karyotakis 2

Για τη μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά «Το όνειρο και το πάθος – Κ. Γ. Καρυωτάκης» (εκδ. Εστία), όπου μεταξύ άλλων επανεξετάζει τη σχέση του Τέλλου Άγρα και του Κλέωνα Παράσχου με την ποίηση του Καρυωτάκη.

Γράφει η Αθηνά Βογιατζόγλου

Είκοσι πέντε χρόνια πέρασαν από τότε που δημοσιεύτηκε το πρώτο βιβλίο της Χριστίνας Ντουνιά για τον Καρυωτάκη, με τίτλο Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης (εκδ. Κέδρος, 2000), και η αντοχή αυτής της τέχνης αποδεικνύεται πλεόν εφάμιλλη εκείνης του ανοξείδωτου χάλυβα, μετάλλου ισχυρότερου ακόμη κι από τον μπρούτζο που δουλεύει ο καρυωτακικός γύφτος σ’ ένα οκτάστιχο των Νηπενθών. Παρά τη θέρμη με την οποία τον περιέβαλαν οι νέοι της εποχής του, ο Καρυωτάκης υπήρξε κυρίως «ποιητής των μελλουσών γενεών», όπως και ο Καβάφης. «Δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε», γράφει στην τραγικά σαρκαστική «Υστεροφημία», κι ωστόσο η ποίησή του διασχίζει θριαμβευτικά τον 21ο αιώνα, μελοποιείται, σχολιάζεται, πυροδοτεί αντεγκλήσεις, ασκεί εμφανή επίδραση στους σημερινούς ποιητές και με το βιβλίο που έχουμε την ευκαιρία να μελετήσουμε, αποκτά επιτέλους τη σφαιρική, στοχαστική, αναθεωρητική μελέτη που παρέμενε επί δεκαετίες αιτούμενο της φιλολογίας μας.

Πολλές οπτικές γωνίες συνταιριάζονται σε αυτό το βιβλίο, όπως ποικίλα είναι και τα χρώματα του Γιάννη Ψυχοπαίδη στο εικαστικό πορτρέτο του ποιητή που κοσμεί το εξώφυλλο: νέα ερμηνευτικά νήματα, λογοτεχνικές επιδράσεις, συγκριτολογικές παρατηρήσεις, ιστορικοπολιτικές και πολιτισμικές συγκυρίες, άγνωστα βιογραφικά ντοκουμέντα, όλα δομημένα προσεκτικά και δοσμένα με αφηγηματική τέχνη, φωτίζουν την πορεία του Καρυωτάκη από τα πρώτα νεανικά ποιήματά του μέχρι τα όψιμα πεζά. Αποτίνεται έτσι φόρος τιμής σε ένα λογοτεχνικό έργο μοναδικό στην ικανότητά του να μας αγγίζει, έναν αιώνα μετά τη δημιουργία του, λες και γράφτηκε μόλις τώρα. Η λέξη «πάθος» του τίτλου και τα πορτοκαλοκόκκινα χρώματα του Ψυχοπαίδη συνθέτουν ένα εξώφυλλο που ξαφνιάζει, καθώς ο Καρυωτάκης έχει πολιτογραφηθεί στα γράμματά μας ως ο ποιητής του μαύρου, του πένθους, της απαισιοδοξίας. Όμως ο Καρυωτάκης της Ντουνιά δεν είναι ούτε μεμψίμοιρος, ούτε δειλός, ούτε αποσυρμένος· όχι μόνο δεν είναι ένας παραιτημένος πεισιθάνατος, αλλά αντίθετα είναι τολμηρός, γενναίος, ασυμβίβαστος, με δίψα για ζωή, με δυνατή σατιρική φλέβα· είναι ένας λογοτέχνης μαχητικός, που συγκρούστηκε μετωπικά με τις κατεστημένες εξουσίες της εποχής του και υπέστη τις συνέπειες για τη στάση του – συνέπειες που συντέλεσαν στο πρόωρο κόψιμο του νήματος της ζωής και της δημιουργίας του.

estia ntounia to oneiro kai to pathos 

Τι ακόμη θα είχε γράψει αν δεν είχε αυτοκτονήσει πριν κλείσει τα τριάντα δύο του χρόνια; Δεν μπορεί παρά να αναρωτιέται κανείς, καθώς ήδη στα τριάντα του μας πρόσφερε ποιήματα μιας ωριμότητας που για να φτάσουν το ύψος της, ποιητές όπως ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, θα χρειαζόταν να περιμένουν πολύ περισσότερο. Τι θα σήμαινε για τους μελετητές του έργου του και την υστεροφημία του η ύπαρξη ενός έστω και περιορισμένου Αρχείου, αν σκεφτούμε πόσο συντέλεσαν στην ανάδειξη του Καβάφη, πρωτίστως, αλλά και του Σεφέρη και άλλων ομοτέχνων του τα Αρχεία τους; Και τι θα είχε συμβεί αν, αντί για τον Χαρίλαο Σακελλαριάδη, κάποιος πιο σεβαστικός διαχειριστής της πνευματικής κληρονομιάς του ποιητή, όπως, ας πούμε, ο Μαξ Μπροντ στην περίπτωση του τόσο συγγενικού με τον Καρυωτάκη Κάφκα, είχε αναλάβει, μετά τον θάνατό του, την έκδοση του έργου του; Δεν μπορούμε, ασφαλώς, να δώσουμε απάντηση σε κανένα από αυτά τα ερωτήματα, θα ήταν ωφέλιμο, όμως, να τα στοχαζόμαστε. Γιατί όλοι οι παραπάνω παράγοντες, μαζί με την ελεγειακότητα μεγάλου μέρους του έργου του, την ερμηνεία της αυτοκτονίας του ως συνέπειας και επικύρωσης αυτής της ελεγειακότητας, τις βλέψεις της Γενιάς του ’30 κλπ., συνέβαλαν στο να αληθεύει ο χαρακτηρισμός του Καρυωτάκη από τη Ντουνιά ως «του πιο παρεξηγημένου Έλληνα ποιητή». Είμαστε ευγνώμονες στην αφοσιωμένη αυτή μελετήτρια του λογοτεχνικού μας Μεσοπολέμου για το ότι «θεώρησε χρέος της» (όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή της στον Γιάννη Παπαθεοδώρου, Βιβλιοδρόμιο εφ. Τα Νέα, 19-20 Αυγούστου 2025) απέναντι στον ποιητή και απέναντι σε όλους εμάς, να διορθώσει πάγιες «παρερμηνείες και προκαταλήψεις», να φωτίσει «θολά σημεία», να προσκομίσει νέα στοιχεία, αποκαθιστώντας την αλήθεια για τη μορφή του και το έργο του, το οποίο δεν κατανοήθηκε πλήρως ούτε από εξέχοντες μελετητές του.

