51). Συνεπώς, η δημιουργία του Ανθρώπου ως διαφοράς από το Ζώο, και όχι ως ενός ακόμη ζώου, συνδέεται «περισσότερο με την πολιτική παρά με τη βιολογία». Ο τρόπος με τον οποίο επιλέγονται και ερμηνεύονται βιολογικά χαρακτηριστικά είναι πάντα πολιτικός.
Η θεσμοθέτηση μιας συμβολικής απόστασης μεταξύ Ανθρώπου και Ζώου είναι απαραίτητη για να επιτραπεί «η απρόσκοπτη λειτουργία των πρακτικών διαμελισμού» των ζώων. Πρώτα γεννιέται η εκμετάλλευση των ζώων και μετά η ειδιστική ιδεολογία, μέρος της οποίας αποτελεί η θεωρία των ειδών.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, σε αυτό που κάθε φορά εννοείται ως Άνθρωπος, ο οποίος μονίμως διαχωρίζεται από το Ζώο, δεν ανήκουν όλα ανεξαιρέτως τα μέλη του είδους Homo sapiens. Η σοφία του Homo sapiens αφορά έναν μόνο τύπο ανθρώπου με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: «είναι αρσενικός, λευκός, ετεροφυλόφιλος, χριστιανός, ενήλικας, επιδέξιος, υγιής και ιδιοκτήτης» (σ. 57). Ενώ η διαπερατότητα της διάκρισης μεταξύ Ανθρώπου και Ζώου είναι σχεδόν μηδενική από το Ζώο προς τον Άνθρωπο, είναι αρκετά υψηλή από τον Άνθρωπο προς το Ζώο, με αποτέλεσμα ολόκληρες ανθρώπινες ομάδες να υποβιβάζονται στη σφαίρα του Ζώου (π.χ. μαύροι, Εβραίοι, ομοφυλόφιλοι, μετανάστες κ.ά).
Για τον Φιλίππι, το πολιτικό καθήκον του αντιειδισμού είναι να δώσει μια «μάχη σώμα με σώμα με το ουσιαστικό ο Άνθρωπος». Ο τριπλός πολιτικός στόχος αυτού του καθήκοντος είναι η απελευθέρωση των ζώων, των ανθρώπων και της ζωότητας (σ. 60). Ο αντιειδισμός οφείλει να αποδομήσει το ιδεολογικό οικοδόμημα που παρέχει δικαιολόγηση στην εκμετάλλευση των ζώων, στην απώθηση της ζωότητας και στη μεταχείριση των ανθρώπων ως υπανθρώπων. Στο παραπάνω επιχείρημα φαίνεται να υπονοείται ότι, όπως δεν μπορεί να υπάρξει απελευθέρωση των γυναικών χωρίς την αποδόμηση του κατηγορούμενου «άνδρας», αντίστοιχα δεν μπορεί να υπάρξει απελευθέρωση των ζώων χωρίς την αποδόμηση του κατηγορούμενου «Άνθρωπος», της ταξινομίας και ιεράρχησης που αυτό έχει επιφέρει.
Ο Φιλίππι ορίζει τον ειδισμό ως τον «θυσιαστικό κανόνα» εντός του οποίου συγκλίνουν ή ορθότερα τέμνονται δύο διαφορετικές λειτουργίες, αποτέλεσμα των οποίων είναι ο διαμελισμός των ζωικών σωμάτων. Αφενός, η ιδεολογία που «νομιμοποιεί τον θεσμοποιημένο διαμελισμό των σωμάτων» και, αφετέρου, το σύνολο των μηχανισμών «που καθιστούν εφικτό και φέρνουν σε πέρας αυτόν τον διαμελισμό» (σ. 63). Επομένως, ο ειδισμός δεν δηλώνει απλώς το ιδεολόγημα της φονικής υπεροχής του είδους «άνθρωπος» σε σχέση με τα υπόλοιπα είδη, αλλά και τους μηχανισμούς που πραγματοποιούν την εκμετάλλευση και εξολόθρευση των ζώων.
