Για το μυθιστόρημα του Ford Madox Ford «Ο καλός στρατιώτης» (μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Gutenberg)
Του Γιώργου Λαμπράκου
Ο Φορντ Μάντοξ Φορντ (1873-1939), ψευδώνυμο του Φορντ Χέφερ, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές του αγγλικού μοντερνισμού: πεζογράφος, ποιητής, κριτικός, εκδότης ενός διάσημου περιοδικού, στενός συνεργάτης του Κόνραντ, φίλος και συνοδοιπόρος με συγγραφείς της εποχής του που όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά συνέβαλαν στη ριζική αναδιαμόρφωση της λογοτεχνικής έκφρασης, παραμένει εντούτοις ελάχιστα γνωστός στην Ελλάδα. Το για πολλούς κορυφαίο μυθιστόρημά του Ο καλός στρατιώτης (1915) είχε εκδοθεί τη δεκαετία του ’90 από τις εκδόσεις Δελφίνι (οίκο που πρωτογνώρισε στο ελληνικό κοινό εξέχοντες συγγραφείς του περασμένου αιώνα, λόγου χάρη τον αδίκως λησμονημένο Ρέιμοντ Φέντερμαν) και δυστυχώς παρέμενε για χρόνια εξαντλημένο. Χάρη στον αείμνηστο Δημήτρη Αρμάο και στον μεταφραστή του βιβλίου Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη, το μυθιστόρημα επανακυκλοφόρησε πρόσφατα στην εξαιρετική σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg σε ξαναδουλεμένη μετάφραση, μαζί με ένα τεκμηριωμένο επίμετρο του μεταφραστή.
Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, όλα στη διάρκεια της εκπληκτικά καλομελετημένης αφήγησης αναταράσσονται, ανατρέπονται, αποδομούνται, η φούσκα σκάει διαλύοντας και αφαιρώντας ζωές ανθρώπων.
Η ιστορία είναι απλή: δύο ζευγάρια πλουσίων την εποχή του fin de siècle, οι Αμερικανοί Τζον και Φλόρενς Ντάουελ και οι Εγγλέζοι Έντουαρντ και Λεονόρα Άσμπερναμ, περνούν παρέα τον άπλετο χρόνο τους σε διάφορα ευρωπαϊκά θέρετρα και θεραπευτήρια. Η φαινομενικά γαλήνια και ειρηνική ζωή τους κρύβει ένα πλήθος συμβάντων που θα μεταμορφώσουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Την εκ πρώτης όψεως αδιάφορη, μα στην πραγματικότητα εξαιρετικά πολυκύμαντη ιστορία τους, έχει καταγράψει και αφηγείται ο Ντάουελ σε πρώτο πρόσωπο με βασικό στόχο να κατανοήσει πώς τα πράγματα έλαβαν την τόσο παρακμιακή, τόσο πτωτική, τόσο μίζερη πορεία τους. Η πρώτη, συνταρακτική πρόταση του βιβλίου, «Αυτή: η πιο θλιβερή ιστορία που έχω ποτέ μου ακούσει – η πιο θλιβερή», δίνει το στίγμα για το τι θα επακολουθήσει.
Ο αφηγητής μας δεν έχει βέβαια απλώς «ακούσει» την ιστορία, αλλά έχει συμμετάσχει σε αυτή. Ωστόσο, δεν βάζει τον εαυτό του στη θέση του πρωταγωνιστή. Εκεί μπαίνει καταρχάς ο «καλός στρατιώτης» Έντουαρντ, αξιωματικός και στη συνέχεια δικαστής, δευτερευόντως οι γυναίκες τους, που επίσης παρουσιάζονται αρχικά με τα καλύτερα χαρακτηρολογικά χρώματα, και αργότερα μερικά ακόμα πρόσωπα, όπως η Νάνσι Ράφορντ, που θα διαδραματίσουν τον κρίσιμο ρόλο τους. Ο αφηγητής, ευφυής και μαζί αφελής, διεισδυτικός και μαζί επιπόλαιος, αποδεικνύεται αντί για παντογνώστης μάλλον αφερέγγυος, όπως ακριβώς και τα πρόσωπα της ιστορίας του, δηλαδή οι χαρακτήρες του βιβλίου του Φορντ. Οι καλοί δεν είναι τόσο καλοί, οι ασθενείς δεν είναι τόσο ασθενείς, οι πιστοί δεν είναι τόσο πιστοί: τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται, όλα στη διάρκεια της εκπληκτικά καλομελετημένης αφήγησης αναταράσσονται, ανατρέπονται, αποδομούνται, η φούσκα σκάει διαλύοντας και αφαιρώντας ζωές ανθρώπων που θεωρούνταν «άσπιλοι και άμωμοι», όπως σημειώνει ο ίδιος.
