Για την παράσταση «Ανεξάρτητα κράτη» των Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και Γιώργου Παλούμπη, ο οποίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία, που ανεβαίνει στο θέατρο Χώρα.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος και ο Γιώργος Παλούμπης ανεβάζουν, στο θέατρο «Χώρα», το θεατρικό έργο «Ανεξάρτητα κράτη», μια παραγωγή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Ο βίαιος κρατικός μηχανισμός, τα κατάλοιπα του χουντικού καθεστώτος που δεν έχουν απαλειφθεί, η καταστολή που ο Τύπος ασκεί στον πολίτη, η υπνώττουσα αντίληψη του Νεοέλληνα αλλά και το προφίλ της αδέκαστης, ατρόμητης δημοσιογραφίας που μάχεται στο μετερίζι της αλήθειας, είναι τα θέματα αυτού του έργου που αναφέρεται στη δεκαετία του 1970 και που η σκηνοθεσία του Παλούμπη το υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο.
Ο κύριος Τσιοτσιόπουλος και ο κύριος Παλούμπης έχουν συνεργαστεί, εκτός από τον «Κωλόκαιρο», και στον «Εθνικό Ελληνορώσων» (Από Μηχανής 2017-2018) και στα «Ματωμένα Χώματα» (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά 2022).
Στα «Ανεξάρτητα κράτη» πλανάται η πραγματική μορφή του αριστερού ιδεαλιστή γιατρού Βασίλη Τσιρώνη, η υποτιθέμενη «αυτοκτονία» του οποίου, μέσα στο διαμέρισμά του, πυροδότησε μια σειρά από ψευδή δημοσιεύματα και ανακίνησε βάσιμες υποψίες για πολιτική δολοφονία.
«Εμείς είμαστε η κοινή γνώμη»
Ποια είναι η πολύκροτη είδηση; Ποιος αναλαμβάνει να συντάξει την κεντρική στήλη μιας εφημερίδας μεγάλης αναγνωσιμότητας; Ποιος συγγράφει τον τίτλο; Είναι το γεγονός αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει τον κόσμο, ή μήπως είναι το σκάνδαλο που το περιβάλλει; Και μήπως ο κόσμος διψά για τρανταχτά συμβάντα, όσο δραματικά και αν είναι αυτά, επιρρεπής καθώς είναι στην αβασάνιστη, άκριτη υιοθέτηση μιας επιβαλλόμενης πραγματικότητας; Εν τέλει, ποιος συνθέτει αυτήν την ψευδή πραγματικότητα; Αν δεχτούμε πως οι εφημερίδες, τα περιοδικά (και σήμερα το διαδίκτυο και η τηλεόραση) συνδιαμορφώνουν την κοινή γνώμη ποδηγετώντας την, τότε το έργο είναι απόλυτα εύστοχο στις επισημάνσεις του.
Στα «Ανεξάρτητα κράτη» πλανάται η πραγματική μορφή του ιδεαλιστή γιατρού Βασίλη Τσιρώνη, η υποτιθέμενη «αυτοκτονία» του οποίου, μέσα στο διαμέρισμά του, πυροδότησε μια σειρά από ψευδή δημοσιεύματα και ανακίνησε βάσιμες υποψίες για πολιτική δολοφονία. Ο Τσιρώνης, κλασικός αντι-εξουσιαστής της εποχής, ήταν μια ιδιάζουσα περίπτωση ιδεοληπτικού που επί Γεωργίου Παπανδρέου είχε κάνει απεργία πείνας ζητώντας τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων, επί Χούντας είχε τολμήσει να καταγγείλει δημοσίως -και υπό την ιδιότητα του γιατρού- την κακομεταχείριση των πολιτικών εξορίστων στον Αη-Στράτη, και όταν έφτασε στο σημείο να κάνει και αεροπειρατεία, ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Αλβανία του Χότζα. Αυτή η (εκ πρώτης όψεως γραφική) περίπτωση ανθρώπου έγινε αντικείμενο πολύμηνης δίωξης, ιδιαίτερα από τότε που κήρυξε το σπίτι του, στην οδό Άρεως 35 στο Παλαιό Φάληρο, «ανεξάρτητο κράτος» και άρχισε να συνδέει την κυβέρνηση με το παρακράτος και να αποκαλύπτει συμφωνίες κάτω από το τραπέζι που έκαναν διάφοροι μεγαλοεκδότες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η αστυνομία τον πολιόρκησε μέσα στο ίδιο του το σπίτι οδηγώντας τον στην «αυτοκτονία» - ή τουλάχιστον έτσι έγραψαν οι εφημερίδες.