Το καθένα από τα δύο στοιχεία δεν μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από το άλλο. Το ένα προϋποθέτει το άλλο. Δεν μπορεί να υπάρξει ειδιστικό ιδεολόγημα χωρίς τις πρακτικές διαμελισμού των ζώων, αλλά ούτε και η ύπαρξη και διατήρηση αυτών των πρακτικών είναι εφικτή χωρίς τη δικαιολόγησή τους από την ειδιστική ιδεολογία. Οι μηχανισμοί διαμελισμού των ζωικών σωμάτων είναι δύο ειδών: υλικοί (εκτροφή, σφαγείο, εργαστήριο κ.ά.) και επιτελεστικοί (νόμοι, αποφάσεις, κανονιστικές διατάξεις, διοικητικά μέτρα κ.ά.). Δηλαδή όλοι εκείνοι οι λόγοι που δεν είναι απλώς περιγραφικοί, αλλά μπορούν και ασκούν υλική επίδραση στον κόσμο, με άλλα λόγια, κάνουν κάτι να συμβεί [4].
Η υπέρβαση του ειδισμού προϋποθέτει δύο πράγματα συγχρόνως: την αποδόμηση των συστημάτων γνώσης που τον χαρακτηρίζουν («την ιδεολογία του και τα αφηγήματά του, δηλαδή τις ταξινομήσεις και κατηγοριοποίησεις του») και την καταστροφή των τεμαχιστικών του δομών, δηλαδή την καταστροφή των υλικών και επιτελεστικών του μηχανισμών.
Κατά συνέπεια, η υπέρβαση του ειδισμού προϋποθέτει δύο πράγματα συγχρόνως: την αποδόμηση των συστημάτων γνώσης που τον χαρακτηρίζουν («την ιδεολογία του και τα αφηγήματά του, δηλαδή τις ταξινομήσεις και κατηγοριοποίησεις του») και την καταστροφή των τεμαχιστικών του δομών, δηλαδή την καταστροφή των υλικών και επιτελεστικών του μηχανισμών. Ο αντιειδισμός, ως η πιο αποφασιστική απάντηση στον τρόμο του ειδισμού σήμερα, οφείλει ταυτόχρονα να αποβλέπει στην «απελευθέρωση των σωμάτων [μη ανθρώπινων και ανθρώπινων] από τα συμβολικά κλουβιά των κατηγοριών και των ταξινομήσεων και από τα υλικά κλουβιά των ιδιοκτησιών και των περιφράξεων» (σ. 114).
Αναφορικά με το κίνημα του αντιειδισμού, αν και είναι ακόμη ένα νεαρό κίνημα εφόσον γεννήθηκε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1970, δηλαδή την περίοδο κατά την οποία εμφανίστηκαν τα πρώτα σχετικά θεωρητικά κείμενα (η Απελευθέρωση των ζώων του Σίνγκερ χρονολογείται από το 1975), έχει περάσει από τουλάχιστον τρεις φάσεις, αναδεικνύοντας τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Ακολουθώντας μια εξέλιξη παρόμοια με άλλων απελευθερωτικών κινημάτων, όπως ο φεμινισμός (βλέπε τα τρία κύματα του φεμινισμού), αυτές οι διαδοχικές φάσεις εξακολουθούν να συνυπάρχουν σήμερα και να διαπλέκονται μεταξύ τους σε ποικίλους συνδυασμούς.
Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο ειδισμός γίνεται αντιληπτός ως μια προκατάληψη την οποία ο καθένας μας προσωπικά έχει την ηθική υποχρέωση να εξαλείψει, χωρίς όμως να χρειάζεται να νοιαστεί για την ανατροπή των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων που βρίσκονται πίσω από την εκμετάλλευση των ζώων.
