
Για το μυθιστόρημα της Γιόκο Ογκάουα [Yôko Ogawa] «Το μικρό εξάγωνο δωμάτιο» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Έχοντας διαβάσει κάποια στιγμή στο παρελθόν τον Παράμεσο της Ιαπωνίδας συγγραφέως, ήμουν επιφυλακτικός απέναντί της, όπως γενικότερα με τα βιβλία εκείνα που στηρίζονται στον φετιχισμό, έστω ως υποπλοκή. Βεβαίως η ασιατική και ειδικότερα η ιαπωνική λογοτεχνία φέρουν αυτή την κληρονομιά, για ιστορικούς λόγους. Κι αν στην περίπτωση του Καβαμπάτα ο φετιχισμός / ερωτισμός συνδυάζεται με ζηλευτό αισθητισμό και λογοτεχνική αρτιότητα, σπάνια συμβαίνει στους νεότερους που χρησιμοποιούν το όπλο αυτό για να προσελκύσουν τον αναγνώστη.
Οι επιφυλάξεις μου δεν είναι για λόγους πουριτανισμού, όσο για το γεγονός ότι εάν υπερτονιστεί η χρήση τού ερωτικού, η λογοτεχνικότητα που αναζητά την ισορροπημένη σχέση, θα εκπέσει σε ρόλο κομπάρσου, με τον αναγνώστη να αναζητά τη συνέχεια της πλοκής, την κορύφωση και την εύκολη έξαψη που προσφέρει το φετίχ. Στην περίπτωση, για παράδειγμα, του Καβαμπάτα, αυτό δεν ισχύει, καθώς ο μεγάλος λογοτέχνης συνδέει το φετιχιστικό με το υπαρξιακό, μέσα από ένα αισθητικό πρίσμα που συμπαρασύρει το ένα εντός του άλλου. Το μικρό εξάγωνο δωμάτιο ξεφεύγει από την παγίδα που προανέφερα, παραμερίζοντας τον εύπεπτο πλην περιοριστικό χώρο της σεξουαλικότητας –μετά διαστροφής ή όχι– έχοντας διαφορετικό σκοπούμενο. Όχι πως δεν υπάρχει το ερωτικό στοιχείο, κάτι που διέπει την ανθρώπινη κατάσταση, όμως όχι ως δεσπόζον στοιχείο, αλλά ως υποστηρικτικό.
Το κείμενο και οι ερμηνείες
Η πρωταγωνίστρια του μικρής έκτασης κειμένου συναντά μια γυναίκα στο κολυμβητήριο, της οποίας η φυσιογνωμία και η συμπεριφορά φαίνεται θελκτική. Σε ανύποπτη στιγμή την ακολουθεί, για να ανακαλύψει ένα κτίριο στο οποίο υπάρχει μια ντουλάπα, «από βερνικωμένο καφέ ξύλο με έξι πάνελ, ύψους περίπου δύο μέτρων, χωρίς εμφανή πόρτα, χωρίς διακόσμηση» και εντός της οποίας βρίσκεται (κρύβεται;) ένα μικρό εξάγωνο δωμάτιο. Η ντουλάπα/δωμάτιο έχει τους επιστάτες της, τους φροντιστές της (μητέρα και γιος) που τη μεταφέρουν από πόλη σε πόλη και φροντίζουν την εύρυθμη λειτουργία, τη σειρά προτεραιότητας των επισκεπτών, συνομιλώντας εφόσον ζητηθεί μαζί τους. Οι τελευταίοι εμφανίζονται στον χώρο, οποιαδήποτε στιγμή, αλλά δεν επικοινωνούν μεταξύ τους ούτε ανταλλάσσουν την εμπειρία τους από το δωμάτιο. Όπως ακριβώς κάνει και η πρωταγωνίστρια, για την προσωπική ζωή της οποίας ο αναγνώστης πληροφορείται κάποια στοιχεία – τη σχέση με τον πρώην φίλο που διακόπηκε μάλλον άσχημα, αλλά και γενικότερα το αίσθημα της μοναχικότητας και της απομόνωσης από τους άλλους. Η γυναίκα θα εισέλθει στο δωμάτιο, μαζί με τον αναγνώστη.