Ρεαλισμός ή κυνισμός;
Στο «Ανεξάρτητα κράτη» ο συγγραφέας διερωτάται σαρκαστικά εάν «υπάρχει κράτος» σε αυτήν τη χώρα. Δανειζόμενοι αυτόν τον πηχιαίο τίτλο των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν την επαύριο της υποτιθέμενης «αυτοκτονίας Τσιρώνη». Διαλύοντας, ευθύς εξ ορισμού, την ψευδαίσθηση του κράτους δικαίου, στήνουν μιαν αμιγώς πολιτική παράσταση: η αλήθεια της στρατευμένης δημοσιογράφου συγκρούεται με τα οργανωμένα συμφέροντα όσων επιδιώκουν τον εφησυχασμό του κοινού. Η θλιβερή αναφορά στην εικοσαετία του ΠΑΣΟΚ που θα ακολουθούσε γίνεται στη σκηνή με το «ουίσκυ με μέλι» που πίνει «ο αυριανός πρωθυπουργός σου» στο σπίτι του, στο Καστρί.
Το σκηνικό της Νατάσας Παπαστεργίου είναι απόλυτα ρεαλιστικό, εικονίζει δε τον κύριο χώρο εργασίας πέντε συντακτών μιας εφημερίδας και, σε «σεπαρέ» διαφανές, το γραφείο του διευθυντή. Πέντε γραφεία, πέντε γραφομηχανές, μια μηχανή του καφέ, κάποια παράθυρα με στόρια και, αντίστοιχα, πέντε διακριτοί χαρακτήρες, πλασμένοι με μαεστρία και κοινωνική παρατηρητικότητα, ευαισθησία και μεγάλη δόση σαρκασμού. Ιδιαίτερα λειτουργικοί οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα και η μουσική του Κώστα Νικολόπουλου.
Η κύρια αρετή του κειμένου είναι η ισορροπία των κωμικών και των δραματικών σκηνών, σε μια ποσόστωση και μια κομψότητα που δίνει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον του ελληνικού δραματολογίου.
Και ναι, πρόκειται για ρεαλιστικό θέατρο. Πολιτικό στα συστατικά του στοιχεία, βασισμένο στην ιστορική πραγματικότητα, πάνω απ’όλα δε ελληνικό- χωρίς τις εμφυλιοπολεμικές καθηλώσεις άλλων έργων του ίδιου είδους. Το κείμενο ρέει απρόσκοπτα, το ωμό, κυνικό λεξιλόγιο, τα σεξιστικά σχόλια και η βιαιότητα που εκλύει συχνά παραπέμπουν στο ρεαλιστικό σινεμά του Οικονομίδη, ωστόσο οι πραγματικά αξιόλογες ερμηνείες και το χιούμορ το διασώζουν από τα νύχια της αφελούς ηθογραφίας. Η παράσταση είναι προϊόν έρευνας και συνιστά σχολιασμό του τότε κιτρινισμού του Τύπου, με σαφέστατες προεκτάσεις στα σημερινά ξεπουλημένα Μ.Μ.Ε., που εξαγοράζουν συνειδήσεις ,λειαίνουν τις αιχμηρές επιφάνειες και υποδύονται τα ανεξάρτητα, συνθλίβουν όμως την ανθρώπινη κριτική ικανότητα και στη θέση της εγκαθιστούν ένα ροζ συννεφάκι από ψευδαισθήσεις κανονικότητας. Η κύρια αρετή του κειμένου είναι η ισορροπία των κωμικών και των δραματικών σκηνών, σε μια ποσόστωση και μια κομψότητα που δίνει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον του ελληνικού δραματολογίου.
Οι ερμηνείες
Ο Θάνος Αλεξίου, στον απαιτητικό ρόλο του διευθυντή της εφημερίδας (που υπαινίσσεται το «Βήμα» ή κάποιο άλλο έντυπο του συγκροτήματος Λαμπράκη) δίνει τον καλύτερό του εαυτό: είναι αρκούντως «μέσος» σε όλα, διατηρεί τον έλεγχο μέχρις ότου τα συμφέροντά του θιγούν άμεσα: πρόκειται για τον ρόλο του αυταρχικού λαμόγιου, του άμεσα διαπλεκόμενου σε κάθε είδους αγοραπωλησία ειδήσεων, του ξεπουλημένου συμπλεγματικού «μάτσο» που διαμορφώνει τις ιστορικές εξελίξεις και που στα χέρια του ο Τύπος μετατρέπεται σε κράτος εν κράτει.
O Μάκης Παπαδημητράτος και ο Στάθης Σταμουλακάτος ενσαρκώνουν ένα εκπληκτικό δίδυμο που θυμίζει τους Τζακ Λέμον/Ουώλτερ Ματάου της «Πρώτης σελίδας» του Μπίλυ Γουάιλντερ: δύο έμπειρους πολιτικούς συντάκτες που φιλονεικούν για την πατρότητα ενός πετυχημένου άρθρου, που «στρογγυλεύουν» τις ειδήσεις με φτηνούς εντυπωσιασμούς, που οι επιφανειακές διαφορές τους γεφυρώνονται μπροστά στο κοινό συμφέρον και που, εν τέλει, ενσαρκώνουν τον φαλλοκράτη, τον βιαστή και τον εχθρό της αλήθειας.
Τη σύζυγο του μεγαλύτερου υποδύεται η Βασιλική Διαλυνά: πρόκειται για μια γυναίκα που έχει υποστεί πολλές μορφές κακοποίησης και ακύρωσης, μια πενηντάχρονη της εποχής της Μεταπολίτευσης που έχει γίνει κλασικό θύμα σεξισμού και έχει περιορίσει τον ορίζοντά της στη στήλη της Αστρολογίας: ο χαρακτήρας αυτός, αν και υπεραπλουστευμένος, μπορεί κάλλιστα να συνοψίσει τη στάση συμβιβασμού και υποταγής ενός τεράστιου αριθμού γυναικών στο ανδροκρατούμενο, κακοποιητικό status quo που επικρατούσε στον δημόσιο λόγο της δεκαετίας του ’70.
Στον ρόλο της νεαρής, καλλιεργημένης δημοσιογράφου Μαρίας Θεοφίλου-Πέτροβιτς η εξαιρετική Άλκηστις Ζιρώ δημιουργεί τις προϋποθέσεις ταύτισης του θεατή, διατηρώντας τη χαρακτηριστική εσωτερικότητα του ανθρώπου που αφοσιώνεται στον στόχο του και στα πολιτικοκοινωνικά του ιδεώδη. Γοητευτική παρουσία επί σκηνής, επιτρέπει στον εαυτό της να «χαλαστεί» και να εκτεθεί σε επικίνδυνο βαθμό στα μάτια των θεατών, επιτυγχάνοντας, έτσι, έναν ερμηνευτικό άθλο.
Ο Στέλιος Δημόπουλος (που στο «Μάθε με να φεύγω» των bijoux de kant δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας) υποδύεται έναν αφελή πολιτιστικό συντάκτη που είναι αθεράπευτα ερωτευμένος με τη Μαρία. Εξαιρετικός καρατερίστας, ο κύριος Δημόπουλος καλύπτει μεγάλο μέρος του σατιρικού του ρόλου με μια ιδιότυπη θλίψη.
Εκπληκτικός είναι ο συγγραφέας του έργου Αντώνης Τσιοτσιόπουλος στον ρόλο ενός ακόμη συντάκτη, που μοιράζεται με τη Μαρία Θεοφίλου το μυστικό της συγκεκαλυμμένης ομοφυλοφιλίας του και συμμερίζεται τα ιδεώδη της: όμως, στον βωμό της δικής του μυθοπλασίας τελικά η αλήθεια συσκοτίζεται και γίνεται και αυτός -παρά την ιδιαιτερότητά του- συνένοχος στην αποσιώπηση ενός πολιτικού εγκλήματος.
Τέλος, η Ελεάνα Καυκαλά ενσαρκώνει τον ρόλο μιας ματαιωμένης φωτορεπόρτερ που θα επιστρατεύσει τη μαχητικότητα του χαρακτήρα της για να δικαιώσει τις άκαρπες προσπάθειες της συναδέλφου της.
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης
Σκηνογράφος−Ενδυματολόγος: Νατάσσα Παπαστεργίου
Πρωτότυπη μουσική: Κώστας Νικολόπουλος
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Σχεδιασμός ήχου: Ανδρέας Μιχόπουλος
Σχεδιασμός ήχου Ανδρέας Μιχόπουλος
Video design Αποστολής Κουτσιανικούλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτα Παπαδημητρίου
Βοηθός σκηνογράφου−ενδυματολόγου: Μαριάνθη Ράδου
Παίζουν: Θάνος Αλεξίου, Στέλιος Δημόπουλος, Βασιλική Διαλυνά, Άλκηστις Ζιρώ, Ελεάνα Καυκαλά, Μάκης Παπαδημητράτος, Στάθης Σταμουλακάτος, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος.
Ακούγονται οι μουσικοί
Θάνος Καζαντζής τύμπανα
Νίκος Παπαϊωάννου μπάσο, analog synth
Κώστας Νικολόπουλος κιθάρες
Στο ραδιόφωνο ακούγεται η φωνή της Παναγιώτας Παπαδημητρίου
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.