Για το μυθιστόρημα του Alberto Moravia «Η προσήλωση» (μτφρ. Δημήτρης Παπαδημητρίου, εκδ. Κριτική). Κεντρική εικόνα: Η Stefania Sandrelli από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου (1985), σε σκηνοθεσία Giovanni Soldati.
Της Χριστίνας Μουκούλη
Υπάρχουν αυθεντικοί άνθρωποι με γνήσια συναισθήματα; Κι αν υπάρχουν, πού μπορεί να τους αναζητήσει κανείς; Υπάρχει κάτι που μένει αναλλοίωτο στον χρόνο και ανεπηρέαστο από τη ρουτίνα της καθημερινότητας; Ερωτήματα προς διερεύνηση. Ο Αλμπέρτο Μοράβια συνήθως περιγράφει στα βιβλία του συναισθήματα ή αξίες που συνδέονται με στάσεις ζωής και συντελούν στη διαμόρφωση συμπεριφορών. Στους Αδιάφορους (1929), το πρώτο του μυθιστόρημα, σκιαγραφεί το προφίλ ενός ανθρώπου που αδιαφορεί για το σπίτι του, για τα μέλη της οικογένειάς του, για τη χώρα του, για τον ίδιο τον εαυτό του. Στην Πλήξη (1960), θεωρεί την πλήξη ως γενεσιουργό αιτία πολλών ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Στο ανά χείρας μυθιστόρημα, το οποίο γράφτηκε το 1965, αναζητά διακαώς την αυθεντικότητα και προσηλώνεται στην αναζήτηση αυτής μέσω της συγγραφής.
Η υπόθεση
Στη Ρώμη του 1947, ο Φραντζέσκο Μερίνγκι, ένας εύπορος νεαρός δημοσιογράφος, επιλέγει να αγαπήσει και να παντρευτεί μια κοπέλα του λαού, θεωρώντας ότι οι φτωχοί, σε αντίθεση με τους ανθρώπους της τάξης του, διαθέτουν αυθεντικότητα στις σχέσεις και στη συμπεριφορά τους. Είναι απηυδισμένος από την ψευτιά και την υποκρισία που επικρατεί στους κύκλους του και επηρεασμένος από τον μύθο ότι «ο λαός είναι ο μοναδικός θεματοφύλακας οτιδήποτε αυθεντικού στον κόσμο» – μύθος ο οποίος ενισχύθηκε από τον φασισμό κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Παράλληλα ο Φραντσέσκο γράφει ένα μυθιστόρημα με ήρωες τον ίδιο, τη σύζυγό του Κόρα και την Μπάμπα, την κόρη που είχε αποκτήσει η Κόρα εκτός γάμου. Όταν διαπιστώνει ότι η σχέση του με την Κόρα και η οικογενειακή ζωή που οικοδόμησε μαζί της δεν είχε γερές βάσεις κι ότι η αγάπη του έπαψε να υπάρχει, καταστρέφει τα χειρόγραφα του μυθιστορήματός του, καθώς δεν θέλει να το στηρίξει σε πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις τα οποία έχουν χάσει την αυθεντικότητά τους.
Όταν διαπιστώνει ότι η σχέση του με την Κόρα και η οικογενειακή ζωή που οικοδόμησε μαζί της δεν είχε γερές βάσεις κι ότι η αγάπη του έπαψε να υπάρχει, καταστρέφει τα χειρόγραφα του μυθιστορήματός του, καθώς δεν θέλει να το στηρίξει σε πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις τα οποία έχουν χάσει την αυθεντικότητά τους.
Στη συνέχεια ο ήρωας εισέρχεται σε μια κατάσταση αδιαφορίας. Αδιαφορεί για την Κόρα και την Μπάμπα, για το πού βρίσκονται, τι κάνουν, αν είναι καλά ή όχι. Παρά το γεγονός ότι δεν έχει ανάγκη από χρήματα, αναζητά εργασία και προσλαμβάνεται σε μια εφημερίδα η οποία τον προορίζει για ανταποκριτή σε μακρινές περιοχές, κάτι που τον ευχαριστεί, και γιατί του αρέσουν τα ταξίδια και, κυρίως, γιατί θα είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένος να λείπει από την οικογενειακή εστία, με την οποία δεν τον συνδέει τίποτα πλέον.
