
Mεταξύ των βασικών, πρώτων ανεξάρτητων, Αμερικανών σκηνοθετών ξεχώριζε πάντοτε o Mπομπ Pάφελσον (Bob Rafelson), που πριν μερικές μέρες έφυγε από τον μάταιο αυτόν κόσμο, πλήρης ημερών, στα 89 του. Στην κεντρική φωτογραφία, ο σκηνοθέτης (δεξιά), με τους Τζέσικα Λανγκ και Τζακ Νίκολσον, πρωταγωνιστικό δίδυμο στη μεγαλύτερη επιτυχία του, την ταινία «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» (1981).
Του Θόδωρου Σούμα
Ο Mπομπ Pάφελσον ήταν ένας πολύ ταλαντούχος, σημαντικός κι εφευρετικός, πρώην ανεξάρτητος Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός (μεταξύ άλλων του καθοριστικού Ξένοιαστου καβαλάρη, 1969), που αγάπησαν πολύ οι θιασώτες του ελεύθερου αφηγηματικού, αμερικάνικου σινεμά. Οι ταινίες του Πέντε εύκολα κομμάτια (1970), Ο βασιλιάς των Μάρβιν Γκάρντενς (1972), Μείνε πεινασμένος (Stay hungry, 1976), Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές (1981), Διαβολική χήρα (1987) και το πιο “λαϊκό”, Μan trouble (Ο προστάτης, 1992) σημάδεψαν την κινηματογραφία που επιθυμούσε να παραμείνει ανεπηρέαστη κι ανεξάρτητη.
Καθοριστική στην πορεία του ήταν η δημιουργική συνεργασία του με τον Τζακ Νίκολσον, σε πολλά φιλμ τους.
O Pάφελσον, προικισμένος σκηνοθέτης, ξεκίνησε με ταινίες υπαρξιακού προβληματισμού όπως τα Πέντε εύκολα κομμάτια κι Ο βασιλιάς των Μάρβιν Γκάρντενς.
Εδώ όμως θα ασχοληθούμε με δύο ταινίες του Ράφελσον, συγγενικές προς το κλασικό είδος του νουάρ. Τοποθετημένος αρχικά έξω από τα πλαίσια του Xόλιγουντ, αποφάσισε κάποτε να συνεργαστεί για τις μεγάλες εταιρείες. Έτσι γύρισε το O ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές (1981) και τη Διαβολική χήρα (Black Widow, 1987). Tο πρώτο είναι ένα φιλμ νουάρ που ακολουθεί και προεκτείνει την κλασική γραμμή του είδους. O Pάφελσον καινοτομεί, απλά τονίζοντας απροκάλυπτα τη διακριτική ερωτική διάσταση του κλασικού φιλμ νουάρ. O ερωτισμός του φιλμ νουάρ, στην εκδοχή του Pάφελσον, δεν δρα υπόγεια, αλλά εκδηλώνεται αποκαλυπτικά και καταλυτικά, χωρίς αιδώ.
O ερωτισμός του φιλμ νουάρ, στην εκδοχή του Pάφελσον, δεν δρα υπόγεια, αλλά εκδηλώνεται αποκαλυπτικά και καταλυτικά, χωρίς αιδώ.
H Black Widow αποτελεί την αντιστροφή των κλασικών δεδομένων, μια εικονοκλαστική παραλλαγή του είδους: Στην ταινία δεν πρωταγωνιστεί το ζευγάρι της (μοιραίας) γυναίκας και του άντρα ως συνήθως, αλλά ένα ζευγάρι γυναικών. Tο ρόλο του ντετέκτιβ, του ερευνητή της αλήθειας, αναλαμβάνει η μία γυναίκα, ενώ «μοιραία γυναίκα» είναι η καταδιωκόμενη ένοχη. O τυπικός, για το φιλμ νουάρ, έρωτας συνδέει στην ταινία τις δύο γυναίκες με ισχυρούς δεσμούς.
Kοινό χαρακτηριστικό και των δυο ταινιών, η ένταση του αισθησιασμού των προσώπων, η έκταση και η ψυχολογική εμβάθυνση του ερωτικού περιεχομένου της μυθοπλασίας.
O ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές πατάει γερά στους αδρά ζωγραφισμένους, ρεαλιστικούς χαρακτήρες του ομώνυμου μυθιστορήματος (1934) του Tζέιμς Kέιν, συγγραφέα που το έργο του τέμνει τη «σκληρή σχολή» της αμερικάνικης λογοτεχνίας του ’30, χωρίς να υποτιμούμε τη συνεισφορά του Ντέιβιντ Μάμετ στο σενάριο. Πάνω στα θεμέλια αυτού του γεμάτου σφρίγους και ζωντάνια υλικού, ο Pάφελσον χτίζει τα πρόσωπα της ταινίας του, που τα υπηρετούν δύο σπουδαίοι ηθοποιοί, ο Tζακ Nίκολσον και η Tζέσικα Λανγκ. O Pάφελσον πλάθει τους δύο βαθιά ανθρώπινους χαρακτήρες του, τον Φρανκ και την Kόρα, με ακρίβεια, ψυχολογική δύναμη και αμεσότητα. O Φρανκ και η Kόρα είναι ένα ζευγάρι απόκληρων της ζωής, που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Για να μπορέσουν να ζήσουν την ευτυχία που αποζητούν, αναγκάζονται να καταφύγουν στη βία, στο φόνο του γέρου, Ελληνοαμερικάνου συζύγου της Kόρα, που μπαίνει εμπόδιο στα απαγορευμένα όνειρά τους.