Όσο και να αγαπά, όμως, την Πολυδούρη ή τον Λαπαθιώτη, όσο κι αν αναγνωρίζει τις συγγένειες θέματος, κλίματος και στιχουργικής των ποιητών του μεσοπολεμικού λυρισμού, η Ντουνιά γνωρίζει καλά και μας δείχνει πειστικά ότι ο Καρυωτάκης, ήδη από τον πρώιμο «Μιχαλιό»/«Στρατό» του 1919 και τα Νηπενθή του 1921, υπερβαίνει τους κοινούς τόπους της χαμηλόφωνης μετασυμβολιστικής αισθητικής και με τα Ελεγεία και σάτιρες αναδεικνύεται σε έναν βαθιά προσωπικό δημιουργό που με οξύτητα, τόλμη και πρωτοτυπία...

Η Γενιά του 1920 είναι ασφαλώς η πιο αγαπημένη γενιά της Ντουνιά και η ίδια έχει κατορθώσει με πλήθος βιβλίων και μελετών της να την απαλλάξει από τη ρετσινιά της «παρακμιακότητας» και να μας τη γνωρίσει σε βάθος. Ειδικά στο πρώτο και το τρίτο κεφάλαιο του Όνειρου και του πάθους («Η τέχνη και η εποχή» και «Γενεαλογικά») αναδεικνύει ένα ανεπαρκώς γνωστό μας και εν πολλοίς παρεξηγημένο λογοτεχνικό ρεύμα που οδήγησε στον μοντερνισμό, εκείνο της γαλλικής κατά βάση Ντεκαντάνς, και δείχνει ότι τη ροπή του προς την τολμηρή κριτική του ιδεαλισμού και των κυρίαρχων αστικών αξιών ακολούθησαν οι λογοτέχνες της δεκαετίας του 1920. Όσο και να αγαπά, όμως, την Πολυδούρη ή τον Λαπαθιώτη, όσο κι αν αναγνωρίζει τις συγγένειες θέματος, κλίματος και στιχουργικής των ποιητών του μεσοπολεμικού λυρισμού, η Ντουνιά γνωρίζει καλά και μας δείχνει πειστικά ότι ο Καρυωτάκης, ήδη από τον πρώιμο «Μιχαλιό»/«Στρατό» του 1919 και τα Νηπενθή του 1921, υπερβαίνει τους κοινούς τόπους της χαμηλόφωνης μετασυμβολιστικής αισθητικής και με τα Ελεγεία και σάτιρες αναδεικνύεται σε έναν βαθιά προσωπικό δημιουργό που με οξύτητα, τόλμη και πρωτοτυπία ανάλογες του Jules Laforgue αλλά μετασχηματισμένες στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας, αποτύπωσε με ιδιότυπη γλώσσα, παράφωνη στιχουργία, «εκφραστική λιτότητα και νοηματική πύκνωση την καλλιτεχνική αναζήτηση, την υπαρξιακή αγωνία και την κοινωνική πίεση» που βίωνε. Στη διαμόρφωση της σπουδαίας και συγχρόνως ριζοσπαστικής δημιουργίας του, έτσι όπως αναδύεται μέσα από το δεύτερο κυρίως κεφάλαιο του βιβλίου της Ντουνιά, που τιτλοφορείται «Ο ποιητής και το έργο του», θα σταθώ κυρίως στο κείμενο αυτό.

Συμπλέκοντας εξακολουθητικά τη θλίψη και το σκώμα

Μέσα από ένα υψηλής ευαισθησίας φιλολογικό μικροσκόπιο συνειδητοποιούμε, διαβάζοντας το κεφαλαίο αυτό, όπου χτυπάει η καρδιά του βιβλίου, ότι ο Καρυωτάκης εξελίσσεται, στα δεκαπέντε μόλις χρόνια της συγγραφικής δράσης του, με εντυπωσιακά διανοητικά και αισθητικά άλματα. Μια πρόγευση της ταχείας ωρίμανσής του μας δίνουν ήδη οι πρώτες σελίδες του κεφαλαίου: τον Σεπτέμβριο του 1913, στα δεκαεφτά του χρόνια, ο ποιητής εκφράζει ευγνωμοσύνη σε όσους «προλείαναν» το λογοτεχνικό έδαφος για τους νεότερους· λιγότερο από έναν χρόνο μετά, τον Ιούλιο του 1914, εμφανίζεται επιθετικός προς τους «παλαιούς λογογράφους»· και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους δηλώνει με αξιοσημείωτη αυτοπεποίθηση σε επιστολή του στο περιοδικό Ελλάς: «Δεν επιζητώμεν να εκπαιδευθώμεν αλλά να επικρατήσωμεν». Είναι πλέον πρωτοετής φοιτητής της Νομικής, έχει ήδη δημοσιεύσει αρκετά ποιήματα μιας ενίοτε τολμηρά ερωτικής για την εποχή του θεματικής, όπως επισημαίνεται, κι έχει αναπτύξει γενικότερα μια έντονη εξωστρέφεια, που θα συνεχιστεί ως το 1916 για να διακοπεί, στη συνέχεια, για τρία ολόκληρα χρόνια. Από αυτή την τρίχρονη «περίοδο περισυλλογής και αναστοχασμού» ο Καρυωτάκης θα αναδυθεί ωριμότερος, με διευρυμένη θεματολογία και στενότερη επαφή με την κοινωνία της εποχής του. Σε διπλή κοίτη θα διοχετευτεί η δημιουργία του μετά από την πολύμηνη σιωπή του: στη νοσταλγική, μελαγχολική, τρυφερή και όχι δίχως «κάποιο ρίγος αισθησιασμού» συλλογή Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων (1919) και, το ίδιο έτος, στους πότε παιγνιώδεις και πότε καυστικούς στίχους του σατιρικού περιοδικού «Γάμπα», που εκδίδει μαζί με τον Άγη Λεβέντη – στίχους που, όπως παρατηρεί η μελετήτρια, «προοικονομούν τη συγκρουσιακή του διάθεση και στάση απέναντι στην κυρίαρχη ηθική και στους μηχανισμούς εξουσίας».

