
Για το δοκίμιο του Ρότζερ Σκράτον (Roger Scruton) «Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί - Διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς» (μτφρ. Άννα Δαμιανίδη, εκδ. Επίκεντρο, 2018). Στην κεντρική εικόνα, ο Μισέλ Φουκώ και ο Ζαν-Πολ Σαρτρ.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Ομολογώ ότι πέραν των κλασικών συντηρητικών ή φιλελεύθερων φιλοσόφων ή διανοούμενων, κυρίως του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα, η επαφή μου με τη σύγχρονη «Δεξιά» διανόηση παραμένει επιδερμική και ισχνή. Δεν φέρω αποκλειστική ευθύνη, καθώς ο εκδοτικός χώρος είναι, ας το ομολογήσουμε, από αδιάφορος ως εχθρικός προς αυτή. Από την άλλη πλευρά, χωρίς διάθεση ειρωνείας, η συντηρητική σκέψη σπανίως ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία της, κάτι λογικό, δεδομένου ότι -ως συντριπτικό υπέρ της επιχείρημα- δεν χρειάζεται να οραματίζεται κάτι πέραν του υπάρχοντος, αρκούμενη στο να... υπάρχει. Ως εκ τούτου, η βασική της επιχειρηματολογία είναι εκείνη της διόρθωσης πορείας και υπεράσπισης των κεκτημένων. Σε κάθε περίπτωση, ο ιδεολογικός αντίλογος/ αντίπαλός της, η Αριστερά, δεν μπορεί ούτε πρέπει να παραμένει ανεξέταστος, ιδίως όταν έχει αξιώσεις κυριαρχίας, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Σ’ αυτό το σημείο παρεμβαίνει ο Scruton, διαπιστώνοντας ορθά ότι, όπως και στη δικαιοσύνη, το βάρος της αποδείξεως το φέρνει ο κατήγορος, εκείνος που κομίζει το νέο και επιθυμεί να αντικαταστήσει το παλιό. Ο ρόλος του υπερασπιστή του υπάρχοντος λοιπόν είναι να αποδομήσει την κριτική, κάτι που ο συγγραφέας κάνει με απολαυστικό τρόπο σε αυτό το βιβλίο, το οποίο θεωρώ ότι πρέπει να διαβαστεί από όλους – ιδίως όσους ανήκουν στη μη δογματική αριστερά και απολαμβάνουν έναν καλογραμμένο και ευφυή αντίλογο ως προϋπόθεση προόδου (ή συντήρησης, ή των δύο ταυτόχρονα). Ο συντηρητικός Άγγλος τον προσφέρει με τον πιο εύληπτο τρόπο, αποφεύγοντας τις ανούσιες θεωρητικολογίες και επικεντρώνοντας στην ουσία.
Η αποδόμηση
Καταρχάς, να ξεκαθαρίσω ότι μολονότι ο τίτλος Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί ακούγεται προβοκατόρικος, το βιβλίο δεν είναι λίβελος, δεν στοχοποιεί, δεν καθυβρίζει, αν και με χαρακτηριστικά βρετανικό τρόπο σαρκάζει σε στιγμές και παρωδεί εκεί που πρέπει, όπως πρέπει. Μακριά από το να είναι ισοπεδωτικό, δεν ευτελίζει τη συζήτηση και αποδίδει τα του Καίσαρος (τουλάχιστον όπως τα έχει κατανοήσει ο συγγραφέας) όπου χρειαστεί. Στόχος του παραμένει πρώτιστα η νέα Αριστερά, τουτέστιν η μεταπολεμική, η οποία κινήθηκε κυρίως στον χώρο του πνεύματος/ πολιτισμού και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (μακριά από τους εργατικούς αγώνες, τους οποίους ελάχιστα επηρέασε αν και αναφερόταν εμμονικά σ’ αυτούς), καθώς στόχευε στην κυριαρχία επάνω στην ίδια τη γλώσσα, πετυχαίνοντας να ενισχύσει την ιδεολογική της ηγεμονία. Βεβαίως, στηλιτεύει και την πρωταρχική πηγή της, τη μαρξιστική θεωρία, της οποίας τη μεταφυσική και δήθεν επιστημονική βάση επικρίνει ανενδοίαστα. Ο Scruton διαθέτει την ευφυΐα και τη γνώση, έχοντας έρθει σε επαφή με το έργο όσων τα ελαττώματα και τις ελλείψεις εκθέτει στο βιβλίο του, παραθέτοντας αποσπάσματα και παραδείγματα, προκειμένου να αποδείξει το ασφαλές του λόγου του.
Αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεν είναι δογματικός, αφού στην περίπτωση, για παράδειγμα, των Φουκώ και Σαρτρ, στέκει με θαυμασμό αναδεικνύοντας το πνευματικό τους ανάστημα, στηλιτεύοντας όμως τις αντινομίες της ζωής τους.
Μολονότι περιλαμβάνει συγγραφείς από Αγγλία (Χόμπσμπάουμ, Τόμπσον, Άντερσον), ΗΠΑ (Ρόρτι, Γκάλμπρειθ, Σαΐντ) και ηπειρωτική Ευρώπη (Λούκατς, Αντόρνο, Χάμπερμας, Γκράμσι), επικεντρώνεται κυρίως στη γαλλική διανόηση, την οποία αποδομεί απολαυστικά. Εάν οι διανοούμενοι των λοιπών χωρών κρίνονται κατά περίπτωση και παρατίθενται οι αντινομίες της σκέψης τους, ταυτόχρονα με όσα ο ίδιος θεωρεί θετικά, στην περίπτωση των Γάλλων δεν ισχύει αυτό, αφού τους εκθέτει αλύπητα βάσει του έργου και των λεγομένων τους. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση δεν είναι δογματικός, αφού στην περίπτωση, για παράδειγμα, των Φουκώ και Σαρτρ, στέκει με θαυμασμό αναδεικνύοντας το πνευματικό τους ανάστημα, στηλιτεύοντας όμως τις αντινομίες της ζωής τους. Στον μεν πρώτο την αντίθεση μεταξύ της θεωρίας και του βίου του (όταν απομονώθηκε για να πεθάνει στο ίδρυμα εκείνο που στο έργο του κατηγορούσε ως υπόδειγμα φορέα εξουσίας), τον δε δεύτερο για την πολιτική του στράτευση (η ταύτιση του Σαρτρ με τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα παραμένει ανεξίτηλο στίγμα, δικαιώνοντας τον Καμύ που διέσωσε την τιμή της γαλλικής Αριστεράς).
Παραθέτει γενναιόδωρα αποσπάσματα από το έργο τους, τα οποία ομολογουμένως χαρίζουν γέλιο με την ακατανοησία, την ταυτολογία, την αμετροέπεια, τις λεκτικές ακροβασίες και τον ναρκισσισμό τους.
Από εκεί και πέρα όμως, όταν ξεκινάει η ανάλυση της «μηχανής ανοησιών» που διανοούμενοι όπως οι Αλτουσέρ, Λακάν, Ντελέζ και Γκαταρί, Μπαντιού και Ζίζεκ (ως επίγονός τους) έθρεψαν με το έργο τους, ο συγγραφέας δεν μασάει τα λόγια του. Παραθέτει γενναιόδωρα αποσπάσματα από το έργο τους, τα οποία ομολογουμένως χαρίζουν γέλιο με την ακατανοησία, την ταυτολογία, την αμετροέπεια, τις λεκτικές ακροβασίες και τον ναρκισσισμό τους. Ακόμα και όταν επιχειρεί με εντιμότητα να προσφέρει στον ανυποψίαστο αναγνώστη κάποιο λογικό συμπέρασμα, κάποιο σημείο ενδιαφέροντος το οποίο υπόκειται σε λογική επεξεργασία χωρίς νοητικές αυθαιρεσίες και λογικά άλματα, δύσκολα το καταφέρνει.
Την κριτική σκέψη του συντηρητικού συγγραφέα προσελκύει το υπερφίαλο του πράγματος, ο οποίος φωτίζει το κενό μεταξύ θεωρίας και... αποβάθρας
Η εμπεριστατωμένη κριτική είναι πάντα θεμιτή και απαραίτητη, ιδίως απέναντι σε εκείνους που έχουν τεθεί στο απυρόβλητο και οι απόψεις τους θεωρούνται θέσφατα, κυρίως γιατί φέρουν βαρύγδουπους τίτλους, ενώ τους λεκτικούς τους γρίφους ελάχιστοι εκλεκτοί του cabal μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν. Είναι η πολεμική του συγγραφέα στα Ιερά Τέρατα της σύγχρονης αριστερής διανόησης που παρουσιάζει ενδιαφέρον, κυρίως γιατί η τελευταία θεωρεί ότι συνδέεται με ένα ευρύτερο πλαίσιο κριτικής που εδράζεται στη γλώσσα, τον πολιτισμό και σε όλες τις εκφάνσεις του, υποσχόμενο να συμπεριλάβει το άπαν σε ένα ολικό σχέδιο ανατροπής του status quo. Την κριτική σκέψη του συντηρητικού συγγραφέα προσελκύει το υπερφίαλο του πράγματος, ο οποίος φωτίζει το κενό μεταξύ θεωρίας και... αποβάθρας, κάτι που πλέον οι περισσότεροι καλόπιστοι θεωρητικοί της Αριστεράς διακρίνουν, δεδομένου ότι οι μάζες τις οποίες υποτίθεται εκπροσωπούν έχουν απομακρυνθεί σημαντικά ή αρνούνται να ταυτιστούν με τα μεγαλεπήβολα σχέδια επί χάρτου, τα οποία καταστρώνουν στους χρυσελεφάντινους πύργους τους ερήμην του «επαναστατικού υποκειμένου».