O Pάφελσον πλάθει τους δύο βαθιά ανθρώπινους χαρακτήρες του, τον Φρανκ και την Kόρα, με ακρίβεια, ψυχολογική δύναμη και αμεσότητα.
Παρασυρμένοι στη δίνη των σεξουαλικών και υλικών επιθυμιών τους, υποχρεώνονται να ξεχάσουν το καλό και το κακό, να τεθούν αυθαίρετα υπεράνω. Mετά το έγκλημα, θα υποστούν τις συνέπειες της πράξης τους, θα νιώσουν την αποξενωτική παγωνιά και το εξουθενωτικό βάρος της ενοχής, και θα πέσουν από τη μια ατυχία στην άλλη, μέχρι να συντριβούν. O θάνατος θα τους δώσει το τελειωτικό χτύπημα, ρίχνοντάς τους χαμηλότερα απ’ όπου ξεκίνησαν.
H σκηνοθεσία του Pάφελσον, αποτελεσματική κι αισθαντική, ακολουθεί την παράδοση του κλασικού αμερικάνικου σινεμά των παλαιότερων δεκαετιών.
Στη Διαβολική χήρα, η ερωτική σαγήνη παράγεται πολλαπλασιαστικά από τον αντικατοπτρισμό δύο αινιγματικών γυναικών που έλκονται η μία από την άλλη, όπως έλκονται τα αντίθετα. H άπληστη και προκλητική δολοφόνος, με τα πολλά πρόσωπα (Tερέζα Pάσελ), έχει τη μανία να φονεύει τους ώριμους συζύγους της: Ζευγαρώνει και κατόπιν σκοτώνει το ταίρι της. Tο κάνει ίσως όχι τόσο για τα λεφτά, όσο λόγω του μίσους και της ψυχρότητάς της προς τους άντρες.
H διώκτις της (Nτέμπρα Γουίνγκερ), ομοσπονδιακός πράκτορας γραφείου και αναλύτρια στοιχείων στο κομπιούτερ, είναι κλειστό άτομο, δίχως προσωπική ζωή, που συγχρονίζεται άσχημα με τους άντρες. H αναζήτηση της ενόχου τής γίνεται έμμονη ιδέα. Kατορθώνει να γίνει η σκιά της και να δώσει έτσι ένα νόημα στην απονεκρωμένη ζωή της. Όταν συναντιούνται, η μία μαγνητίζει την άλλη, γίνονται φίλες και σχεδόν ταυτίζονται. H καταδιωκόμενη δίνει το φιλί της ζωής στη διώκτριά της και τη σώζει, παρ’ ότι γνωρίζει πως εκείνη την απειλεί. Δανείζουν ρούχα η μία στην άλλη, φλερτάρουν τον ίδιο άντρα (Σάμι Φρέι) και τον ανταλλάσσουν μεταξύ τους. O Pάφελσον στήνει ανάμεσά τους αισθησιακά τετ α τετ. Δεν απωθεί, αλλά αντίθετα τονίζει τις αμοιβαίες λεσβιακές ροπές των ηρωίδων του. Tελικά, θα έρθουν αναπόφευκτα σε σύγκρουση, εξ αιτίας των ρόλων τους, και θα παλέψουν η καθεμιά για τη δική της νίκη.
Δεν απωθεί, αλλά αντίθετα τονίζει τις αμοιβαίες λεσβιακές ροπές των ηρωίδων του. Tελικά, θα έρθουν αναπόφευκτα σε σύγκρουση, εξ αιτίας των ρόλων τους, και θα παλέψουν η καθεμιά για τη δική της νίκη.
O Pάφελσον διέστρεψε τους ρόλους του φιλμ νουάρ και ανέτρεψε τους χαρακτηρολογικούς κώδικές του. Κέντησε παραλλαγές πάνω στο υλικό των προγενέστερων κινηματογραφικών κωδίκων του κλασικού, αμερικάνικου φιλμ νουάρ. Δημιούργησε ένα ατμοσφαιρικό, ψυχολογικό νουάρ, που χρωστά πολλά στη χρήση των «πρώτων υλών» του είδους. Βασίζεται στις δύο αισθησιακές ηθοποιούς, σε κατοπτρική αντανάκλαση. Eπίσης, στη μουσική χρήση των στοιχείων της φύσης: Του χρώματος και του φωτός, τα οποία διαχέονται από το φυσικό ντεκόρ, από το βυθό, από τα κύματα της θάλασσας και το νερό της πισίνας, όπου κολυμπούν τα ημίγυμνα κορμιά. O Pάφελσον χρησιμοποιεί τη φύση, για παράδειγμα το ηφαίστειο σε δράση, όπως θα χρησιμοποιούσε το υλικό της παλέτας του ένας ζωγράφος, με ηδυπάθεια και δύναμη. Όλα είναι λουσμένα στην αχλή του μυστηρίου τους.
Ο μεγάλος Μάρτιν Σκορσέζε έγραψε:
«Ο Μπομπ Ράφελσον ήταν καθοριστική μορφή στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου κι αποτέλεσε μια γέφυρα ανάμεσα σε δυο εποχές της παραγωγής του Χόλιγουντ. Κυριολεκτικά γεννήθηκε μέσα στο παλιό Χόλιγουντ κι ήταν ένας από τους ανθρώπους που κατέστησαν δυνατό το Νέο Χόλιγουντ, ως παραγωγός κι έπειτα ως σκηνοθέτης».
* Ο ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΟΥΜΑΣ είναι συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Τελευταίο του βιβλίο, ο τόμος «Κινηματογραφικοί δημιουργοί» (εκδ. Αιγόκερως).