Ακολουθώντας εν μέρει τη διάκριση του Μάθιου Καλάρκο (Mathew Calarco) στο «Identity, Difference, Indistinction» [5] ανάμεσα στις τρεις κύριες προσεγγίσεις που έχουν αναπτυχθεί σχετικά με τα ζώα τα τελευταία χρόνια, την ταυτότητα, τη διαφορά και την αδιαφοροποίηση, ο Φιλίππι ονομάζει αυτές τις τρεις κυριότερες εκδοχές αντιειδισμού ομοιότητα, διαφορά και κοινό. Ο αντιειδισμός της ομοιότητας ή της ταυτότητας (στον οποίο ανήκουν οι θεωρήσεις των Σίνγκερ και Ρήγκαν) αποτελεί στην πραγματικότητα μια μορφή ανθρωποκεντρισμού, εφόσον απλώς επεκτείνει ορισμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και δικαιώματα σε κάποια ζώα που θεωρούνται ιδιαίτερα κοντά στον άνθρωπο από ηθική άποψη. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο ειδισμός γίνεται αντιληπτός ως μια προκατάληψη την οποία ο καθένας μας προσωπικά έχει την ηθική υποχρέωση να εξαλείψει, χωρίς όμως να χρειάζεται να νοιαστεί για την ανατροπή των πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων που βρίσκονται πίσω από την εκμετάλλευση των ζώων.
Από τον αντιειδισμό της ομοιότητας περάσαμε σε έναν αντιειδισμό της διαφοράς, ο οποίος περιπλέκει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ανθρώπου και Ζώου, αναγνωρίζοντας μια τεράστια πολλαπλότητα διαφορών μεταξύ των ζώων, όπως και μεταξύ των ανθρώπων (δεν υπάρχει το ενικό «Ζώο» ή ο ενικός «Άνθρωπος» – εδώ τοποθετείται και το επιδραστικό έργο του Ντερριντά Το ζώο που είμαι / ακολουθώ) [6]. Με το να θέτει υπό αμφισβήτηση την κλασική διάκριση Ανθρώπου / Ζώου, ο αντιειδισμός της διαφοράς φέρνει στο φως τις περίπλοκες γραμμές αλληλεπίδρασης που διατρέχουν τις σχέσεις ανθρώπων-ζώων. Ωστόσο, αν και η γραμμή που σημειώνει το σύνορο μεταξύ ανθρώπων και ζώων περιπλέκεται από τον αντιειδισμό της διαφοράς, εξακολουθεί να μη διαγράφεται εντελώς.
Η ιδέα ότι υφίσταται ένα «ίδιον» του ανθρώπου απορρίπτεται. Αντίθετα, τονίζεται ο σχεσιακός χαρακτήρας της ύπαρξης, η κοινή ζωή.
Με το τρίτο ρεύμα του αντιειδισμού, τον αντιειδισμό του κοινού (έννοια η οποία αντλείται από τους Αντόνιο Νέγκρι και Μάικλ Χαρντ), η ίδια η χειρονομία χάραξης μιας γραμμής μεταξύ Ανθρώπου και Ζώου αμφισβητείται, με τον ίδιο τρόπο που ο queer φεμινισμός αμφισβητεί τη χάραξη μιας γραμμής μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Η ιδέα ότι υφίσταται ένα «ίδιον» του ανθρώπου απορρίπτεται. Αντίθετα, τονίζεται ο σχεσιακός χαρακτήρας της ύπαρξης, η κοινή ζωή. Όπως γράφει ο Φιλίππι, τα ζώα, είτε ανθρώπινα είτε μη ανθρώπινα, «δεν είναι άτομα που εισέρχονται σε κάποια σχέση, αλλά σχέσεις οι οποίες ενδεχομένως, χάνοντας σε πλούτο και ισχύ, δύνανται να εξατομικευτούν. Όλοι είμαστε πλέγματα σχέσεων, όλοι είμαστε μέρος μιας ακατάπαυστης υβριδοποίησης/κρεολοποίησης» (σ. 85).