Κάποια συμπεράσματα
Δεν πρόκειται να αναφερθώ στο περιεχόμενο του Τρελοί, τσαρλατάνοι, ταραχοποιοί αναλυτικά. Καλό είναι οι αναγνώστες να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα, διαβάζοντας αυτό το αξιόλογο βιβλίο που έχει το θάρρος να αντιπαρατεθεί στα ίσια με όσα ίσως θεωρούν δεδομένα. Αυτό που σκοπεύω είναι να καταθέσω κάποια δικά μου:
• Δεν ήμουν απροετοίμαστος όσον αφορά τη κριτική στις απόψεις και τις πρακτικές της Αριστεράς, τουλάχιστον της «επίσημης». Βοήθησε η τριβή μου (πριν με κερδίσει η λογοτεχνία), με τη σκέψη του Καστοριάδη, τους Καταστασιακούς και τους θεωρητικούς του αριστερισμού/ αναρχισμού, και εν συνεχεία με τον Ράσελ και τους Αμερικανούς, οι οποίοι ποτέ δεν θεώρησαν τον Μαρξ ως το κεντρικό σημείο της αφήγησής τους, ενώ ταυτόχρονα είχαν εξαρχής διαχωρίσει τη θέση τους από τον σταλινικό ολοκληρωτισμό και τους σοσιαλιστικούς «παραδείσους» επί της Γης. Ως εκ τούτου, η κριτική του Scruton από τα δεξιά στον υπαρκτό δεν μου φάνηκε πρωτότυπη, μολονότι παραμένει εύστοχη και γερά θεμελιωμένη.
• Επειδή ο Scruton δεν επιθυμεί να υποπέσει στο αμάρτημα της στείρας καταγγελίας δίχως αντιπρόταση, κάτι για το οποίο κατηγορεί (όχι άδικα) την Αριστερά, το τελευταίο κεφάλαιο προσφέρει την άποψή του σχετικά με το τι σημαίνει Δεξιά και γιατί είναι απαραίτητη. Σταχυολογώ ένα ενδιαφέρον απόσπασμα:
«Η Δεξιά στηρίζει την υπόθεσή της στην αντιπροσώπευση και το δίκαιο. Είναι υπέρ των αυτόνομων θεσμών που μεσολαβούν μεταξύ του κράτους και του πολίτη και μιας κοινωνίας πολιτών που αναπτύσσεται από τα κάτω χωρίς να ζητά την άδεια των κυβερνώντων. Θεωρεί πως η κυβέρνηση είναι υπόλογη για κάθε ζήτημα: δεν είναι πράγμα, αλλά πρόσωπο. Μια τέτοια κυβέρνηση είναι υπόλογη σε άλλα πρόσωπα: στον μεμονωμένο πολίτη, στις εταιρικές οντότητες και στις άλλες κυβερνήσεις. Επίσης, είναι υπόλογη απέναντι στη δικαιοσύνη. Έχει δικαιώματα απέναντι στους μεμονωμένους πολίτες, αλλά και καθήκοντα απέναντί τους: είναι δάσκαλος και σύντροφος της κοινωνίας των πολιτών, στόχος των ανεκδότων μας και περιστασιακός αποδέκτης του θυμού μας. Έχουμε μαζί της μια ανθρώπινη σχέση, σχέση η οποία εδράζεται στον (και προστατεύεται από τον) νόμο, ενώπιον του οποίου προσέρχεται ως ένα πρόσωπο μεταξύ άλλων, επί ίσοις όροις με όσους υπόκεινται στην κυριαρχία της».