Ο αφηγητής κατευθύνει αριστοτεχνικά τον αναγνώστη, τον καθιστά συνένοχο των δρώμενων και των παθών, και αυτό αυξάνει την ένταση κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, όσο απαθής ή φλεγματικός κι αν φαντάζει ο ίδιος. Ο Φορντ περνά την υποκρισία της εποχής του γενεές δεκατέσσερις, όπως έκαναν την ίδια εποχή ο Τζόις, ο Λόρενς, ο Φόρστερ κ.ά., και είχαν κάνει μια γενιά νωρίτερα ο Γουάιλντ, ο Κόνραντ, ο Χάρντι, ο Τζέιμς κ.ά. – για να μείνω στον αγγλόφωνο μοντερνισμό. Η ειρωνεία του αφηγητή, λεπτή στην αρχή, οξύνεται σταδιακά και κορυφώνεται με συνεχή ξεσπάσματα στο τέλος: «Ήταν θαυμαστή δουλειά, εκπληκτικά όλα, αδιανόητα ρυθμισμένα, και πιστεύω τελικά πως θα ήταν καλύτερο στα μάτια του Θεού αν είχαν όλοι τους χιμήξει ο ένας στον άλλο για να βγάλουν τα μάτια τους με χασαπομάχαιρα. Αλλά βλέπετε, ήταν “καλοί άνθρωποι”». Η αφήγησή του μοιάζει με ένα πουλόβερ που τραβιέται από το ελάχιστο κρεμάμενο νήμα και στο τέλος έχει ξηλωθεί εντελώς, με τις ζωές των χαρακτήρων να έχουν καταντήσει κουβάρια.
Ο Φορντ άλλαξε τη φύση του μυθιστορήματος αφηγούμενος μια ιστορία που είχε όλα τα χάσματα και τα κενά της πραγματικής ζωής και μνήμης. Η μυθοπλασία ενός παντογνώστη θεατή της ανθρώπινης κατάστασης εγκαταλείφθηκε για χάρη μιας απόπειρας να αναπλαστεί το φευγαλέο στοιχείο της εμπειρίας.
Ο Καλός στρατιώτης είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο η μορφή είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντική με το περιεχόμενο. Αυτό έκανε, μεταξύ πολλών άλλων, ο μοντερνισμός: ανατίμησε τη μορφή σε σχέση με το περιεχόμενο, αφού όταν αντιλήφθηκε πως όλα έχουν ειπωθεί, αποφάσισε πως όλα θα έπρεπε να ξαναειπωθούν, αλλά με νέες, ριζοσπαστικές, επαναστατικές φόρμες. Μια νέα φόρμα αξιοποιεί και ο Φορντ –ο αφηγητής επισημαίνει πως έχει αφηγηθεί την ιστορία με τρόπο «ακανόνιστο»– αποκαλώντας την, σε άλλο κείμενό του, «ιμπρεσιονισμό». Στη μελέτη του Η σιωπή των ζώων (μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Οκτώ, 2013), ο Τζον Γκρέι εξηγεί εύστοχα τον ιμπρεσιονισμό του Φορντ: «Στον Καλό στρατιώτη (1915) ο Φορντ άλλαξε τη φύση του μυθιστορήματος αφηγούμενος μια ιστορία που είχε όλα τα χάσματα και τα κενά της πραγματικής ζωής και μνήμης. Η μυθοπλασία ενός παντογνώστη θεατή της ανθρώπινης κατάστασης εγκαταλείφθηκε για χάρη μιας απόπειρας να αναπλαστεί το φευγαλέο στοιχείο της εμπειρίας. […] Στην ιμπρεσιονιστική άποψη των πραγμάτων, ο κόσμος που βιώνουν οι άνθρωποι δεν είναι μια ατελής αναπαράσταση μιας πραγματικότητας που μια μέρα θα είναι πληρέστερα γνωστή. Ο ανθρώπινος κόσμος, αφού αντανακλά τη φύση του ζώου που τον κατασκευάζει, είναι μια διαδοχή θραυσμάτων. Καμιά τέλεια αντίληψη των πραγμάτων δεν είναι δυνατή, αφού τα πράγματα αλλάζουν κάθε φορά που τα αντιλαμβανόμαστε». Ας σημειωθεί πως ο Γκρέι θεωρεί το άλλο γνωστότερο βιβλίο του Φορντ, Parade’s End (1924-28), «πιθανώς το σημαντικότερο αγγλικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα». Ακόμα κι αν διαφωνούσε κανείς με την άποψη αυτή, δεν παύει να έχει μεγάλη βαρύτητα αφού προέρχεται από τον κορυφαίο στοχαστή της εποχής μας. Θα άξιζε λοιπόν, σε κάθε περίπτωση, να μεταφραστεί και αυτό.