Επειδή όμως διατηρεί ακόμα έντονη την επιθυμία να γίνει συγγραφέας, αποφασίζει να κρατά ημερολόγιο, όπου θα καταγράφει στο εξής τη ζωή του, και στο οποίο θα βασιστεί για το νέο του μυθιστόρημα, στο οποίο θα περιγράφει μια καθημερινότητα απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις. Έχουν ήδη περάσει δέκα χρόνια από τον γάμο του με την Κόρα. Δέκα χρόνια τα οποία κύλισαν με ατελείωτα ταξίδια, με την ηθελημένη απομάκρυνση του ήρωα από τη σύζυγο και την προγονή του και με έντονη την αδιαφορία του για όλα. Κάποια στιγμή όμως έρχεται η μεταστροφή. Ο Φραντσέσκο αποφασίζει να αποβάλει αυτή την αδιαφορία και να αρχίσει να ενδιαφέρεται για τα πάντα· να προσέχει τι συμβαίνει γύρω του, να προσηλωθεί σε κάθε τι που τον περιτριγυρίζει – στα μέλη της οικογένειάς του, στον ίδιο και πάνω απ’ όλα στη συγγραφή του μυθιστορήματός του.
Προσηλωμένος στη συγγραφή
Το ημερολόγιο περιέχει την καταγραφή κάθε μέρας ενός τριμήνου που μεσολαβεί από το ένα ταξίδι του ήρωα μέχρι το επόμενο. Περιγράφεται σε αυτό λεπτομερώς η καθημερινότητα της οικογένειας αλλά προστίθενται και κάποια φανταστικά στοιχεία, χωρίς να διευκρινίζεται πάντα ποια είναι αυτά, μέσω των οποίων ο συγγραφέας διατυπώνει ερωτήματα, που συνδέονται με την ανάλυση του ψυχισμού των ηρώων: σε μια πιθανή αιμομικτική σχέση του πατριού με τη νεαρή προγονή του, ο ήρωας θα υποκύψει στον πειρασμό ή θα πολεμήσει τις ορμές και τα ένστικτά του; Πώς θα αντιδράσει ο ήρωας στην ανώνυμη επιστολή, η οποία έρχεται να του φανερώσει γεγονότα που αγνοούσε για τη σύζυγό του; Ή μήπως έκανε ότι τα αγνοούσε;
Ο Φραντσέσκο για τις ανάγκες του ημερολογίου γίνεται ένας πολύ καλός παρατηρητής. Παρατηρεί ακατάπαυστα το κάθε τι: τον τρόπο που σκέφτεται, τις επιλογές που κάνει τόσο στην καθημερινότητά του, όσο και αυτές που σχετίζονται με τη συγγραφή, τις σκέψεις και τα θέλω του, το θεμιτό των σκέψεων αυτών όπως και τις συνέπειες της πιθανής πραγματοποίησης των κρυφών επιθυμιών του.