Από αυτή την τρίχρονη «περίοδο περισυλλογής και αναστοχασμού» ο Καρυωτάκης θα αναδυθεί ωριμότερος, με διευρυμένη θεματολογία και στενότερη επαφή με την κοινωνία της εποχής του.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως υπογραμμίζεται, είναι το γεγονός ότι δύο χρόνια αργότερα στην ίδια διπλή κοίτη θλιμμένου λυρισμού και σάτιρας συνεχίζει ο ποιητής να διοχετεύει τη δημιουργική ορμή του: το καλοκαίρι του 1921 εμφανίζονται σχεδόν ταυτόχρονα η συλλογή Νηπενθή και οι στίχοι της ελάχιστα μελετημένης σατιρικής επιθεώρησης Πελ-Μελ, στους οποίους η Ντουνιά στέκεται αρκετά προκειμένου να αναδείξει το γεγονός ότι μολονότι η σατιρική παραγωγή του εικοσιπεντάχρονου ποιητή δεν έχει ακόμη αποκτήσει (με την εξαίρεση του «Μιχαλιού») «την οξύτητα, τη διεισδυτικότητα και τον πικρό σαρκασμό των ποιημάτων και των πεζών που συνθέτουν την τελευταία και πιο αξιόλογη περίοδο της δημιουργίας του», το αυθεντικό σατιρικό ταλέντο του είναι ήδη ορατό, όπως και η καυστική στάση του προς τα κοινωνικά ήθη της εποχής του και η «ιερόσυλη» διάθεση απέναντι στις αξίες του μεγαλοϊδεατικού πατριωτισμού.

Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι τα Ελεγεία και σάτιρες ήταν τελικά μια επανάληψη –η πιο ώριμη, ασφαλώς, επανάληψη– της ανάγκης του ποιητή να επεξεργάζεται συγχρόνως τις πρώτες ύλες του θρήνου και του καγχασμού, της θλίψης και του σκώματος, της πληγής και του ετοιμοπόλεμου βέλους, τάσεις που δουλεύουν μέσα του αλληλοσυμπληρωματικά, η μία ως η άλλη όψη της άλλης, και συνυφαίνονται πλέον –επίτευγμα σπουδαίο– στην ίδια συλλογή.

karyotakis mesa

Από την άρπα στη σπασμένη κιθάρα, απο τον Μπωντλαίρ στον Λουκρήτιο

Κρίσιμη είναι η μετάβαση από τον Πόνο του ανθρώπου και των πραμάτων στη δεύτερη συλλογή του Καρυωτάκη, τα Νηπενθή, όπου μολονότι η μελετήτρια αναγνωρίζει ότι «βρισκόμαστε ακόμη στην καρδιά του μετασυμβολισμού», διακρίνει ήδη τη διαφορά του καρυωτακικού παραδείγματος «στη σύγχρονη γλώσσα, τη λιτότητα, την ακρίβεια, την καλά κρυμμένη ειρωνεία, την ειλικρίνεια» και ερμηνεύει το γεγονός ότι ο ποιητής αποστέλλει το έργο του στον Καβάφη με θερμή αφιέρωση ως δείγμα επίγνωσης των αμφότερα νεοτερικών ροπών τους και των κοινών, σε μεγάλο βαθμό, ποιητικών προγόνων τους. Πολύ πειστικά αναδεικνύεται ως κομβικό για την ποιητική θεωρία του Καρυωτάκη και για το συνολικό πνεύμα της συλλογής το τρίστιχο του ποιήματος «Ευγένεια»: «Κάνε τον πόνο σου άρπα. / Και δρόσισε τα χείλη / στα χείλη της πληγής σου». Από τον εξόχως ενδιαφέροντα σχολιασμό του αποσπάσματος αυτού αλιεύω ορισμένα κρίσιμα σημεία:

Ο Καρυωτάκης οικειοποιείται την αιολική άρπα αλλά αντιστρέφει το νόημα που της δίνουν οι ρομαντικοί: ο άνεμος δεν είναι ούτε πνοή της φύσης ούτε πνεύμα θεού, είναι ο πόνος που γεννάει η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. [...] η αιολική άρπα είναι ένας σύνθετος μηχανισμός, μια κατασκευή... [...] Σε αυτή την προοπτική –είναι φανερό– η ποίηση δεν είναι απλή αντανάκλαση του πραγματικού και ο Καρυωτάκης δεν είναι απλώς ένας ποιητής της παρακμής. Είναι μια αιολική άρπα που μετουσιώνει σε ποίηση τη συνθήκη ύπαρξης τη δική του και των ανθρώπων της εποχής του, που μεταμορφώνει όλες τις πτυχές της, οντολογικές, αξιακές, κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές, σε πρωτότυπη και καινοτόμο ποιητική εμπειρία.

Ιχνηλατώντας, εξάλλου, την πορεία διαμόρφωσης της ποιητικής σάτιρας «Ωχρά σπειροχαίτη», που ξεκίνησε, το 1923, ως «Τραγούδι παραφροσύνης», η Ντουνιά ψαύει τη δύσκολη πορεία του ποιητή προς την ωριμότητα, προς την κατά μέτωπο σύγκρουσή του με την πραγματικότητα, χωρίς συμβολιστικά ή ρομαντικά φίλτρα.

Στο τελευταίο υποκεφάλαιο («Μια νεοτερική τομή. Ελεγεία και σάτιρες») παρακολουθούμε τον Καρυωτάκη να μεταβαίνει από τον λυρισμό στον ρεαλισμό, από την αιολική άρπα στη σπασμένη κιθάρα, από τον Μπωντλαίρ στον Λουκρήτιο. Σχολιάζοντας τη γνωστή μεταφορά ποιητικής «Είμαστε κάτι / ξεχαρβαλωμένες / κιθάρες», με την οποία ξεκινά το γνωστό άτιτλο ελεγείο, η συγγραφέας σημειώνει μεταξύ άλλων:

Η αινιγματική σύζευξη αυτού που δέχεται από τον κόσμο με αυτό που σχεδόν παθητικά γεννιέται από τη δημιουργική του φαντασία και συνυφαίνεται με την ενσυνείδητη ποιητική εργασία, αυτό που είναι το ενικό ιδίωμά του, ξέρει ότι ακούγεται σαν παράφωνος ήχος, σαν κάτι που δεν έχει τη δύναμη να γίνει αρμονία, να ανασυνθέσει μια συλλογικότητα και να αλλάξει την πραγματικότητα.