Ο Καλός στρατιώτης, αν και είναι ένα κατεξοχήν ψυχολογικό μυθιστόρημα, παραμένει σκεπτικιστικό ως προς τη γνώση των έσχατων ψυχικών προθέσεων και κινήτρων. «Η γνώση αυξάνει τη θλίψη», σύμφωνα με τον Εκκλησιαστή – και τον κυνισμό, θα πρόσθετα. Ο αφηγητής, που αυτοαποκαλείται «κυνικός», το ξέρει καλά: «Ας έρθω τώρα στην 4η Αυγούστου του 1913, την τελευταία ημέρα της απόλυτής άγνοιάς μου – και σας διαβεβαιώ της τέλειας ευτυχίας μου». Ο αφηγητής επαναλαμβάνει διάφορα «Δεν ξέρω», «Όλα είναι στο σκοτάδι» και «Δεν υπάρχει κανένας οδηγός», θαρρείς πως είναι ο λιγότερο κατάλληλος για να εξιστορήσει τη ζωή του και τη ζωή των πιο κοντινών του προσώπων. Η ιστορία του είναι όντως λυπητερή, όχι όμως μόνο επειδή διαπιστώνουμε για πολλοστή φορά το ανικανοποίητο των ανθρώπινων επιθυμιών: «Είναι ένας αλλόκοτος κι απίστευτος κόσμος! Γιατί δε μπορούν οι άνθρωποι να έχουν αυτό που θέλουν; Τα πράγματα είναι όλα εδώ για να προσφέρουν στον καθένα ικανοποίηση· κι όμως, ο καθένας έχει το λάθος πράγμα». Είναι λυπητερή, πραγματικά θλιβερή, επειδή παράλληλα αναδεικνύει το ανεξιχνίαστο των έσχατων προθέσεων και κινήτρων. Το παραπάνω απόσπασμα τελειώνει ως εξής: «Ίσως εσείς μπορείτε να βγάλετε μιαν άκρη απ’ αυτό· εγώ όχι, με ξεπερνάει».
Ο Φορντ τοποθετεί την ταφόπλακα του ρομαντισμού και του βικτωριανισμού, εδώ έχουμε την «κατάρρευση του συστήματος κάποιων αξιών» όπως γράφει ο Μπαμπασάκης στο Επίμετρο, τον κλονισμό των συνειδήσεων μπροστά στις απαιτήσεις της νέας εποχής που έχει φτάσει, μα δεν φαίνεται να έχει ακόμα γεννήσει νέες αξίες.