Εντός και διαμέσου αυτών των σχέσεων, είμαστε διαρκώς σε διαδικασία γίγνεσθαι, διαφοροποίησης από τον εαυτό μας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Φιλίππι παραθέτει τη φράση του Ρεμπώ, «Je est un autre» («Εγώ είναι ένας άλλος», σ. 86). Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το κοινό είναι η «απρόσωπη και υπερπροσωπική ζωή που διατρέχει ολάκερο το αισθαντικό έμβιο», όχι η ζωή ως ιδιοκτησία του ενός ή του άλλου ατόμου, αλλά η κοινή ζωή. Αν διαβάζω σωστά τα Ζητήματα είδους, ο αντιειδισμός του κοινού εκφράζει την παρώθηση να υπερβούμε την ενασχόληση με τη φιλελεύθερη ιδιοκτησιακή διαφύλαξη της δικής μας ζωής υπέρ της από κοινού ζωής όλων των αισθανόμενων όντων, της ζωής ως «δύναμης δημιουργού κόσμων» (σ. 86).
Η ζωή δεν είναι ένα γεγονός ατομικό, απομονωμένο και μοναχικό, αλλά μια συλλογική διαδικασία. Όπως γράφει ο Φιλίππι: «Το κοινό, η κοινότητα, είναι ο χώρος σε αέναη μεταβολή, όπου η τρωτότητα και η περατότητα των διάφορων και διαφορετικών αισθαντικών σωμάτων συναντούν την εξ ολοκλήρου ζωική ικανότητα να χαίρονται, να παίζουν, να απρακτούν», δηλαδή «να κινούνται και να αισθάνονται άνευ προκαθορισμένου σκοπού, αντιστεκόμενα με τον τρόπο αυτόν στις κατηγορικές προσταγές της παραγωγικότητας και της αναπαραγωγής» (σ. 15). Ο αντιειδισμός του κοινού «καταφάσκει τη χαρά», πάνω στην οποία «είναι δυνατόν να οικοδομηθεί το κοινό».
Η χαρά είναι το «κοινό αβγάτισμα της δημιουργικής δύναμης των σωμάτων» (σ. 118). Το τελευταίο κεφάλαιο, τα Συμπεράσματα, έχουν προμετωπίδα το εξής παράθεμα από το δοκίμιο του Μάικλ Χάρντ, «The Power of the Multitude and the Joy of the Revolution» [7]: «Χαρά είναι η κοινή πορεία του σώματός μας με άλλα σώματα, που επινοεί νέες σχέσεις και δημιουργεί ισχυρότερα κοινωνικά σώματα: χαρά είναι μια λογική συνάθροισης» (σ. 113). Στο κείμενό του, ο Χαρντ διερευνά την ιδέα της χαράς ως συλλογικής εμπειρίας που προκύπτει από κοινωνικά και πολιτικά κινήματα. Τονίζει ότι η χαρά αφορά βασικά τη διαδικασία της συνάντησης, της δημιουργίας νέων σχέσεων και νέων μορφών κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ωστόσο, σε συνέντευξή του στον Φιλίππι με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Not in Your Name», ο Χαρντ αναφέρει ότι, ενώ τον γοητεύει «μια έννοια του κοινού που μπορεί να επεκταθεί προς την κατεύθυνση τόσο του ανθρώπινου όσο και του μη ανθρώπινου κόσμου» [8], δεν μπορούμε να μιλάμε εξ ονόματος των ζώων.
Ο Χαρντ θέλει να πει ότι αυτός ο κοινός κόσμος που οικοδομείται πάνω στη χαρά παραμένει αναγκαστικά μια ανθρώπινη οπτική θέασης της σχέσης ανθρώπινων και μη ανθρώπινων ζώων.