Η πραγματικότητα δεν θα αλλάξει ούτε με την πιο βιτριολική σάτιρα, η θνητότητα δεν θα ηττηθεί ούτε με τους πιο υπέροχους στίχους – ο Καρυωτάκης δεν έχει ψευδαισθήσεις.

Η πραγματικότητα δεν θα αλλάξει ούτε με την πιο βιτριολική σάτιρα, η θνητότητα δεν θα ηττηθεί ούτε με τους πιο υπέροχους στίχους – ο Καρυωτάκης δεν έχει ψευδαισθήσεις. Εκείνο όμως που μπορεί να κερδηθεί είναι η μάχη του έργου του με τον χρόνο· είναι η προοπτική ο λογοτεχνικός κανόνας του μέλλοντος να τον περιλαμβάνει, και μάλιστα σε θέση όσο το δυνατόν πιο περίοπτη. Το δέλεαρ αυτής της καλλιτεχνικής αθανασίας αποτυπώνεται ήδη το 1924 στη νεκρολογία του για τον φίλο του Ιωσήφ Ραφτόπουλο (πρόκειται για το μοναδικό κείμενο που έγραψε για ομότεχνό του): «Τι τα θέλετε; Πολύ ακριβά πληρώνεται η πάντα χλωρή δάφνη. Δε δίνεται παρά σε όσους αναλίσκονται». Και κάπως έτσι οδηγούμαστε προς το μότο που επέλεξε ο Καρυωτάκης για τα Ελεγεία και σάτιρες: ένα δίστιχο από το γνωστό έργο του Λουκρήτιου De Rerum Natura, στην πρωτότυπη λατινική του μορφή, που σε μετάφραση Θεόδωρου Παπαγγελή αποδίδεται ως εξής:

να διώξει [ο ποιητής με τους στίχους του] μακριά κι οριστικά το άγχος και το φόβο για τον Άδη
που ρίχνουν των ανθρώπων τη ζωή σε ταραχή βαθιά και δίχως τέλος.

«Απέναντι στον φόβο του θανάτου», μας λέει η μελετήτρια, «ο Καρυωτάκης επικαλείται τον Λουκρήτιο και την ελπίδα της επιβίωσης [...] η επιβίωση δεν είναι η Δευτέρα Παρουσία, είναι κάτι πέραν της ζωής και του θανάτου, είναι η φασματική παρουσία στο έργο των μελλοντικών ποιητών, η “ύστερη ωρίμανση” του έργου για την οποία μιλάει ο Walter Benjamin».

Ο υλιστής, αθεϊστής, επικούρειος Λουκρήτιος δεν πίστευε σε ψεύτικες παρηγοριές, προέτρεπε τους ποιητές να γράφουν κατανικώντας τον φόβο του θανάτου κι ελπίζοντας στην επιβίωση του έργου τους. Ο Καρυωτάκης τόλμησε να γράψει τις αιχμηρές σάτιρές του σαρκάζοντας θεσμούς, νοοτροπίες, εξουσίες, τόλμησε να συνδικαλιστεί ριψοκίνδυνα, τόλμησε να αυτοκτονήσει – κι όμως οι περισσότεροι ακόμη και από τους οξυδερκέστερους κριτικούς του τον βάφτισαν, περιοριστικά, νιχιλιστή, τοποθετώντας τον στον αντίποδα του Επίκουρου – «Λίγος επικουρισμός θα τον έσωζε. Αλλα κάθε άλλο παρά επικούρεια φύσις ήταν», αποφαίνεται ο κατά τα άλλα ιδιαίτερα εύστοχος, όπως θα δούμε, κριτικός του Κλέων Παράσχος.

«Επεισόδια» της ανατρεπτικής σχέσης του Καρυωτάκη με το λογοτεχνικό πεδίο

Η Ντουνιά φωτίζει ποικιλοτρόπως την «οξύτατη αντιπαράθεση» του Καρυωτάκη με την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Θα συνοψίσω όσα από τα ποιητικά «επεισόδια» αυτής της αντιπαράθεσης αφορούν ομοτέχνους του, γιατί αναδίδουν το χαρακτηριστικό άρωμα της τέχνης του, διαγράφουν τις ορίζουσες της ανατρεπτικής σχέσης του με το λογοτεχνικό πεδίο της εποχής του και μας συναρπάζουν με τη συναισθηματική, διανοητική, αισθητική δύναμη και το ηθικό σθένος τους.

Ο παλαιότερος νεοέλληνας δημιουργός του οποίου το πρότυπο ποίησης ο Καρυωτάκης αρνείται παρά τον σεβασμό, την εκτίμηση και τη στοργή που τρέφει στο πρόσωπο και το έργο του, είναι ο Ανδρέας Κάλβος. Στην τόσο γνωστή σε όλους μας, αριστοτεχνική παρωδία του, αποκαλεί εμφατικά «γέροντα» τον δημιουργό που δημοσίευσε τις δέκα πρώτες Ωδές του στα τριάντα δύο του χρόνια (1824), όταν ήταν, δηλαδή, έναν μόλις χρόνο μεγαλύτερος από τον Καρυωτάκη των Ελεγείων και σατιρών. «Το πεπαλαιωμένον σου / τραγούδι κράτει. Φύγε / παραίτησόν μας», γράφει χαρακτηριστικά στον υψιπετή υμνητή της επανάστασης του ’21 ο ποιητής που βουλιάζει στα απόνερα της Μικρασιατικής Καταστροφής, δηλώνοντας με καθαρότητα, όπως παρατηρεί η Ντουνιά, «το τέλος μιας ποιητικής παράδοσης και τον οριστικό θάνατο του ποιητή που μιλάει στον πληθυντικό της εθνικής κοινότητας ως ταγός, προφήτης ή μεσσίας». Πίσω από τον Κάλβο πιθανότατα στοχεύεται ο κατεξοχήν μεγαλοϊδεατικός ταγός Παλαμάς, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι το ποίημα μιλά, μεταξύ άλλων, για την Ελευθερία που, φορώντας «τις δάφνες του Σαγγάριου [...] σύρεται / δούλη στρατώνος».