Τώρα αν πω ότι αναφέρεται στο αυτονόητο και ουδείς θα διαφωνούσε μαζί του (πλην των οπαδών του ολοκληρωτισμού), θα ήμουν υπερβολικός; Όπως πάντα βέβαια το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στις διακηρύξεις, αλλά στο τι συμβαίνει στην πράξη. Και η παράταξη του Scruton είχε και έχει (ιδίως στην εποχή μας) φανεί κατώτερη των περιστάσεων και των ως άνω αρχών που η ίδια έχει θέσει, υποβαθμίζοντάς τες και αφήνοντας το περιθώριο στα άκρα να πληρώσουν το κενό, αν και γι’ αυτό είναι πάντα έτοιμη να κατηγορήσει τον ιδεολογικό της αντίπαλο του οποίου η αντίδραση την οδήγησε σε δράση και πάει λέγοντας ο κύκλος. Επιπλέον, η Αριστερά συχνά προασπίστηκε με πάθος τις διακηρύξεις αυτές (όχι όμως πάντα, ούτε σε κάθε περίπτωση σωστά). Από την άλλη πλευρά, και οι δύο πόλοι θα σπεύσουν να ενστερνιστούν τις ως άνω αρχές, θεωρώντας η καθεμιά ότι εκείνη είναι η υπερασπίστριά τους, ενώ ο ιδεολογικός της αντίπαλος τις έχει προδώσει. Είναι κι αυτό βεβαίως μια σαφής ένδειξη πολιτικού πολιτισμού, καθότι οι βασικές αρχές ειρηνικής συνύπαρξης δεν αμφισβητούνται ρητά από κανέναν. Κι ο διάλογος συνεχίζεται.
Όταν επιχειρεί να εξηγήσει το γιατί η αριστερή θεωρία και διανόηση επιχειρηματολογεί με τον τρόπο αυτόν, συνήθως καταλήγει σε επιχειρήματα που παραπέμπουν κυρίως στην ψυχολογία
• Απόλαυσα τον ελαφρύ σαρκασμό και το αγγλικό φλέγμα του Scruton στις διαπιστώσεις του. Παραμένει όμως ανοιχτό το εξής ερώτημα, στο οποίο δεν πήρα απάντηση (χωρίς να σημαίνει ότι δεν την είχε προσφέρει ίσως αλλού). Όταν επιχειρεί να εξηγήσει το γιατί η αριστερή θεωρία και διανόηση επιχειρηματολογεί με τον τρόπο αυτόν, συνήθως καταλήγει σε επιχειρήματα που παραπέμπουν κυρίως στην ψυχολογία: φθόνος απέναντι στο υπάρχον (θεωρώ απλοϊκή την αναγωγή της ταξικής σύγκρουσης σε μνησικακία του μη έχοντος απέναντι στον κατέχοντα, όπως και το αντίθετο, δηλαδή τη μαρξιστική αναγωγή των πάντων στην «ταξική πάλη»), η γοητεία του αρνητικού με τις αναγωγές στον Άλλο και την αλλοτρίωση (ακόμα και με μεταφυσικούς όρους, καθότι ο Scruton ήταν θρησκευόμενος συντηρητικός και όχι φιλελεύθερος, κάτι που τον οδήγησε συχνά σε αμφιλεγόμενες διαπιστώσεις), η ανάγκη ετεροπροσδιορισμού, κάποιο φροϋδικό σύμπλεγμα, ακόμη και η λανθάνουσα πίστη ή η ανάγκη του ανοίκειν σε κάτι ευρύτερο που πήρε όμως στρεβλή πορεία. Προφανώς, ο Scruton αναπόφευκτα κρίνει εξ ιδίων. Ο κοινοτισμός, ο σοσιαλισμός, όπως ξέρουμε, προϋπήρχε των διανοούμενων και συνεχίζει δίχως αυτούς, αφού ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες ανθρώπινες ανάγκες. Όπως εξάλλου και ο συντηρητισμός, ο οποίος δεν θα ήταν σωστό να εξηγηθεί αντίστοιχα ως φόβος προς το άγνωστο ή καθήλωση σε ένα πρωτόλειο στάδιο και αδυναμία απογαλακτισμού από εκείνα που ο Scruton θεωρεί ιερά (έθνος, θρησκεία, οικογένεια κλπ.).