Όπως αναφέρει, «θα ήταν επικίνδυνο να ανθρωπομορφοποιήσουμε τα ζώα και να τα αντιμετωπίσουμε σαν να ήταν άνθρωποι, πιστεύοντας ότι μπορούμε πραγματικά να γνωρίζουμε τις σκέψεις, τους φόβους και τις επιθυμίες τους» [9]. Συνεπώς, φαίνεται ότι ο Χαρντ θέλει να πει ότι αυτός ο κοινός κόσμος που οικοδομείται πάνω στη χαρά παραμένει αναγκαστικά μια ανθρώπινη οπτική θέασης της σχέσης ανθρώπινων και μη ανθρώπινων ζώων. Η δημιουργία, μέσω της συνύπαρξης ανθρώπινων και άλλων ζώων, ενός καινούριου είναι, νέων κόσμων, νέων υποκειμένων, νέων επιθυμιών και νέων ηδονών, όπως ευελπιστεί ο Φιλίππι, εξακολουθεί να είναι μια ανθρώπινη δημιουργία, και όχι ένας κόσμος των ζώων ή ένας κόσμος όπως θα τον έβλεπαν ή θα τον επιθυμούσαν τα ζώα. Ίσως εδώ δεν βοηθά το γεγονός ότι ο Φιλίππι αρκείται σε μια σύντομη σκιαγράφηση της θεωρητικής διάστασης του αντιειδισμού του κοινού χωρίς να θίγει την πρακτική του διάσταση, δηλαδή χωρίς να προσφέρει κάποιες ενδείξεις ή παραδείγματα για το πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη.
Η έννοια του κοινού στην οποία αναφέρεται ο Φιλίππι αφορά το «αισθαντικό έμβιο» ή τα «αισθαντικά σώματα» (σ. 86). Επίσης, όπως μας λέει σε κάποιο άλλο σημείο, «ο όρος ζώα δεν είναι πια –ή δεν θα πρέπει να είναι πια– συνώνυμος ορισμένων μη ανθρώπινων ειδών, αλλά όλων των αισθαντικών πλασμάτων με επιθυμίες» (σσ. 88-89). Μια τέτοια αντίληψη του ζώου, όμως, δεν παραμένει ανθρωποκεντρική; Μπορεί να αποφύγει τον ανθρωποκεντρισμό η διάκριση μεταξύ αισθαντικών (αισθανόμενων) και μη αισθαντικών έμβιων όντων; Δεν ανήκαν πάντα η αισθαντικότητα και η επιθυμία στο «ίδιον» του ανθρώπου, ενώ τώρα τις επεκτείνουμε στα ζώα;
Ο Μάσιμο Φιλίππι [Massimo Filippi] διδάσκει νευρολογία στο Πανεπιστήμιο «Vita e Salute» |
Ένα ερώτημα που αναδύεται από τα Ζητήματα είδους αφορά την ενασχόληση του Φιλίππι μόνο με την ιεραρχική δυαδική διάκριση μεταξύ Ανθρώπου και Ζώου, και όχι με την αντίστοιχη μεταξύ Ανθρώπου και Φυτού, ερώτημα που θίγει και ο ίδιος. Η απάντησή του είναι ότι «ο άνθρωπος ποτέ δεν προσδιορίστηκε ως διαφορά από τα φυτά. Η ανθρώπινη κοινωνία ουδέποτε οικοδομήθηκε πάνω στον αποκλεισμό των φυτών» (σ. 60). «Εξού και η επείγουσα ανάγκη του ζητήματος των ζώων», όπως λέει. Ωστόσο, επισημαίνει ότι αυτό «δεν σημαίνει να θέσουμε τον φυτικό κόσμο εκτός κάθε μορφής ηθικής θεώρησης ή να λησμονήσουμε την καταστροφική δύναμη που ασκεί η βιομηχανοποιημένη γεωργία πάνω στα έμβια» (σ. 60). Ακόμη κι έτσι όμως, το είδος «φυτό» αποτελούσε πάντα μια μορφή ζωής όχι μόνο υποδεέστερη του ανθρώπου, αλλά και του ζώου. Συχνά μιλάμε για τον «άνθρωπο-φυτό» για να δηλώσουμε την πλέον υποτυπώδη μορφή ζωής, κατά την οποία το άτομο δεν έχει καμία επίγνωση των όσων συμβαίνουν γύρω του. Αν δεν χρειάστηκε να κατασκευαστεί μια ιδεολογία που να δικαιολογεί την καταστροφή της φυτικής ζωής, ίσως να έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ζωή των φυτών δεν θεωρήθηκε ποτέ άξια λόγου ή σημασίας.