Ο αναγνώστης, όπως συμβαίνει σε αυτού του είδους τα βιβλία, δεν πρόκειται να πληροφορηθεί τον μηχανισμό που κρύβεται πίσω από τη λειτουργία του δωματίου. Ως προς αυτό, η Ογκάουα διαφοροποιείται από τη λογοτεχνία του φανταστικού, η οποία στα χέρια ενός αντίστοιχου συγγραφέα με επιστημονική κατάρτιση μπορεί να επεξηγούσε με επιστημονικούς όρους το πώς και το γιατί, προκειμένου να εμπλέξει τον αναγνώστη σε μια διαφορετική διαδρομή σκέψης. Αντίστοιχα, ο Κάφκα (βλέπε Σωφρονιστική αποικία) θα περιέγραφε λεπτομερώς τη μηχανική και τους μηχανισμούς του χώρου / επίπλου, συνεισφέροντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην οπτικοποίηση του εφιάλτη, ώστε να εντυπωθεί στον αναγνώστη ταυτόχρονα με την υποβολή της ατμόσφαιρας εγκλεισμού.
Η Ογκάουα αποφεύγει να επιλέξει μεταξύ των δύο και μεταθέτει το ενδιαφέρον στο υποκείμενο και όχι στο δωμάτιο, κατά κάποιον τρόπο στη λογική του Σολάρις του Σ. Λεμ, όπου το αντικείμενο, ο χώρος, πυροδοτεί τη δράση χωρίς να επεξηγείται το ίδιο. Όσον αφορά τον τίτλο του διηγήματος, σύμφωνα με τους Πυθαγορείους ο αριθμός 6 αντιπροσωπεύει τις καταστάσεις της υγείας, της ισορροπίας, αλλά επίσης τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και τη θυσία. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε 6 ημέρες, δεδομένου ότι το 6 είναι τέλειος αριθμός. Ο αναγνώστης μπορεί να ανακαλύψει πολλές σχετικές πληροφορίες στο Internet, εφόσον τον ενδιαφέρει η σημειολογία του πράγματος.
Στο βιβλίο Το μικρό εξάγωνο δωμάτιο η συγγραφέας επικεντρώνεται στο ψυχολογικό / ψυχαναλυτικό στοιχείο, με κάποιες φιλοσοφικές αιχμές (κυρίως τη σχέση τυχαιότητας και πεπρωμένου που εδώ δεν αντιδιαστέλλεται, αλλά εξετάζεται διαλεκτικά και συμπληρωματικά). Μολονότι το εξάγωνο δωμάτιο, το οποίο οι παριστάμενοι αποκαλούν «μικρό δωμάτιο των αφηγήσεων», παραπέμπει σε εξομολογητήριο, δεν υπάρχει καμία μεταφυσική νύξη στο κείμενο. Η πρωταγωνίστρια και οι άλλοι επισκέπτες δεν εξομολογούνται σε κάποιον τρίτο ή σε άλλη υπερφυσική οντότητα. Αυτός ο περίκλειστος χώρος που στο εξωτερικό του έχει το σχήμα και το μέγεθος μεγάλης ντουλάπας, κατά την είσοδο του υποκείμενου μετατρέπεται σε εξάγωνο δωμάτιο μικρού μεγέθους, το οποίο φωτίζεται από μια λάμπα και διαθέτει έναν πάγκο για τον επισκέπτη. Κανείς από εκείνους που εισέρχονται δεν μοιράζεται την εμπειρία του. Ο αναγνώστης και η πρωταγωνίστρια βιώνουν το μυστήριο σε πραγματικό χρόνο και όχι μέσω αφηγήσεων τρίτων. Η έκπληξη είναι κοινή και μεταφέρεται αυτούσια.
Συμβολικά, η γυναίκα όπως και οι άλλοι επισκέπτες, αφήνουν το κοινωνικό τους εγώ εκτός και εισερχόμενοι στο εξάγωνο δωμάτιο των αφηγήσεων έρχονται σε αδιαμεσολάβητη επαφή με τον πυρηνικό τους εαυτό.
Σταδιακά η κοπέλα, καθήμενη στον πάγκο, ξεκινά να μονολογεί. Κάτι που σε εξωτερικό χώρο μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ψυχολογικού προβλήματος, ο περίκλειστος χώρος το καθαίρει (το αυτό και στην περίπτωση της ψυχανάλυσης). Βεβαίως στο δωμάτιο δεν υπάρχει άλλη παρουσία που να παραπέμπει σε σχέση γιατρού / ασθενούς, παρά η συνομιλία με τον εαυτό. Συμβολικά, η γυναίκα όπως και οι άλλοι επισκέπτες, αφήνουν το κοινωνικό τους εγώ εκτός και εισερχόμενοι στο εξάγωνο δωμάτιο των αφηγήσεων έρχονται σε αδιαμεσολάβητη επαφή με τον πυρηνικό τους εαυτό. Η εξομολόγηση λαμβάνει χώρα σε συνθήκες σιωπής, οπότε, όπως ακριβώς και στη διαδικασία της ανάλυσης, το υποκείμενο αλιεύει γεγονότα και καταστάσεις, τα οποία παρέμεναν καθηλωμένα και ανέμεναν την ευκαιρία να βγουν στο φως. Στη λογική αυτή, η ηρωίδα αντιμετωπίζει πρόβλημα οξύ πόνου στη μέση που φυσικά αποδεικνύεται ψυχοσωματικής φύσης. Θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα στο τέλος, όταν αποδεχτεί τον χωρισμό με τον πρώην σύντροφό της, σε συνδυασμό με την ανάδυση μιας απωθημένης ανάμνησης που απέκρυβε πεισματικά, αφού την έκανε να νιώθει ντροπή και ενοχές (συνεύρευση με έναν άγνωστο άντρα, ενώ ήδη ήταν σε σχέση, δηλωτική της επιθυμίας της να αποχωρήσει από το προηγούμενο περιοριστικό πλαίσιο).