Ο Φραντσέσκο για τις ανάγκες του ημερολογίου γίνεται ένας πολύ καλός παρατηρητής. Παρατηρεί ακατάπαυστα το κάθε τι: τον τρόπο που σκέφτεται, τις επιλογές που κάνει τόσο στην καθημερινότητά του, όσο και αυτές που σχετίζονται με τη συγγραφή, τις σκέψεις και τα θέλω του, το θεμιτό των σκέψεων αυτών όπως και τις συνέπειες της πιθανής πραγματοποίησης των κρυφών επιθυμιών του. Διαρκώς υποβάλλει ερωτήσεις, τόσο στους ανθρώπους που τον περιβάλλουν όσο και –ή κυρίως– στον εαυτό του. Αναλύει διεξοδικά το κάθε τι, πώς, γιατί. Επιδεικνύει μια πρωτοφανή ειλικρίνεια προς τον εαυτό του και προς τους άλλους και περιμένει κι από αυτούς το ίδιο. Διαπιστώνει ότι τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Όλα εκπορεύονται από μια βαθύτερη ανάγκη, από έναν ενδεχόμενο στόχο, από θεμιτές ή αθέμιτες επιθυμίες, από ανομολόγητα ένστικτα ή από στοιχεία που εκπορεύονται από την ίδια τη φύση του ανθρώπου. Γι’ αυτό και το μυθιστόρημά του «σχετίζεται ως επί το πλείστον με τις ψυχικές εξελίξεις κι όχι με τα πραγματικά γεγονότα». Χρησιμοποιεί το μυθιστόρημα «ως μια μανιέρα, ως ένα διαμεσολαβητή στη σχέση του με την πραγματικότητα». Και πάντα η αυθεντικότητα το μεγάλο ζητούμενο.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, όπως απαιτεί η ημερολογιακή μορφή του κειμένου. Έχουμε λεπτομερή καταγραφή της κάθε μέρας του τριμήνου και των δραστηριοτήτων που αυτή περιλαμβάνει. Επίσης υπάρχει λεπτομερής περιγραφή του περιβάλλοντα χώρου, είτε πρόκειται για εσωτερικό σπιτιού είτε για δρόμο, παραλία ή γειτονιά. Σκηνικό στημένο στην κάθε του λεπτομέρεια, όπου σε μια σκηνή δίνεται έμφαση στο έντονο χρώμα των ρούχων της Κόρα, η οποία λατρεύει το κόκκινο κι αλλού στην περιγραφή της αποκρουστικής εικόνας ενός ψόφιου προβάτου με το κόκκαλα να προεξέχουν από το σαπισμένο δέρμα, στην παραλία όπου έχουν πάει εκδρομή. Ρεαλισμός που δεν έχει όρια και αποδοχή της ιδέας ότι τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί από την πραγματικότητα, χαρακτηριστικά της οποίας είναι η ρευστότητα, η διαρκής κίνηση, οι αλλαγές.
Ο Αλμπέρτο Μοράβια, συγγραφέας, δημοσιογράφος, δραματουργός και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης Ιταλικής λογοτεχνίας, γεννήθηκε το 1907 στη Ρώμη και πέθανε στην ίδια πόλη το 1990. Στη Ρώμη τοποθετείται και το σκηνικό των περισσότερων έργων του. Πολλά από τα μυθιστορήματά του έγιναν ταινίες για τον κινηματογράφο όπως Η χωριάτισσα σε σκηνοθεσία του Vittorio de Sica, Η περιφρόνηση σε σκηνοθεσία του Jean-Luc Godart, Ο κομφορμίστας σε σκηνοθεσία του Bernardo Bertolucci, Οι αδιάφοροι [ήταν μάλιστα και το πρώτο του μυθιστόρημα το οποίο του χάρισε μεγάλη αναγνώριση], σε σκηνοθεσία Φραντσέσκο Μασέλι. Το 1952 κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο Premio Strega για το έργο του “I racconti” (Διηγήματα που σκόρπισαν στον δρόμο 1928-1951). Ανένταχτος σε λογοτεχνικά ρεύματα, διαμόρφωσε ένα εντελώς προσωπικό στυλ γραφής. |