Ωστόσο, ο άνθρωπος δεν κατακρεουργεί μόνο τα ζώα, αλλά και τα φυτά. Ποια μπορεί να είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ ένα τσεκούρι που κομματιάζει τον κορμό ενός δέντρου και ένα μαχαίρι που κόβει τον λαιμό ενός ζώου, εκτός από το γεγονός ότι τα ζώα, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο, μοιράζονται χαρακτηριστικά που μοιάζουν στον άνθρωπο (ανθρωπομορφισμός), έτσι που σε κάποιες περιπτώσεις (εκτός βέβαια από τα μηχανοποιημένα συστήματα μαζικής θανάτωσης) να είναι περισσότερο δύσκολο να σκοτώσεις ένα αρνί παρά μια μύγα; Φυσικά, είμαι κι εγώ ένας από εκείνους που συγκλονίζονται αναμφίβολα με τη θέα του βίαιου θανάτου ενός ανθρώπου ή ενός ζώου και όχι με το ξερίζωμα ενός μαρουλιού. Ωστόσο, μου είναι δύσκολο να μετατρέψω αυτή την προτίμηση σε μια συνεκτική μη ανθρωποκεντρική θεώρηση. Ο Φιλίππι μιλά για την οριστική κατάργηση του «θυσιαστικού κανόνα» (σ. 84). Δεν αποτελούν όμως και τα φυτά θύματα αυτού του θυσιαστικού κανόνα; Αν όχι, γιατί; Αν ναι, από τη στιγμή που η διατήρηση της δικής μας ζωής προϋποθέτει τον θάνατο κάποιας άλλης, αν όχι απαραιτήτως των ζώων, σίγουρα των φυτών, μπορεί «να καταργηθεί μια για πάντα» αυτός ο «θυσιαστικός κανόνας»;
Συμπερασματικά, στο βιβλίο του ο Φιλίππι επιτελεί ένα σημαντικό έργο: ανατρέπει την κοινή παραδοχή ότι η ταξινόμηση των σωμάτων σε είδη είναι μια αθώα διαδικασία.
Συμπερασματικά, στο βιβλίο του ο Φιλίππι επιτελεί ένα σημαντικό έργο: ανατρέπει την κοινή παραδοχή ότι η ταξινόμηση των σωμάτων σε είδη είναι μια αθώα διαδικασία. Μέσα από μια προσεκτική εξέταση, η έννοια του είδους διαλύεται σε μια φανταστική –αλλά άκρως θανατηφόρα– κατασκευή· κατασκευή, σκοπός της οποίας είναι –μέσω της περιβολής της με μια υποτιθέμενη επιστημονική αντικειμενικότητα– η επικύρωση των ιεραρχικών και εξουσιαστικών σχέσεων μεταξύ των έμβιων όντων: εν ολίγοις, η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στα μη ανθρώπινα ζώα. Ο άνθρωπος αιτιολογεί την κυριαρχία του πάνω στο ζώο προσδίδοντας στον εαυτό του ως είδος ένα «ίδιον», βάσει του οποίου διαχωρίζεται από εκείνο. Ωστόσο, αυτή η γραμμή διαχωρισμού είναι ρευστή. Από καιρό σε καιρό την επαναπροσδιορίζει, αποφασίζοντας ποιος εμπίπτει στην κατηγορία του ανθρώπου και ποιος πρέπει να αποκλειστεί, δηλαδή να καταστεί αντικείμενο της ίδιας μεταχείρισης που επιφυλάσσεται για τα μη ανθρώπινα ζώα. Μέρος της αξίας του βιβλίου έγκειται στην προσπάθεια καταγραφής των νέων, σημαντικών βημάτων που πρέπει να γίνουν σε σχέση με την παραδοσιακή αντιειδιστική προσέγγιση.