• Αναρωτιόμουν, προσπαθώντας να εισέλθω στο μυαλό του συγγραφέα, αν είναι η Αριστερά με τις υπερβολικές και απάνθρωπες αξιώσεις περί τελειότητας που καταστρέφει, κατά το συντηρητικό σχέδιο, την ενότητα και την αρμονία της σταδιακής πορείας προς το μέλλον, με τα μετρημένα βήματα που υπαγορεύει η κοινωνία των πολιτών, οι αθλητικές/ πολιτιστικές ενώσεις, οι δημοκρατικοί θεσμοί, όλα εκείνα που ο Διαφωτισμός μας προικοδότησε και οφείλουμε να τα διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού. Θεωρώ ότι εφόσον όλος ο υπόλοιπος κόσμος ακολουθούσε την εντελώς αγγλοσαξονική και πολιτισμένη του οπτική, όπου η οποιαδήποτε αλλαγή επιχειρείται με μικρά, υπολογισμένα βήματα και ειρηνική διευθέτηση των συγκρούσεων, θα μπορούσε ίσως η σκέψη του Scruton να έχει καθολική ισχύ (μολονότι στην περίπτωση της συμπατριώτισσάς του Θάτσερ, η εμφύλια ταξική σύγκρουση ξεκίνησε από την upper class).
Άρα κάτι άλλο πρέπει να μεσολαβεί και να χαλάει αυτή την ευδαιμονική σύνδεση και συνέχεια που η συντηρητική του σκέψη ευαγγελίζεται και όχι απλά -ή μόνο- οι αξιώσεις της Αριστεράς. Η πτώση από τον συντηρητικό Παράδεισο δεν οφείλεται στον όφι του σοσιαλισμού.
Εντούτοις, γνωρίζουμε ότι ο υπόλοιπος πλανήτης μάλλον κινείται σ’ άλλη τροχιά (για να μην πάμε μακριά, η ηπειρωτική Ευρώπη και εσχάτως οι ΗΠΑ), καθιστώντας το συντηρητικό όραμα του συγγραφέα…ουτοπία και ευχολόγιο. Ας αφήσουμε δε το γεγονός ότι πλέον η αριστερή διανόηση είναι ιδρυματοποιημένη, αδυνατώντας να κινητοποιήσει μεγάλες μάζες. Η «μηχανή ανοησιών» του Μπαντιού, σε τελική ανάλυση, δεν αφορά παρά ελάχιστους και θα τον υπερεκτιμούσαμε αν του αποδίδαμε οποιασδήποτε μορφής «ηγεμονία». Άρα κάτι άλλο πρέπει να μεσολαβεί και να χαλάει αυτή την ευδαιμονική σύνδεση και συνέχεια που η συντηρητική του σκέψη ευαγγελίζεται και όχι απλά -ή μόνο- οι αξιώσεις της Αριστεράς. Η πτώση από τον συντηρητικό Παράδεισο δεν οφείλεται στον όφι του σοσιαλισμού. Κάτι σάπιο προϋπήρχε στο βασίλειο. Κατά την άποψή μου, η απληστία κι εκείνο που ο Ράσελ περιέγραψε ως ισχύς, την οποία οι άνθρωποι επιζητούν περισσότερο από τον πλούτο. Όμως η σύγχυση αιτίας και αποτελέσματος είναι μία ακόμα ανθρώπινη αδυναμία κι ένα αξεδιάλυτο πρόβλημα.