Αλλά και όταν, όπως διαβάζουμε, ο Καρυωτάκης ειρωνεύεται «την τουριστική διάσταση και δημόσια προβολή του φιλόδοξου οράματος» του ζεύγους Σικελιανού στην παρωδία του «Δελφική εορτή», αρνούμενος, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα σύνδεσης της αρχαίας με τη νέα Ελλάδα, στην ουσία ανατρέπει τόσο το ιδεολογικό παράδειγμα του ποιητή που αντικατέστησε τη Μεγάλη Ιδέα με τη Δελφική, όσο και το πρότυπο του ποιητή-οδηγού που καταρρίπτει και στην καλβική παρωδία του. Όπως μας θυμίζει στην Αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης η συγγραφέας, στην Ιστορία του ο Κ.Θ. Δημαράς καταλογίζει στον Καρυωτάκη και τη γενιά του απιστία προς τη ζωή και «άρνηση των αξιών για τις οποίες είχε αγωνιστεί πρόσφατα ο ελληνισμός», με παράδειγμα τους πρώτους στίχους αυτής της σάτιρας. Χάσμα βαθύ χωρίζει τον ριζικά αισιόδοξο και μυστικιστή Σικελιανό –που και με το ίδιο το σώμα του αισθάνεται σαν λύρα, αποφεύγει συστηματικά παρατονισμούς και χασμωδίες, διεκδικεί δυναμικά τη διαδοχή των εθνικών ποιητών– και τον καταστατικά δυσαρμονικό, απομαγευμένο ως προς την ισχύ της ποιητικής παράδοσης στην εποχή του Καρυωτάκη.

Το «ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών του», που στοίχησε στον Καρυωτάκη, όπως μας θυμίζει η συγγραφέας, η δημοσίευση του ποιήματος στην Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος, η έντονη δυσαρέσκεια του ίδιου του Μαλακάση, ο ηθικός ψόγος του Ξενόπουλου, μοιάζουν, ιδωμένα έναν αιώνα αργότερα, ασήμαντη ζημία, καθώς η έξοχη αυτή σάτιρα κέρδισε τη μάχη με τον χρόνο περισσότερο ακόμη κι από τα ισχυρότερα ποιήματα του Μαλακάση...

Μια δυναμική αντιστροφή αναπτύσσεται και στη σάτιρα «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον», όπου η μελετήτρια στέκεται ιδιαίτερα, φωτίζοντας την τόλμη με την οποία ο Καρυωτάκης στηλίτευσε την κοσμική εκζήτηση του κατά τα άλλα προσφιλούς του, ως δημιουργού, Μιλτιάδη Μαλακάση, ο οποίος στήριζε τη φήμη του σε ποικίλους εξουσιαστικούς μηχανισμούς του πολιτισμικού και κρατικού πεδίου. Το «ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών του», που στοίχησε στον Καρυωτάκη, όπως μας θυμίζει η συγγραφέας, η δημοσίευση του ποιήματος στην Κυριακή του Ελεύθερου Βήματος, η έντονη δυσαρέσκεια του ίδιου του Μαλακάση, ο ηθικός ψόγος του Ξενόπουλου, μοιάζουν, ιδωμένα έναν αιώνα αργότερα, ασήμαντη ζημία, καθώς η έξοχη αυτή σάτιρα κέρδισε τη μάχη με τον χρόνο περισσότερο ακόμη κι από τα ισχυρότερα ποιήματα του Μαλακάση (τον «Μπαταριά» και τον «Τάκη-Πλούμα») και αποδείχτηκε προφητική – «Α! κύριε, κύριε Μαλακάση, / ποιος τελευταίος θα γελάσει;» καταλήγει το ποίημα. Και είναι ειρωνικό, αν το σκεφτεί κανείς, να δικαιώνεται αυτή η εκτίμηση για την εξέλιξη του ποιητικού κανόνα, καθώς προέρχεται από έναν ποιητή που σαρκάζει το χάρισμα της προφητείας με το οποίο προίκισε τους ποιητές ο Ρομαντισμός.

Ο συνοδοιπόρος του Καρυωτάκη Κώστας Ουράνης ήταν εκείνος που πρότεινε, ως αρχισυντάκτης του Ελεύθερου Βήματος, να φιλοξενηθεί το ποίημα στην εφημερίδα τον Νοέμβριο του 1927, ενώ το μοιραίο καλοκαίρι του 1928 δημοσίευσε στο ίδιο έντυπο μια συγκινημένη νεκρολογία για τον αυτόχειρα ποιητή. Όμως παρά τα όσα συνδέουν τους δύο ομοτέχνους, που κινούνται για πολλά χρόνια στο κλίμα των «καταραμένων» Γάλλων ποιητών, ο Ουράνης δεν απουσιάζει από τη χορεία των δημιουργών με τους οποίους ευθέως αντιπαρατέθηκε ο Καρυωτάκης· αναφέρομαι στο ποίημα των Νηπενθών «Δον Κιχώτες», που δημοσιεύτηκε σε πρώτη μορφή στον Νουμά τρεις μόλις εβδομάδες μετά τη δημοσίευση του ποιήματος «Δον Κιχώτης» του Ουράνη στο πρωτοσέλιδο του ίδιου περιοδικού. Η ευθεία αντιπαράθεση των δύο ποιημάτων έχει απασχολήσει αρκετούς μελετητές και η Ντουνιά, σταχυολογώντας, στο κεφάλαιό της «Γενεαλογικά», ορισμένες από τις πιο εύστοχες παρατηρήσεις τους, προωθεί τη συζήτηση αξιοποιώντας ερμηνευτικά τη λειτουργία του διακειμενικού και θεματικού παράδοξου που διαμόρφωσε ο Michael Riffaterre μελετώντας τη λογοτεχνία της Ντεκαντάνς. Όπως οι εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού παραποιούν, με την παράδοξη οπτική τους, κείμενα και αντικείμενα, αντιστρέφοντας και σαρκάζοντας κυρίαρχες αξίες, έτσι και ο Καρυωτάκης αντιτάσσει στον εξιδανικευμένο ποιητή – Δον Κιχώτη τού Ουράνη τους «κοντόφθαλμους οραματιστές» Δον Κιχώτες του, η Ιδέα των οποίων «είναι το σύννεφο που τους κρατά μακριά από την αλήθεια». Σε υποσημείωσή της, εξάλλου, η Ντουνιά μάς θυμίζει τις ουσιαστικές αλλαγές που επέφερε ο Καρυωτάκης στους τελευταίους οκτώ στίχους του ποιήματος στην τελική του μορφή, οι οποίες εκτιμά ότι μαρτυρούν την «εντυπωσιακή του ωρίμανση» σε διάστημα λίγων μηνών – μια ωρίμανση την ταχύτητα της οποίας παλμογραφεί συστηματικά, όπως είδαμε, ήδη από το 1913. Ίσως, βέβαια, η αισθητά υποδεέστερη της τελικής μορφής, πρώτη γραφή του ποιήματος να δείχνει και την ανυπομονησία με την οποία θέλησε ο αδιάλειπτα μαχητικός Καρυωτάκης να προσγειώσει την «υπερτροφική», όπως τη χαρακτηρίζει ο Δημήτρης Αγγελάτος, εικόνα του κατά Ουράνη ρομαντικού ήρωα-ποιητή.