Ο συγγραφέας απογυμνώνει τις ανθρώπινες πράξεις από κάθε περιτύλιγμα ωραιοποίησης, διαπιστώνει ότι οι άνθρωποι αδυνατούν να βρουν την ευτυχία εκεί που παραδοσιακά την αναζητούν, π.χ. στον έρωτα ή στον γάμο, ότι οι αξίες είναι είδος υπό εξαφάνιση και ότι οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν χάσει κάθε τι αληθινό κι αυθεντικό. Απογοητεύεται από τη θέση που κατέχει το σεξ και το χρήμα, από τις προβληματικές οικογενειακές σχέσεις, από το πνευματικό μούδιασμα που έφερε στην ηθική ο φασισμός, από την προδομένη αγνότητα και από τους συμβιβασμούς που συνηθίζει να κάνει κανείς για να επιβιώσει. Προσεγγίζει με έναν εντελώς προσωπικό τρόπο τη διαφθορά και την αγνότητα, καθώς και τη μεταξύ τους σχέση. Παρατηρεί ότι η παράλογη ρουτίνα της καθημερινότητας, οδηγεί στη φθορά της αυθεντικότητας και, περιέργως πώς, στην κανονικότητα της διαφθοράς. Αφαιρώντας από την τελευταία κάθε τι δραματικό, μας παρουσιάζει το πώς καταλήγει σαν φυσιολογική καθημερινότητα, σαν ένα στοιχείο εγγενές στη ζωή και στα πράγματα, το οποίο δεν σχετίζεται με μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη. Όπως δεν σχετίζεται το αίσθημα της μοναξιάς, η επίγνωση του θανάτου, η ανάγκη για ελευθερία και αναζήτηση νοήματος. Βαθιά υπαρξιστής και υπέρμαχος του αυτοκαθορισμού της συμπεριφοράς, της ελεύθερης επιλογής του τρόπου δράσης του καθενός, θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση την αποφασιστικότητα ως μέσω ενεργοποίησης για τον επαναπροσδιορισμό των αξιών του.
«Aπό όλα τα είδη των σχέσεων που υπάρχουν στην αληθινή ζωή, καμία σχέση δεν είναι τόσο αληθινή όσο αυτή ανάμεσα σε έναν συγγραφέα και τους ήρωές του».
Ο Αλμπέρτο Μοράβια καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη στους δαιδαλώδεις συλλογισμούς του στην προσπάθειά του να κατανοήσει την πραγματικότητα, τη συμπεριφορά του ανθρώπου και τα κίνητρα που τον ωθούν σε αυτή τη συμπεριφορά, καθώς και τη δύναμη που εκείνος διαθέτει στο να επιβληθεί στις ορμές και στα ένστικτά του. Προσπαθώντας μέσω της λογοτεχνίας να βρει την αυθεντικότητα, και παρατηρώντας τα πράγματα μέσα από δικό της πρίσμα, καταλήγει στο συμπέρασμα πως «από όλα τα είδη των σχέσεων που υπάρχουν στην αληθινή ζωή, καμία σχέση δεν είναι τόσο αληθινή όσο αυτή ανάμεσα σε έναν συγγραφέα και τους ήρωές του».
Η μετάφραση του Δημήτρη Παπαδημητρίου, σε σύμπνοια με το αναλυτικό πνεύμα του Μοράβια, αποδίδει επαρκώς τις διεισδυτικές του προσεγγίσεις στον ψυχισμό των ηρώων του βιβλίου.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Η προσήλωση
ALBERTO MORAVIA
Μτφρ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΚΡΙΤΙΚΗ 2021
Σελ. 432, τιμή εκδότη €15,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ένας κοινός άνθρωπος έχει μόνο τα όνειρα, εκείνα που κάνει κοιμισμένος κι εκείνα που κάνει με τα μάτια ανοιχτά· ο μυθιστοριογράφος όμως έχει τα όνειρα, αλλά έχει και τα επινοήματα των μυθιστορημάτων του. Όπως τα όνειρα έτσι και τα επινοήματα δεν είναι αυτά που φαίνονται· το νόημά τους είναι διαφορετικό από αυτό που αφήνεται να εννοηθεί. Υπάρχουν τώρα δύο κατηγορίες συγγραφέων: αυτοί που ταυτίζονται με τα επινοήματά τους κι αυτοί που δεν το κάνουν. Οι πρώτοι μπορούν να γράφουν μυθιστορήματα σαν δυσεπίλυτα αινίγματα, ωστόσο οι ίδιοι αγνοούν τη λύση· οι δεύτεροι αντιθέτως έχουν το κλειδί όσων γράφουν και γι’ αυτό είναι σε θέση να κάνουν τα κρυμμένα νοήματα μανιφέστο».