Η μετάφραση του Παναγιώτη Τσιαμούρα είναι ακριβής, ευανάγνωστη και απολύτως κατανοητή. Εδώ θα πρέπει να υπογραμμιστεί η πολυετής προσπάθειά του Τσιαμούρα να φέρει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό σε επαφή με σημαντικά κείμενα της ιταλικής διανόησης σχετικά με το ζήτημα των ζώων. Έχει μεταφράσει τα βιβλία Η ψυχή των ζώων του Piero Martinetti (Κυαναυγή, 2019) και Το ανοιχτό: Ο άνθρωπος και το ζώο του Giorgio Agamben (Κυαναυγή, 2021), ενώ έχει συγγράψει ο ίδιος το Για μια φιλοσοφία της ζωότητας: Από το ανοιχτό στην απελευθέρωση των ζώων (Κυαναυγή, 2021).
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Massimo Filippi, «Specie, specismo, antispecismo», Liberazioni, τχ. 53, Ιούνιος 23, σ. 6. Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.liberazioni.eu/wp-content/uploads/2024/06/Filippi-lib53.pdf.
2. Michel Foucault, Οι λέξεις και τα πράγματα: Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, επιμέλ. Θανάσης Λάγιος, Πλέθρον, Αθήνα 2022, σ. 460.
3. Peter Singer, Η απελευθέρωση των ζώων, μτφρ. Σταύρος Καραγεωργάκης, Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 16.
4. Όπως είναι γνωστό, ο όρος προέρχεται από το βιβλίο του Τζ. Λ. Ώστιν Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις, πρόλ.-μτφρ. Αλέξανδρος Μπίστης, επιμέλ.-απόδοση όρων-επίμ. Χάρης Χρόνης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2003.
5. Mathew Calarco, «Identity, Difference, Indistinction», The New Centennial Review, τόμ. 11, τχ. 2, 2012, σσ. 41-60.
6. Jacques Derrida, L’animal que donc je suis, Galilée, Παρίσι 2006.
7. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Adbusters το 2011.
8. Michael Hardt, «Not in Your Name» (Intervista di Massimo Filippi), Liberazioni, τχ. 20, Μάρτιος 2015, σ. 17.
9. Στο ίδιο, σ. 9.
* Ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΑΚΟΛΥΡΗΣ διδάσκει σύγχρονη ηπειρωτική φιλοσοφία στο Τμήμα Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Τελευταίο του βιβλίο, η έκδοση «Derrida's Deconstructive. Double Reading – The case of Rousseau» (εκδ. Νήσος).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ από τον Μάσιμο Φιλίππι
ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥΣ του Γεράσιμου Κακολύρη
Ο συγγραφέα του βιβλίου Ζητήματα είδους καθηγητής Μάσιμο Φιλίππι είχε την καλοσύνη να απαντήσει γραπτώς –σε κάποιους προβληματισμούς που εκθέτω στην παρουσίασή μου– ως εξής:
Ευχαριστώ τον καθηγητή Κακολύρη για την προσεκτική και ενσυναισθητική ανάγνωση του βιβλίου μου Ζητήματα είδους. Ωστόσο θέτει ορισμένα ερωτήματα στα οποία θα ήθελα να απαντήσω, ευελπιστώντας ότι οι απαντήσεις μου θα οδηγήσουν σε μια γόνιμη συζήτηση.
