Η παράσταση «Ταρτούφος» του Μολιέρου παρουσιάζεται στο θέατρο «Σταθμός», σε σκηνοθεσία Γιάννη Νταλιάνη. Φωτογραφίες: © Πάτροκλος Σκαφίδας
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο θέατρο «Σταθμός» είδαμε τον «Ταρτούφο» (Tartuffe, ou l’Imposteur) του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Νταλιάνη και μετάφραση Ανδρέα Στάϊκου. Η παράσταση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Λευτέρη Βογιατζή, τόσο γιατί είχε εντρυφήσει στον Μολιέρο, όσο και γιατί είχε ο ίδιος ερμηνεύσει τον Ταρτούφο, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου. Όπως πολύ πετυχημένα είπε ο Γιάννης Νταλιάνης στο τέλος της επίσημης πρώτης, στις 12 Μαΐου του 1664 το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στις Βερσαλίες, μετά από μια πενταετή περιπέτεια λογοκρισίας: «Πώς θα ένιωθε, άραγε, ο Μολιέρος εάν μάθαινε ότι, τρεισήμισυ αιώνες μετά, το έργο του ανεβαίνει κάπου στο Μεταξουργείο;».
Το μοτίβο του faux dévot
Η παράσταση δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο χρόνο, ενώ κάποιες παρεμβάσεις στη μετάφραση την κατέστησαν μια εντελώς νέα προσέγγιση του κλασικού μοτίβου του «Ταρτούφου». Το μοτίβο του faux dévot (του τύπου του φανατικού, ψευδοευλαβούς θρησκόληπτου καιροσκόπου), ειδωμένο υπό διαχρονικό πρίσμα, μπορεί κάλλιστα να περιγράψει μια σύγχρονη εκδοχή ελευθεροφροσύνης (libertinage), επιφέροντας έναν αθυρόστομο και πάντα επίκαιρο καυτηριασμό στην υποκρισία και την απατεωνιά του κόσμου όπου ζούμε.
Η Αδελφότητα της Αγίας Μεταλήψεως ενάντια στους λιμπερτίνους της αυτοκρατορικής Γαλλίας του Κλασικισμού; Οι ταρτουφιστές ενάντια στους αντιταρτουφιστές; Το άτομο ως σώφρων ύπαρξη απέναντι στον φανατισμό, τη δεισιδαιμονία, τον σκοταδισμό και την παραπλάνηση; Η επιχειρηματολογία ως όργανο που κόκκαλα τσακίζει απέναντι στην ευπιστία; Το πιο ενδιαφέρον στον «Ταρτούφο» είναι πως, ενώ ο ίδιος φέρεται ως ο κατεξοχήν απατεώνας, η υποκρισία και η ψευδοευσέβεια είναι γνωρίσματα των άλλων χαρακτήρων που τον περιβάλλουν – πλην της υπηρέτριας Ντορίν και του Δάμι. Άρα ο Ταρτούφος είναι απολαυστικός ως χαρακτήρας γιατί, μέσα στην ιδιοφυή του υποκρισία, μέσα στην παντελή του ανηθικότητα, μπορεί να μας αποκαλύπτει την ψευδοσεμνοτυφία και το οιονεί θρησκευτικό συναίσθημα των αστών. Αυτό, προφανώς, «έτσουζε» τις συνειδήσεις του κοινού του Μολιέρου: δεν είναι τυχαίο το ότι, στην εποχή του Μολιέρου, είχαν απαγορευτεί τόσο οι δημόσιες παραστάσεις του «Ταρτούφου», όσο και οι ιδιωτικές – στα σαλόνια των ευγενών.
Σταδιακά το κωμικό στοιχείο σοβαρεύει απότομα στη μέση του έργου και η υπόθεση εξελίσσεται σε τραγωδία, που όμως προκαλεί ένα πικρό και λυτρωτικό γέλιο.
Και, καθώς ο παραλογισμός που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι κυρίαρχος, ο Ταρτούφος είναι ο «κακός» που, λόγω απουσίας ηθικού ερείσματος, είναι σε θέση να τον αναγνωρίσει και να τον καταγγείλει. Η συμπάθεια προς το πρόσωπο του Οργκόν αντιστρέφεται σε οίκτο, η αντιπάθεια προς το πρόσωπο του Ταρτούφου μεταστρέφεται σε θυμό. Σταδιακά το κωμικό στοιχείο σοβαρεύει απότομα στη μέση του έργου και η υπόθεση εξελίσσεται σε τραγωδία, που όμως προκαλεί ένα πικρό και λυτρωτικό γέλιο. Ο πόθος του Ταρτούφου (ο πόθος για το κέρδος ή ο πόθος για τη σύζυγο του Οργκόν) γίνεται το κολαστήριό του, κι έτσι, υπό μιαν έννοια, κερδίζει τη στιγμιαία συμπάθειά μας. H ερμηνεία του Μάνου Καρατζογιάννη είναι αποκαλυπτική, καθώς με χιούμορ και αμεσότητα υπερβαίνει την παραδεδομένη εκδοχή του Ταρτούφου και αναδεικνύει μια δαιμονική πλευρά του ρόλου.
Την έντονη ρητορική που χαρακτηρίζει τη δομή του έργου την αξιοποιεί ο Γιάννης Νταλιάνης στο έπακρο, σε μια λιτή σκηνοθεσία, όπου σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι φωτισμοί και η κινησιολογία (Ιωάννα Αποστόλου). Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε, λοιπόν, στη σωματικότητα του κλασικού μολιερικού έργου, τη διδασκαλία της οποίας αποτυπώνουν οι εξαιρετικές ερμηνείες των εννιά διακριτών χαρακτήρων του έργου: του Μάνου Καρατζογιάννη (ως ενός πανούργου Ταρτούφου, ικανού να εκμεταλλευτεί όποιαν οικονομική ευρωστία έχει η οικογένεια του Οργκόν, επιστρατεύοντας ένα σοβαρότατο προφίλ τάχατες θρησκευόμενου), του Θανάση Βλαβιανού (ως συμπαθούς, αφελούς και εύπιστου bourgeois Οργκόν, σε μια ερμηνεία ιδιαίτερα μελετημένη ώστε ν’αποφευχθούν ψευδοκωμικές καταστάσεις), της Ελίζας Σκολίδη (ως δυναμικής και αισθησιακής Ελμίρας, συζύγου του Οργκόν), της Αγγελικής Μαρίνου (ως ευφυούς Ντορίν), της Μέγκι Σούλι (ως υστερικής, ξεκαρδιστικής Μαριάννας, που οδηγείται από τον πατέρα της ως αμνός επί σφαγή σε γάμο με τον Ταρτούφο), του Θωμά Σιέκα (ως πραγματικά κωμικού, διπρόσωπου Ακάκιου που παραμένει σιωπηρός έως ότου γίνει, αίφνης, δικαστής των πάντων), του Γιώργου Κορομπίλη (ως ορθολογιστή, μετριοπαθούς Κλεάνθη που στο πρόσωπό του συνοψίζει όλους τους ψύχραιμους φίλους του πρωτοτύπου), του Κωνσταντίνου Ζωγράφου (ως ευέλικτου, αεικίνητου Δάμι) και της Χριστίνας Θεοδωροπούλου (ως αμετάπειστης, συντηρητικής κυρίας Περνέλ).
Η Άρτεμις Φλέσσα στα κοστούμια, ο Γιώργος Αγιαννίτης στους φωτισμούς και ο Κώστας Λώλος στη μουσική συνέβαλαν σημαντικά στην ολοκλήρωση της σύλληψης. Η χρήση του τραπεζιού και του τραπεζομάντηλου είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική: η παράσταση δεν έχει τίποτε το παραπανίσιο, τίποτε το περιττό. Είναι μια γνήσια λαϊκή παράσταση, με στοιχεία που φέρνουν το κείμενο στο σήμερα, αρκούντως καταγγελτική και, κυρίως, ειλικρινής και συνεπής προς τις προθέσεις του Μολιέρου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).