Η εξομολόγηση θα λειτουργήσει ιαματικά και η κοπέλα θα αφήσει πίσω της το τραύμα. Την ίδια στιγμή θα πάψει να έχει ανάγκη το δωμάτιο, αλλά αυτό δεν μπορεί να το κατανοήσει στην παρούσα φάση η ίδια, έχοντας μεταθέσει την εξάρτηση από το πρόσωπο του άνδρα στον χώρο που την απελευθέρωσε, έστω σχηματικά. Ακριβώς γι’ αυτό, είναι το δωμάτιο που θα αποχωρήσει, με τους φροντιστές του να το μεταφέρουν σε άλλη άγνωστη πόλη, κόβοντας τον λώρο κι αυτής της επαπειλούμενης σχέσης εξάρτησης, απελευθερώνοντας το υποκείμενο που πρέπει πλέον να απογαλακτιστεί και να ορθοποδήσει.
Εναπόκειται στον αναγνώστη να εισέλθει εντός του έργου και να ανακαλύψει εκεί όσα χρειάζεται, συνομιλώντας στη σιωπή με τον εαυτό του, διευρύνοντας τη συνείδησή του.
Μεταφορικά, το δωμάτιο που μετακινείται σε άλλη πόλη μπορεί να ερμηνευτεί ως το έργο του συγγραφέα, η λογοτεχνία, με τον συγγραφέα να αναλαμβάνει τον ρόλο του επιστάτη που απλά το φροντίζει και το παρέχει σε εκείνους που το έχουν ανάγκη. Εναπόκειται στον αναγνώστη να εισέλθει εντός του έργου και να ανακαλύψει εκεί όσα χρειάζεται, συνομιλώντας στη σιωπή με τον εαυτό του, διευρύνοντας τη συνείδησή του. Η μυθοπλασία λειτουργεί απελευθερωτικά, ακόμη και ως εξομολογητήριο, αφού ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει εκεί μύχιες σκέψεις. Αλλά το έργο, το εξάγωνο δωμάτιο, δεν μπορεί να παραμείνει εσαεί στο ίδιο μέρος, προς χρήση του ίδιου ανθρώπου. Μετακινείται στον χώρο και ιδίως στον χρόνο αναμένοντας νέους αναγνώστες να το ανακαλύψουν, εισερχόμενοι στον οριοθετημένο του χώρο. Ο caretaker / φύλακας του άχρονου χώρου της αφήγησης μεταφέρει στον πεπερασμένο χώρο της χώρας τον μικρό του ναό, προσφέροντας στον αναγνώστη και ταυτόχρονα δημιουργό την ευκαιρία να αντιμετωπίσει τα φαντάσματά του, απογαλακτιζόμενος, προτού καταστεί ο ίδιος δημιουργός του εαυτού του και άρα των προσωπικών του αφηγήσεων.
Το ύφος
Η Ογκάουα πετυχαίνει αρκετά πράγματα με λίγα λόγια κι ετούτο οφείλουμε να το καταλογίσουμε στα θετικά. Δεν πρωτοτυπεί προφανώς, αλλά κανείς δεν περιμένει στιλιστική πρωτοτυπία στην εποχή μας ούτε καν πρωτοτυπία στην πλοκή. Όμως το βιβλίο δεν θα κριθεί βάσει αυτού, αλλά για το κατά πόσον όσα θέλησε να συμπεριλάβει θεματικά αποδόθηκαν με τον κατάλληλο αφηγηματικό τρόπο. Η συγγραφέας απέφυγε, όπως ήδη είπα, τον σκόπελο των περιττών επεξηγήσεων σχετικά με τη μηχανική του δωματίου.