Το αποκαλυπτικότερο εύρημα της φιλολογικής σκαπάνης της Ντουνιά αφορά τη γνωστή σάτιρα «Σταδιοδρομία». Όπως επισημαίνεται, ο Καρυωτάκης στηλιτεύει εδώ «τα δίκτυα που δημιουργούνται ανάμεσα στα μέλη της συντεχνίας» και την ανώμαλη προσγείωση των λογοτεχνών από τον αγώνα με τη Μούσα στη «μικροεξουσία των κριτικών». Πέρα από την ποιήτρια Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου και τους ανώνυμους «λογίους» και «διδασκάλους» που σύχναζαν στο λογοτεχνικό στέκι του «Βασιλείου», ο Καρυωτάκης, έχει στο στόχαστρό του, όπως υποστηρίζει η μελετήτρια, και κάποιον που δεν είχαμε ως τώρα φανταστεί: τον Τέλλο Άγρα. Γράφοντας το ποίημα, ο Καρυωτάκης πιθανότατα ανακαλεί στη μνήμη του την εικόνα των σελίδων του Δελτίου του Εκπαιδευτικού Ομίλου, όπου το 1922 φιλοξενείται, εκτός από την αρκετά συγκαταβατική, μάλλον πρόχειρη και άδικη, όπως η Ντουνιά εκτιμά, κριτική του Άγρα για τα Νηπενθή, και μια κριτική του ίδιου για τη συλλογή Στο διάβα μου της Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου. Με ερεθισμένη την περιέργειά μου έσκυψα στις σχετικές σελίδες του περιοδικού (όπου ο Άγρας συνεργάζεται με το ψευδώνυμο Μ. Εσπερινός) και διαπίστωσα ότι, ενώ στην ποίηση της Δίπλα-Μαλάμου ο Άγρας αφιερώνει τέσσερις γεμάτες σελίδες, στα Νηπενθή χαρίζει μόνο μιάμιση, δεδομένο που από μόνο του λέει πολλά, ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς τη διαφορά στον τρόπο γραφής των δύο κειμένων: ψύχραιμος και αποστασιοποιημένος ο τόνος για τον Καρυωτάκη, θερμός και με γλώσσα γεμάτη καλολογικά στοιχεία, παρά τις επιμέρους ενστάσεις, για την ομότεχνή του. 

karyotakis mesa 2

Αναθεωρώντας τον ρόλο του Άγρα και του Παράσχου στην κριτική πρόσληψη του Καρυωτάκη

Η Ντουνιά ανατρέπει, τόσο με την ανάγνωση της «Σταδιοδρομίας» που προτείνει όσο και με άλλες παρατηρήσεις της «την παγιωμένη αντίληψη που θέλει τον Τέλλο Άγρα σταθερό και ένθερμο υποστηρικτή του Καρυωτάκη». Η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική: «Ο Άγρας δεν είχε φιλική σχέση με τον Καρυωτάκη, θα πρέπει να συναντήθηκαν μόνο λίγες φορές», σημειώνει, και βάσιμα εικάζει ότι αυτή η άγνωστη στους πολλούς αναφορά [στη «Σταδιοδρομία»] δεν θα περάσει απαρατήρητη από τον Άγρα. Η ψυχρότητα στις σχέσεις τους, που διακρίνεται και στην προσεκτική ανάγνωση του γνωστού δοκιμίου του –χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή– μάλλον τον εμπόδισε να γράψει κριτική για τα Ελεγεία και σάτιρες.

Σε αντίθεση με τον Άγρα, που «άργησε να εκτιμήσει την ποίηση του Καρυωτάκη», ο Κλέων Παράσχος όχι απλώς έγραψε τρεις ολόκληρες κριτικές για τη συλλογή αυτή (η πρώτη, μάλιστα, δημοσιεύτηκε λίγες μόλις μέρες μετά την κυκλοφορία της συλλογής, στις 8 Ιανουαρίου 1928), αλλά και, όπως υπογραμμίζει «για λόγους δικαιοσύνης» η Ντουνιά, ήταν ο πρώτος που διέκρινε και ανέδειξε εμφατικά τον «προσωπικότατο» «μοντερνισμό» του Καρυωτάκη, εξέφρασε έντονα την πεποίθησή του στην αξία της καρυωτακικής ποίησης και απηύθυνε το ερώτημα προς «καμποτίνους» κριτικούς:

Πώς να εξηγήσεις [...] ότι ο Καρυωτάκης δεν είναι μόνον ο καλλίτερος ποιητής της γενεάς του, αλλ’ από τους τρεις-τέσσερες καλλίτερους που έχομε, και ότι μερικά ποιήματα της νεόφαντης συλλογής του δεν συναντώνται συχνά όχι μόνον στη δική μας αλλά και σε οποιαδήποτε ξένη ποίηση;

Ο Παράσχος εκτίμησε πολύ περισσότερο από τον ομότεχνό του την αισθητική αξία τόσο των Νηπενθών όσο και, κυρίως, των Ελεγείων και σατιρών. Για τον Άγρα ο Καρυωτάκης «έγινε σύγχρονος», για τον Παράσχο υπήρξε «μοντέρνος» (λέξη-κλειδί στα κείμενα που αφιέρωσε στον αυτόχειρα ποιητή) σε πολλά επίπεδα: στις «ψυχικές καταστάσεις που κάποτε εκφράζει», στο «πικρό χιούμορ», στην «όλη του εν γένει αίσθηση», στον «τρόπο που συλλαμβάνει τα θέματά του και τ’ αναπτύσσει», στις «πεζολογικές» και ενίοτε «καθαρευουσιάνικες» λέξεις που «επίτηδες κάπου κάπου μεταχειρίζεται», στο φανέρωμα «του ό,τι πιο μίζερο και "φουκαριάρικο", πιο "αντιηρωικό" έχει ο σύγχρονος άνθρωπος, και γενικά η ζωή»· τέλος, στη μετρική του, στις ιδιοτυπίες της οποίας ο Παράσχος στέκεται με προσοχή σε τρία από τα πέντε κείμενά του για τον ποιητή, πριν καν αρχίσει να μιλά γι’ αυτές ο Άγρας. Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό της ακονισμένης ποιητικής ακοής του απόσπασμα:

Τι πιο μοντέρνο [...] από τις αντικανονικές του τομές που δίνουν στο στίχο του κάτι σαν περπάτημα πληγωμένου πουλιού, τόσο σύμφωνο με την όλη ψυχική του διάθεση, πτώσεις και λυγίσματα, φρικιάσεις και αναπάλσεις, και νέες εσωτερικές αρμονίες, που με την ποικιλία τους ξεκουράζουν το αυτί απ’ την αφόρητη, όταν είναι κανονική, εξακολουθητική προσωδία;

Μια εκ του σύνεγγυς συγκριτική προσέγγιση των παρατηρήσεων του Παράσχου με εκείνες του Άγρα θα δικαίωνε πλήρως την τολμηρή αναθεωρητική εκτίμηση της Ντουνιά, η οποία, με μια διπλή κίνηση, δικαιώνει τόσο τον Καρυωτάκη όλο και τον πρώτο οξυδερκή και συγχρόνως ανεπιφύλακτα θετικό (και επί δεκαετίες επισκιασμένο από τον Άγρα) κριτικό του.

Η κατακόρυφη ανεμόσκαλα της τέχνης και της ζωής

Σταχυολογώ, από τα κείμενα του Παράσχου για τον Καρυωτάκη, μια μαρτυρία που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:

Κάποτε, σε μια εκδρομή που κάναμε μαζί στα Μετέωρα, επειδή οι καλόγεροι δε μας έριχναν το καλάθι για ν’ ανεβούμε στη μονή, τόσο πείσμωσε ώστε, χωρίς να το σκεφτή ούτε στιγμή, ανέβηκε απ’ τη σκάλα. Μια ελεεινή ανεμόσκαλα, ύψους πενήντα ως εξήντα μέτρων, μισοχαλασμένη και κατακόρυφη. Ανέβηκε και κατέβηκε με όσην ευκολία θα το έκαμνε και ο πιο γυμνασμένος καλόγερος, και με την ίδια ψυχραιμία.

Αχ! έτσι, είμαι ευχαριστημένος, δεν έγινε το κέφι τους, μου είπε όταν κατέβηκε. Και το πρόσωπό του έλαμπε απ’ την ικανοποίηση του ανθρώπου που έκαμε το θέλημά του.

«Σκαρφαλώνοντας / λέξεις όπως μιαν / ανεμόσκαλα», έγραψε δεκαοκτώ χρόνια αργότερα ο Σεφέρης στις «"Νότες" για ένα ποίημα», συνδέοντας το ανέβασμα στην ανεμόσκαλα με τον αγώνα της ποιητικής δημιουργίας. Όμοια αποφασιστικά, όμοια παράτολμα, όπως κάποτε στα Μετέωρα, ανέβηκε την «κατακόρυφη» ανεμόσκαλα της τέχνης και κατέβηκε εκείνην της ζωής του ο Καρυωτάκης· αυτή η διπλής κατεύθυνσης κίνηση αποτυπώνεται συγκλονιστικά στο «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» και αναδεικνύεται δεόντως στο Όνειρο και το πάθος, που κλείνει με τη λύση «του αινίγματος της αποχαιρετιστήριας επιστολής».

Ο ποιητής των Ελεγείων και σατιρών συλλαμβάνει και εκφράζει, με τα λόγια της, «πρώτος αυτός στην ελληνική ποίηση, την τρομερή σημασία της δραματικής αλλαγής που έχει συντελεστεί με τη νεοτερικότητα και μεταμορφώνει αυτή την ακραία εμπειρία [της μετατροπής του ποιητή από κοινώς αναγνωρισμένη αξία σε «αυτόνομο υποκείμενο που γίνεται ένα άλυτο αίνιγμα ακόμα και για τον εαυτό του»] σε νικηφόρα ποιητική σαφήνεια και άρνηση κάθε κίβδηλης παρηγοριάς».

Στο εργώδες φιλολογικοϊστορικό εργαστήρι της Ντουνιά, ο Καρυωτάκης απαλλάσσεται οριστικά από την πατροπαράδοτη εικόνα του ελάσσονος δημιουργού που ανανεώνει την ποιητική παράδοση και προβάλλει ως ένας μεγάλος ποιητής που διακόπτει την παράδοση και αλλάζει τη ρότα της νεοελληνικής ποίησης – τον δυναμικό αυτό ρόλο του στη λογοτεχνική ιστορία μας αντιλήφθηκαν με τις κριτικές κεραίες τους ο Βύρων Λεοντάρης και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, καίριες παρατηρήσεις των οποίων αναδεικνύει η μελετήτρια. Ο ποιητής των Ελεγείων και σατιρών συλλαμβάνει και εκφράζει, με τα λόγια της, «πρώτος αυτός στην ελληνική ποίηση, την τρομερή σημασία της δραματικής αλλαγής που έχει συντελεστεί με τη νεοτερικότητα και μεταμορφώνει αυτή την ακραία εμπειρία [της μετατροπής του ποιητή από κοινώς αναγνωρισμένη αξία σε «αυτόνομο υποκείμενο που γίνεται ένα άλυτο αίνιγμα ακόμα και για τον εαυτό του»] σε νικηφόρα ποιητική σαφήνεια και άρνηση κάθε κίβδηλης παρηγοριάς».

Αναθεωρητικό χωρίς να το κραυγάζει, συστηματικό χωρίς να κουράζει, ζωντανεύοντας τη μορφή του ποιητή χωρίς να βιογραφεί, φτάνοντας στον πυρήνα της τέχνης του Καρυωτάκη χωρίς να αποδύεται σε εξαντλητικές αναγνώσεις, με τόνο θερμό αλλά ματιά καθαρή, με υποσημειώσεις μεστές, που συχνά λειτουργούν ως ένα κείμενο παράλληλο του κυρίως κειμένου, το βιβλίο Το όνειρο και το πάθος, άρτια επιμελημένο από τις εκδόσεις της «Εστίας», ολοκληρώνει τη θεμελιώδη συμβολή της Χριστίνας Ντουνιά στις καρυωτακικές σπουδές.