• Τέλος, πέραν των ιδεολογικών συγκρούσεων, διέκρινα μια άλλη υπόρρητη διαμάχη, υφολογικής φύσεως, η οποία ήταν και η πιο απολαυστική στο βιβλίο. Αναφέρομαι σε εκείνη του εμπειριστή και μετριοπαθούς στην έκφραση Αγγλοσάξονα σε αντίθεση με τον εκφραστικό μαξιμαλισμό, την αδολεσχία/ κενολογία της γαλλικής κυρίως σχολής. Όποιος έχει έστω και λίγο ασχοληθεί με τους μεταπολεμικούς Γάλλους διανοητές γνωρίζει σε τι αναφέρομαι. Προς τιμή του, ο Scruton αναφέρει τον Τσόμσκι, ο οποίος ως επίγονος του Ράσελ ήταν από εκείνους που από Αριστερά καυτηρίασε τις γαλλικές υπερβολές και την ηθελημένη ακατανοησία της σκέψης τους ως «σταριλίκι» υπερτροφικών Εγώ, διανοούμενων οι οποίοι απλά έγραφαν δυσανάγνωστα βιβλία για να εντυπωσιάσουν τους ομογάλακτους, αποκομμένοι πλήρως από τη βάση που υποτίθεται ότι «εκπροσωπούσαν» – κάτι που πλέον αριστερά και δεξιά καταλογίζει δικαίως στο αριστερό διανοητικό κατεστημένο, το οποίο περιέπεσε σε ανυποληψία, αφήνοντας κενό για να ανέλθουν οι λαϊκιστές που «τα λένε σταράτα». Εν αντιθέσει, Βρετανοί και Αμερικανοί, δομικά δημοκρατικοί, δεν έπασχαν από αυτού του είδους τον σνομπισμό, ακόμα κι όταν συγκρούονταν ως Δεξιά vs Αριστερά (ο συγγραφέας θεωρεί ότι αυτό οφείλεται στο ότι η αγγλοαμερικανική αριστερά επιχειρούσε στους θεσμούς και το δίκαιο, ενώ η ευρωπαϊκή και δη η γαλλική στο αμιγώς ταξικό με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται), με αποτέλεσμα το έργο τους να παρουσιάζει μεγαλύτερη αντοχή στις σύγχρονες συνθήκες. Απόψεις…
Υ.Γ. Και κάπως έτσι, ο γράφων κατάφερε να κρατήσει ίσες αποστάσεις, να ισορροπήσει επιχειρώντας να φανεί ακριβοδίκαιος (ματαιότητα), προκειμένου να αποσπάσει συναίνεση, πολιτισμένη αντιπαράθεση κι όλα αυτά τα γοητευτικά που επικαλείται ο μακαρίτης Scruton, ως προϋποθέσεις και χαρακτηριστικά ενός γνήσιου συντηρητικού δεξιού (κι ας έχω πάντα στο μυαλό μου ότι έτσι θα έπρεπε να είναι ένας αριστερός). Τελικά όλοι μας κρίνουμε εξ ιδίων, αποδίδοντας τα ευγενέστερα χαρακτηριστικά σ’ εκείνο που υποστηρίζουμε. Ανθρώπινο.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Ο Αλτουσέρ υποστηρίχτηκε λοιπόν με ενθουσιασμό από τους σύγχρονούς του Παριζιάνους που εκείνη την εποχή συναρμολογούσαν μια μηχανή ανοησιών που θα εξαφάνιζε τη δυνατότητα ορθολογικής επιχειρηματολογίας και η οποία θα επαναδιατύπωνε κάθε ερώτημα, όσο ακαδημαϊκό και αν ήταν, σε πολιτικό ερώτημα. Χάρη στη μηχανή ανοησιών μπορούσες να βυθιστείς στο έργο της «διανοητικής παραγωγής» και να πιστεύεις ότι ήσουν ήδη μέρος της επανάστασης. Δεν υπήρχε λόγος να ρωτάς τι σημαίνει επανάσταση ή τι θα μπορούσες να πετύχεις μ' αυτή. Τίποτα σημαίνει τα πάντα και αυτό είναι η επανάσταση, δηλαδή η μηχανή εκμηδένισης του νοήματος. Τη μηχανή την έφτιαξαν από κοινού ο Ζακ Λακάν (Jacques Lacan) ο Ζιλ Ντελέζ (Gilles Deleuze) και μερικοί άλλοι, από παραπεταμένα κομμάτια της φροϋδικής ψυχολογίας και της σωσυριανής γλωσσολογίας και τη δέσανε στη εγελιανή φούσκα του Κοζέβ για να τη γεμίζει ζεστό αέρα. Αποδείχθηκε πιο μακρόβια από τους εφευρέτες της και παραλλαγές της υπάρχουν σήμερα σχεδόν σε κάθε πανεπιστημιακό τμήμα ανθρωπιστικών σπουδών.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο καθηγητής Roger Scruton ήταν απόφοιτος του Jesus College στο Κέιμπριτζ. Υπήρξε καθηγητής Αισθητικής στο Birkbeck College, στο Λονδίνο και στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Δίδαξε επίσης φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και ήταν Ανώτερος Υπότροφος στο Κέντρο Ηθικής και Δημόσιας Πολιτικής στην Ουάσινγκτον.
Έχει γράψει πολλά βιβλία, όπως κάποια μυθιστορήματα, και έχει γράψει και συνθέσει δύο όπερες. Αρθρογραφούσε τακτικά στις εφημερίδες Times, Telegraph, Spectator και ήταν για πολλά χρόνια οινοκριτικός για το New Statesman.