1. Συμφωνώ απολύτως με τον Χαρντ ότι δεν μπορούμε να μιλάμε εξ ονόματος άλλων· μια επιταγή που ισχύει για όλες τις καταπιεσμένες ομάδες. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ότι τα αισθανόμενα σώματα επιδιώκουν να μην υποφέρουν, να χαίρονται, να ζουν και να πεθαίνουν με αξιοπρέπεια, να παίζουν ξεφεύγοντας από τις λογικές της (ανα)παραγωγής της πολυεθνικής «Άνθρωπος & Κεφάλαιο». Και η κατανόηση όλων αυτών των στοιχείων, όλων αυτών των επιθυμιών, που συνήθως αρνούμαστε σε όσους κατατάσσονται στην κατηγορία «Ζώο», δεν σημαίνει ότι μιλάμε εξ ονόματος άλλων. Εξού και στο βιβλίο υπογραμμίζω την ανάγκη να σταθούμε μπροστά στον πόνο των ζώων, προκειμένου να δείξουμε την αλληλεγγύη μας προς τις συνεχείς πράξεις αντίστασης που προβάλλουν. Ενδεχομένως να μην καταλαβαίνω πλήρως τι επιθυμεί ένα ζώο, αλλά δεν μου είναι δύσκολο να καταλάβω τι λέει, όταν προσπαθεί να δραπετεύσει από μια μονάδα εντατικής εκτροφής ή από ένα σφαγείο. Η δημιουργία ενός άλλου κόσμου είναι επομένως πάντα συν-δημιουργία, από τη στιγμή που η διχοτομία Άνθρωπος/Ζώο παύει να υφίσταται.
2. Σύμφωνα με τον καθηγητή Κακολύρη, δεν προσφέρω παραδείγματα σχετικά με το πώς μπορεί να υλοποιηθεί ο αντιειδισμός της κοινότητας (του κοινού). Αυτό ίσως είναι το τίμημα που πληρώνεται για μια θεωρητική προσέγγιση η οποία σήμερα είναι απολύτως αναγκαία, δεδομένων των χιλιετιών ανθρωποκεντρικής σκέψης και ειδιστικών πρακτικών· αν και το Κεφάλαιο 5 του βιβλίου είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην πράξη.
3. Η διάκριση Ανθρώπου/Ζώου είναι ένα ζήτημα που απασχολεί την πολιτική, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η παράδοσή μας. Προσωπικά με απασχολεί επειδή αυτή η διάκριση είναι ανησυχητική, όπως ελπίζω να καταδεικνύουν με σαφήνεια τα Ζητήματα είδους. Τούτου λεχθέντος, είναι ξεκάθαρο ότι από οντολογική άποψη ούτε η διάκριση Ζωικού/Φυτικού μπορεί να υποστηριχτεί και ότι η αποδόμηση θα έπρεπε να εισχωρήσει και σε εκείνη την αχαρτογράφητη περιοχή. Το πρόβλημα ωστόσο είναι πολιτικό, και η προτεινόμενη αποδόμηση του είδους θα πρέπει η ίδια να θεωρηθεί ως μια πρακτική (βλ. παραπάνω) που αποσκοπεί στο να σταματήσει τις λάμες που μπορούν να λειτουργήσουν και χάρη στην ιδεολογική διάκριση Ανθρώπινου/Ζωικού. Πολιτική, επομένως, και όχι απλώς άλλη μια περαιτέρω στείρα ακαδημαϊκή άσκηση. Αν είναι αλήθεια –και είναι δύσκολο να αποδείξει κανείς το αντίθετο– ότι ο Άνθρωπος ανέκαθεν όριζε τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό από το Ζώο, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκμετάλλευση και τη θανάτωση του εμβίου, μια πολιτική αποδόμηση του είδους δεν μπορεί παρά να εισαχθεί σε αυτό το πυρακτωμένο σημείο που αντιπροσωπεύεται από τη συστημική και βιομηχανοποιημένη βία. Τέλος, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι, για όσους έχουν μάτια να δουν, ένα μαχαίρι που σφάζει ένα ζώο και ένα που ξεφλουδίζει ένα μήλο είναι δύο πολύ διαφορετικά μαχαίρια· και ότι εκείνο που σφάζει το ζώο έχει ήδη κόψει, πριν σταματήσει την αναπνοή του ζώου στην τραχεία, άπειρες φυτικές ζωές (μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας).