Για το μυθιστόρημα του László Krasznahorkai Η μελαγχολία της αντίστασης (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Η χαρτογράφηση του χάους, η μεθοδική προσπάθεια να αναζητηθεί ένα νόημα εκεί όπου όλα τείνουν στον όλεθρο και τον αφανισμό, η στρατηγική αντίσταση στον γενικευμένο παραλογισμό: ιδού τα καθήκοντα των σημαντικών μυθιστοριογράφων που ξέρουν να στοχάζονται πέρα από τα όποια όρια τίθενται από τους ίδιους τους στοχαστές. Όταν την θύρα την κουρταλεί το έρεβος, αισθάνεσαι την ανάγκη να ανάψεις ένα κεράκι. Όταν ο μηδενισμός και η βία γίνονται κανόνας, αναζητάς την ρακένδυτη ανθρωπιά στα σκοτεινά σοκάκια της απελπισίας και μαθαίνεις να τη φροντίζεις. Όταν η απάνθρωπη ασχήμια και η άσχημη απανθρωπιά δεσπόζουν στην κοινωνία, γυρεύεις, έστω με το φαναράκι του Διογένη, δυο τρεις ανθρώπους που σώζουν την ομορφιά τού να είσαι βαθύτατα ανθρώπινος στις πιο αντίξοες συνθήκες.
Αυτό επιμένει να κάνει, εδώ και τρεις δεκαετίες, ο μυθιστοριογράφος-στοχαστής Λάσλο Κρασναχορκάι (László Krasznahorkai, 1954) ήδη από το πρώτο του μυθιστόρημα, το περιλάλητο Sátántangó (1985) που, το 1994, μετέφερε στην οθόνη ο αείζωος φίλος του, και στενός συνεργάτης του, ο Μπέλα Ταρ (Béla Tarr, 1955). Η Μελαγχολία της Αντίστασης (στα ουγγρικά: Az ellenállás melankóliája, 1989) είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, που επίσης έγινε ταινία από τον Μπέλα Ταρ, το 2000, με τίτλο Οι αρμονίες του Βέρκμαϊστερ. Το μετέφρασε, όπως και το Πόλεμος και πόλεμος, το τέταρτο μυθιστόρημα του Κρασναχορκάι, η έμπειρη Ιωάννα Αβραμίδου, αποδίδοντας με ασθματική ακρίβεια τις δαιδαλώδεις ρυθμικές φράσεις του που παραπέμπουν τόσο στην ποίηση του Allen Ginsberg όσο και στα καλειδοσκοπικά φιλοσοφικά αφηγήματα του Thomas Bernhard.
Οι κάτοικοι πανικοβάλλονται, στα βλέμματά τους απλώνεται ένα τερατώδες κενό, στην πόλη απλώνεται, μαζί με τη βία και λόγω της βίας, μια ερημική σιωπή εγκατάλειψης, κάθε σημασία μοιάζει να εκμηδενίζεται, επικρατεί ένα «απίστευτο σκηνικό γκραν-γκινιόλ όπου κάθε λογική τάξη, κάθε ορθολογική σκέψη είχαν χάσει την ισχύ τους».
Πρόκειται για την ιστορία μιας αποτρόπαιας συνωμοσίας, που εξυφαίνει σε μιαν ασήμαντη κωμόπολη της Ουγγαρίας η κυρία Τούντε Έστερ, ένα είδος αχαμνής Λαίδης Μάκμπεθ, σύζυγος του μουσουργού Γκιόργκι Έστερ, μια γυναίκα με τρομακτική ψυχρότητα, ένα «εμετικό απολίθωμα» που θυμίζει αιμοχαρείς μισθοφόρους του Μεσαίωνα και συμπυκνώνει, σύμφωνα με τον ίδιο τον σύζυγό της, όλα τα θλιβερά και πάσης φύσεως κατορθώματα τα οποία ήταν ικανή να παράγει η κοινωνία της κωμόπολης. Η εν λόγω κυρία θέλει να πάρει στα χέρια της τα ηνία της εξουσίας και στήνει μια φριχτή προβοκάτσια που οδηγεί στο χάος, στην ανεξέλεγκτη βία, στον φόβο και τον τρόμο, ώστε μετά να επιβληθεί μια φασιστικού τύπου τάξη. Δούρειος Ίππος για το σχέδιο της Έστερ είναι μια φάλαινα που φτάνει, εν είδει τσίρκου και θεάματος, στην πόλη — ίσως ένας φόρος τιμής του Κρασναχορκάι στο ολιγοέλιδο αριστούργημα Φάλαινα του Paul Gadenne (μτφρ. Βάνα Χατζάκη, εκδ. Άγρα). Η έλευση του κήτους προκαλεί ανησυχία, καθώς συνοδεύεται από ένα τσούρμο προβοκάτορες, τραμπούκους και καθάρματα που θα σπείρουν τον ιό της βίας. Οι κάτοικοι πανικοβάλλονται, στα βλέμματά τους απλώνεται ένα τερατώδες κενό, στην πόλη απλώνεται, μαζί με τη βία και λόγω της βίας, μια ερημική σιωπή εγκατάλειψης, κάθε σημασία μοιάζει να εκμηδενίζεται, επικρατεί ένα «απίστευτο σκηνικό γκραν-γκινιόλ όπου κάθε λογική τάξη, κάθε ορθολογική σκέψη είχαν χάσει την ισχύ τους» (σ. 174).
Μοναδικές ανάσες λογικής και ευαισθησίας στο χάος του παραλογισμού και της κτηνωδίας είναι ο αφοσιωμένος στη μουσική γηραιός κύριος Έστερ και ο αλαφροΐσκιωτος τριανταπεντάχρονος ταχυδρομικός διανομέας Γιάνος Βάλουσκα, που πασχίζουν, καθένας με τον τρόπο του, να κατανοήσουν το ακατανόητο, να οργανώσουν τη μελαγχολία της αντίστασής τους απέναντι στη γενικευμένη αποσάθρωση, να γαντζωθούν από την «τελευταία αυταπάτη της μουσικής αντίστασης».
Πρόκειται για ένα κείμενο που δείχνει την εκ μέρους του Κρασναχορκάι βαθιά κατανόηση του μεθοδευμένου και εσκεμμένου ξεσπάσματος της βίας ώστε να προκληθεί το χάος που θα οδηγήσει αναπότρεπτα στην φασιστική επικυριαρχία.
Το σημειωματάριο ενός τραμπούκου δείχνει ανάγλυφα τη φρίκη της βαναυσότητας που μοιάζει άσκοπη, καίτοι έχει σκοπό: την αρπαγή, τον σφετερισμό, την επιβολή, την κυριαρχία. Πρόκειται για ένα κείμενο που δείχνει την εκ μέρους του Κρασναχορκάι βαθιά κατανόηση του μεθοδευμένου και εσκεμμένου ξεσπάσματος της βίας ώστε να προκληθεί το χάος που θα οδηγήσει αναπότρεπτα στην φασιστική επικυριαρχία. Στο σημειωματάριο, μια ρητορική μίσους εκθειάζει τον «ανελέητο παλμό καταστροφής και θανάτου» των προβοκατόρων που, όπως συμβαίνει όταν οι άνθρωποι γίνονται μάζα και άθυρμα κακόβουλων εξουσιαστών, παύουν να σκέπτονται και μετατρέπονται πλέον σε ένα μόνο σώμα, ένα μόνο βλέμμα, μία μόνο δύναμη, ένα μόνο όργανο: «Τίποτε πια δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τη νέα μας, απελπισμένη, τραγικά ασυνείδητη μανία», διαβάζουμε, «άδικα ψάχναμε γιατί δεν βρίσκαμε πια κανένα αντικείμενο για την αηδία και την απελπισία μας, με μια ξέφρενη μανία ριχνόμασταν σε ό,τι μας προσφερόταν: σπάζαμε βιτρίνες, κάναμε λιώμα ό,τι κινούνταν, παραβιάζαμε με κουρτινόξυλα και σιδερένιες μπάρες ό,τι δεν κινούνταν, μετά, αφού ποδοπατήσαμε τα αγνώριστα υπολείμματα από τα πιστολάκια μαλλιών, σαπουνιών, ψωμιού, παλτών, ορθοπεδικών παπουτσιών, κονσερβών, βιβλίων, βαλιτσών και παιχνιδιών, είχαμε αναποδογυρίσει όλα τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα κατά μήκος του πεζοδρομίου, είχαμε αποσπάσει βίαια τις ελεεινές επιγραφές, είχαμε καταλάβει και λεηλατήσει το Τηλεφωνικό Κέντρο…».
Ο Γιάνος Βάλουσκα είναι πλασμένος από τον Κρασναχορκάι σαν ένας «εν Χριστώ σαλός», ένας εκ νέου επίκαιρος ντοστογιεφσκικός Λέων Νικολάγιεβιτς Μίσκιν, ένας συγκαιρινός μας κερουακικός Σαλ Πάρανταϊζ, που μοιάζει να αρνείται, έστω αδύναμα και ατελέσφορα, τη μόλυνση του Μίσους, την δεσποτεία της Διαφθοράς, την κόλαση του Κακού.
Ο Γιάνος Βάλουσκα είναι πλασμένος από τον Κρασναχορκάι σαν ένας «εν Χριστώ σαλός», ένας εκ νέου επίκαιρος ντοστογιεφσκικός Λέων Νικολάγιεβιτς Μίσκιν, ένας συγκαιρινός μας κερουακικός Σαλ Πάρανταϊζ, που μοιάζει να αρνείται, έστω αδύναμα και ατελέσφορα, τη μόλυνση του Μίσους, την δεσποτεία της Διαφθοράς, την κόλαση του Κακού. Σε έναν κόσμο, στον οποίο ακόμα και τα μικρά παιδιά ενδίδουν στην παράνοια και τη βία, όπως συμβαίνει με τα βλαστάρια ενός διεφθαρμένου αστυνομικού συνωμότη στη Μελαγχολία της Αντίστασης, όπως συμβαίνει στην ταινία Λευκή Κορδέλα του Michael Haneke, και στο σύντομο μυθιστόρημα Εκτός Ελέγχου του J. G. Ballard, χρειαζόμαστε κατεπειγόντως ενήλικες που να διαθέτουν την ευεργετική ηδύτητα ενός άδουλου παιδιού.
Ο συγγραφέας, όπως σε όλα του τα μυθιστορήματα, αντιπαραθέτει το έστω φθαρμένο μεγαλείο της τέχνης στη βαναυσότητα, τον έστω απεγνωσμένο στοχασμό στην παράλυση και κατάλυση της λογικής, την ψίχα της ψυχής και την ευγένεια της ευαισθησίας στα κρόταλα και τους σιδερολοστούς της αναισθησίας. Αντιπαραθέτει, όπως μεγαλοφυώς κάνει στις τελευταίες σελίδες του τελευταίου κεφαλαίου, τη μελέτη θανάτου στον ίδιο το θάνατο: εδώ ο Λάσλο συμπυκνώνει, χρησιμοποιώντας μιαν ακραιφνώς ιατρική ορολογία, την διαδικασία της φθοράς, το αποτρόπαιο, αλλά αναπότρεπτο, έργο των βιολογικών αποδομητικών παραγόντων που κατατρώγουν το σώμα. Σε όλες τις προηγούμενες σελίδες, έχει περιγράψει συνταρακτικά τους κοινωνικούς αποδομητικούς παράγοντες που κατατρώγουν τον νου, την ψυχή, τη λογική.
** Η κεντρική εικόνα είναι πλάνο από την ταινία του Μπέλα Ταρ Οι αρμονίες του Βέρκμαϊστερ που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Κρασναχορκάι.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Είδε δισεκατομμύρια ανήσυχα στοιχεία σε διαρκή μεταβολή να διεξάγουν μεταξύ τους έναν διάλογο δίχως αρχή και τέλος, ένα δισεκατομμύριο καταστάσεις και ένα δισεκατομμύριο γεγονότα, ένα δισεκατομμύριο, αλλά μόνο ένα, ένα που περιέκλειε όλα τα υπόλοιπα, τη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ αυτού που, λόγω της ύπαρξής του και μόνο, αντιστεκόταν σε αυτό που, λόγω των πιθανών δυνατοτήτων του και μόνο, προσπαθούσε να σπάσει αυτή την αντίσταση». (σ. 237)
Η μελαγχολία της αντίστασης
László Krasznahorkai
Μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου
Πόλις 2016
Σελ. 416, τιμή εκδότη €17,70
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ LÁSZLÓ KRASZNAHORKAI