Η ΑΘΗΝΑ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ είναι Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και λογοτέχνης.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Έτος Μίκη Θεοδωράκη: Δύο αφιερωματικές εκδόσεις για τον μεγάλο συνθέτη

Έτος Μίκη Θεοδωράκη: Δύο αφιερωματικές εκδόσεις για τον μεγάλο συνθέτη

Οι εκδόσεις Μετρονόμος γιορτάζουν το αφιερωματικό έτος Μίκη Θεοδωράκη με δύο πρόσφατες κυκλοφορίες: το ογδοηκοστό πέμπτο τεύχος του περιοδικού τους, με τίτλο «100 χρόνια Μίκης Θεοδωράκης: Έργα & Ημέρες», και τη μελέτη της Ευαγγελίας Σκαρσουλή «Μίκης Θεοδωράκης-Γιάννης Ρίτσος – Επιτάφιος/Ρωμιοσύνη: Η πρόσληψη της...

«Μάσκες τελετουργίας – Συλλογή Φώτη Καγγελάρη» – Η μεταμφίεση ως επίκληση του Καλού και μάχη με το Κακό

«Μάσκες τελετουργίας – Συλλογή Φώτη Καγγελάρη» – Η μεταμφίεση ως επίκληση του Καλού και μάχη με το Κακό

Για το φωτογραφικό άλμπουμ «Μάσκες τελετουργίας – Συλλογή Φώτη Καγγελάρη» (καλ. επιμέλεια: Γεώργιος Μαχιάς, εκδ. Παπαζήση). Η έκδοση περιλαμβάνει δίγλωσσα, προλογικά σημειώματα από τον Φώτη Καγγελάρη κ.ά., σε μετάφραση Τζένης Συροπούλου. Στην κεντρική εικόνα, Από το Μπενίν, μάσκα-κεφαλή Βουντού. 

...
«Θεσσαλονίκη» & «Αρχιτεκτονική του ερέβους» του Ιπποκράτη Ταυλάριου – Ο «δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» κόσμος του δημιουργού

«Θεσσαλονίκη» & «Αρχιτεκτονική του ερέβους» του Ιπποκράτη Ταυλάριου – Ο «δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» κόσμος του δημιουργού

Για το φωτογραφικό λεύκωμα «Θεσσαλονίκη» και το ποιητικό έργο «Αρχιτεκτονική του ερέβους» του Ιπποκράτη Ταυλάριου (εκδ. Σαιξπηρικόν). Εικόνα: Λήψεις από τη «Θεσσαλονίκη». 

Γράφει ο Γιώργος Αγγέλου

Η...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Βραβείο Μπούκερ 2025: Το

Βραβείο Μπούκερ 2025: Το "Flesh" του Ντέιβιντ Σολόι μεταφράζεται από τις εκδόσεις Ψυχογιός

Το «Flesh» του Ντέιβιντ Σολόι (David Szalay), που τιμήθηκε με το Βραβείο Μπούκερ 2025, θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2026 από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση Βάσιας Τζανακάρη. 

Επιμέλεια: Book Press

Το μυθιστόρημα ...

Βραβείο Μπούκερ 2025: Στον Ντέιβιντ Σολόι για το μυθιστόρημά του «Flesh»

Βραβείο Μπούκερ 2025: Στον Ντέιβιντ Σολόι για το μυθιστόρημά του «Flesh»

Στον Ντέιβιντ Σολόι [David Szalay] απονεμήθηκε το Βραβείο Μπούκερ 2025 για το μυθιστόρημά του, Flesh. Το βιβλίο αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2026 από τις εκδόσεις Ψυχογιός. 

Επιμέλεια: Book Press

Ο ουγγρικής καταγωγής Βρετανός συγγραφέας ...

Τι διαβάζουμε τώρα; 12 βιβλία σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας

Τι διαβάζουμε τώρα; 12 βιβλία σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας

Δώδεκα βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που μόλις εκδόθηκαν. Τρία από αυτά είναι επανεκδόσεις.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Βασίλης Γκουρογιάννης, ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Η φωλιά» του Γιώργου Ψωμιάδη (προδημοσίευση)

«Η φωλιά» του Γιώργου Ψωμιάδη (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το ομότιτλο διήγημα της συλλογής διηγημάτων του Γιώργου Ψωμιάδη «Η φωλιά», η οποία θα κυκλοφορήσει στις 14 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ἡ φωλιὰ 

Τὸ φορτη...

«Ο δρόμος προς τα αστέρια» της Ίνβιλ Χ. Ρισχέι (προδημοσίευση)

«Ο δρόμος προς τα αστέρια» της Ίνβιλ Χ. Ρισχέι (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Ίνβιλ Χ. Ρισχέι [Ingvild H. Rishøi] «Ο δρόμος προς τα αστέρια» (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 13 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...
«Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι» της Μάρως Δούκα (προδημοσίευση)

«Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι» της Μάρως Δούκα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το νέο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Ζήτω η Άγκαθα Κρίστι», το οποίο θα κυκλοφορήσει στα τέλη Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Πατάκη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Στον Ορέστη

Ολιγ...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τι διαβάζουμε τώρα; 12 βιβλία σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας

Τι διαβάζουμε τώρα; 12 βιβλία σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας

Δώδεκα βιβλία ελληνικής πεζογραφίας που μόλις εκδόθηκαν. Τρία από αυτά είναι επανεκδόσεις.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Βασίλης Γκουρογιάννης, ...

Ημερολόγια καρκίνου, η γραφή που θεραπεύει: Λορντ και Νικολαΐδου, δύο γυναίκες, δύο καταγραφές της εμπειρίας με τη νόσο

Ημερολόγια καρκίνου, η γραφή που θεραπεύει: Λορντ και Νικολαΐδου, δύο γυναίκες, δύο καταγραφές της εμπειρίας με τη νόσο

Παράλληλη ανάγνωση των προσωπικών ημερολογίων, δύο συγγραφέων που νόσησαν με καρκίνο του μαστού. Πρόκειται για τα: «Ημερολόγια καρκίνου» (μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου, εκδ. Κείμενα) της Όντρι Λορντ και «Καλά και σήμερα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2015) της Σοφίας Νικολαΐδου.

Γράφει η Φανή Χατζή

...
Τι διαβάζουμε τώρα; 15 βιβλία από την πρώτη λογοτεχνική σοδειά του φθινοπώρου

Τι διαβάζουμε τώρα; 15 βιβλία από την πρώτη λογοτεχνική σοδειά του φθινοπώρου

Δεκαπέντε βιβλία μεταφρασμένες πεζογραφίας τα οποία εκδόθηκαν πρόσφατα προμηνύουν ένα συναρπαστικό αναγνωστικό χειμώνα.

Γράφει η Φανή Χατζή

Το φθινόπωρο εγκαινιάζει πάντα μια φρενήρη εκδοτική σεζόν που κλιμακώνεται λίγο πριν από τις γιορτές. Βουτώντας ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