Απέφυγε επίσης και την περιττή εμβάθυνση χαρακτήρων (όχι, δεν είναι πάντα θετικό αυτό), εστιάζοντας αποκλειστικά στις πτυχές του χαρακτήρα της που σχετίζονται με την εξομολογητική επίδραση του δωματίου και την επούλωση του τραύματος. Κάτι περισσότερο θα ήταν περιττό και θα λειτουργούσε παρελκυστικά, καθοδηγώντας τον αναγνώστη σε ανούσιες λεπτομέρειες, τις οποίες πιθανώς δεν μπορούσε να υποστηρίξει, παρά με επιπλέον σελίδες κ.ο.κ.
Το πρώτο πρόσωπο συμβάλει τόσο στη σκηνική όσο και τη λεκτική οικονομία, αφού όσα έχουν σημασία και γίνονται αντιληπτά από την κοπέλα εκτίθενται άμεσα ως τέτοια στον αναγνώστη.
Ταυτόχρονα η πρωτοπρόσωπη αφήγηση έχει το βασικό πλεονέκτημα να αποδίδει άμεσα τις εντυπώσεις και τα συναισθήματα μέσω της πρωταγωνίστριας στον αναγνώστη, αφού δεν μεσολαβεί ο παντογνώστης δημιουργός ώστε να επιμερίζει την οπτική σε πολλαπλά σημεία ενδιαφέροντος (δωμάτιο, φροντιστές, πρώην εραστής, πρωταγωνίστρια), κάτι που θα διασπούσε το κέντρο βάρους και ίσως απαιτούσε επιπλέον κειμενική έκταση. Το πρώτο πρόσωπο συμβάλει τόσο στη σκηνική όσο και τη λεκτική οικονομία, αφού όσα έχουν σημασία και γίνονται αντιληπτά από την κοπέλα εκτίθενται άμεσα ως τέτοια στον αναγνώστη.
Σε τελική ανάλυση η λογική της εξομολόγησης ενσωματώνει το όριο των δύο ατόμων κατά μέγιστο – εκείνου που εξομολογείται και εκείνου που ακούει. Ελλείψει εξομολόγου (υπερφυσικού όντος ή ανθρώπου), η διαδικασία περιορίζεται στο λογοτεχνικό δίδυμο συγγραφέα / αναγνώστη. Ο ένας αφηγείται κι ο άλλος διαβάζει. Στο τέλος ο αναγνώστης θα κλείσει το βιβλίο, που θα μεταφερθεί σε άλλα χέρια, θα βγει από το δωμάτιο ανάγνωσης και θα επιστρέψει στον κόσμο του.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στην ουσία, αυτό μοιάζει με μονόλογο, σωστά; Ένα κουτί όπου μπορεί κανείς να ψιθυρίζει όσο θέλει, με όποιο ύφος θέλει, χωρίς να νοιάζεται για τα βλέμματα των άλλων. Όσο το σκέφτομαι έτσι, μπορώ να το δεχτώ μέχρις ενός σημείου. Κατά καιρούς, μέσα στο μετρό ή στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου, μου τυχαίνει να αντιληφθώ κάποιον που μονολογεί ασταμάτητα, με ύφος απόλυτα σοβαρό. Γενικά στους ανθρώπους δεν αρέσει αυτό και απομακρύνονται από κοντά του, με αποτέλεσμα γύρω του να σχηματίζεται ένας χώρος που δεν είναι φυσιολογικός. Αν κλείναμε αυτόν τον άνθρωπο μαζί με τον χώρο γύρω του μέσα στο μικρό δωμάτιο των αφηγήσεων, είμαι σίγουρη πως θα ήταν πολύ ευχαριστημένος. Όσο πιο στριμωγμένος είσαι, τόσο πιο καθαρά ακούς τη φωνή σου και σίγουρα έχεις την αίσθηση ότι αποκαλύπτεσαι χάρη στην αλήθεια της δικής σου καρδιάς. Αυτό είναι το ευχάριστο στον μονόλογο».
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Γιόκο Ογκάουα γεννήθηκε το 1962 στην Οκαγιάμα της Ιαπωνίας και σήμερα ζει στη Νισινομίγια μαζί με τον σύζυγό της.
Από τις σημαντικότερες σύγχρονες συγγραφείς της χώρας της, έχει τιμηθεί με όλα τα σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία της Ιαπωνίας. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά New Yorker, A Public Space και Zoetrope. Έχει γράψει, μεταξύ άλλων, το Άρωμα πάγου, το Ξενοδοχείο Ίρις και τον Παράμεσο. Μεταφρασμένα κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματά της Η αστυνομία της μνήμης (2020· μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου), Η πορεία της Μίνα (2023· μτφρ. Άννα Παπασταύρου), Το μικρό εξάγωνο δωμάτιο (2024· μτφρ. Άννα Παπασταύρου).