Ενόσω λοιπόν μεσουρανεί ο Φρόιντ και η νέα ψυχολογία του, ενόσω η βιολογία και η ψυχιατρική πραγματοποιούν επίσης αδιανόητα άλματα εμπρός, ο Φορντ μέσω του αφηγητή του παρουσιάζεται άκρως προβληματισμένος, σκεπτικιστής, ενίοτε ακόμα και μηδενιστής. Ο αφηγητής, απαυδισμένος από όσα έχει ανακαλύψει για τη ζωή των αγαπημένων του ανθρώπων, αναφωνεί σε ένα σημείο: «Τέλος πάντων, δεν είμ’ εγώ υπεύθυνος για τις παραξενιές της ανθρώπινης ψυχολογίας». Πού είναι ο ρομαντικός, που γνώριζε τα πάθη του και συγκλονιζόταν από αυτά, έστω κι αν συνήθως έμεναν ανικανοποίητα; Πού είναι ο βικτωριανός, που γνώριζε πως μέσω της άσκησης της ηθικής του θα κατακτούσε την αρετή και την ευτυχία; Ο Φορντ, με τον Καλό στρατιώτη, τοποθετεί την ταφόπλακα του ρομαντισμού και του βικτωριανισμού, εδώ έχουμε την «κατάρρευση του συστήματος κάποιων αξιών» όπως γράφει ο Μπαμπασάκης στο Επίμετρο, τον κλονισμό των συνειδήσεων μπροστά στις απαιτήσεις της νέας εποχής που έχει φτάσει, μα δεν φαίνεται να έχει ακόμα γεννήσει νέες αξίες. Η κυρίαρχη αίσθηση εκείνης της εποχής είναι πως η λίγο-πολύ ενιαία ιστορική συνέχεια έχει διακοπεί, η αδιανόητη σκέψη ενός παγκόσμιου πολέμου μεταξύ των πλέον «πολιτισμένων» κρατών είναι πλέον γεγονός, η ρευστότητα δεσπόζει και η ελπίδα καταρρέει. «Τέρμα οι παρελάσεις», θα πει ο πρωταγωνιστής του Parade’s End.
Ο Καλός στρατιώτης περιλαμβάνεται σε λίστα του Observer με τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, σε λίστα της Guardian με τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας (όπου αγγλόφωνη θεωρείται εδώ και η ιρλανδική, η αμερικανική, κ.λπ.), σε λίστα του BBC με τα 100 καλύτερα μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας, και σε πολλές ακόμη. Είναι ένα από τα λιγότερα γνωστά αριστουργήματα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, μια «ιστορία πάθους» γραμμένη με μια λίαν διαυγή και απέριττη πρόζα που παρασέρνει πονηρά τον αναγνώστη στα μυστικά των χαρακτήρων της. Κι αν έχει δίκιο ο αφηγητής όταν λέει πως «δουλειά ενός μυθιστοριογράφου είναι να σε κάνει να βλέπεις πιο καθαρά τα πράγματα», ο Φορντ έχει κάνει τη δουλειά του θαυμάσια.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Λέω αυτήν μου την αφήγηση «Λυπημένη Ιστορία» –η πιο λυπημένη μάλιστα– και όχι «Η Τραγωδία των Άσμπερναμ» γιατί ακριβώς είναι τόσο θλιμμένη· ναι, γιατί δεν υπάρχει κάποιο ρεύμα να παρασύρει τα πράγματα σ’ ένα γοργό και αναπόφευκτο τέλος. Δεν υπάρχει εδώ καμιά από κείνες τις εξάρσεις, καμιά από κείνες τις μεταρσιώσεις που συνοδεύουνε συνήθως κάθε τραγωδία· δεν υπάρχει νέμεσις, δεν υπάρχει πεπρωμένο. Εδώ έχουμε δύο ευγενικούς ανθρώπους -και είμαι πεπεισμένος ότι τόσο ο Έντουαρντ όσο και η Λεονόρα ήσαν ευγενείς ψυχές· ναι, δύο ευγενικά πλάσματα- να πλανώνται στη ζωή σαν πυρπολικά σε μια λιμνοθάλασσα και να προκαλούνε στεναχώριες, πονοκεφάλους, αγωνίες και θάνατο. Κι οι ίδιοι ακόμα, σταθερά, αναπότρεπτα, να εκφυλίζονται, να ξεπέφτουν. Γιατί; Για ποιον λόγο; Για ν’ αφήσουν ποιο δίδαγμα; Α, όλα είναι στο σκοτάδι.
Ο καλός στρατιώτης
Μια ιστορία πάθους
Ford Madox Ford
Μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Gutenberg 2017
Σελ. 368, τιμή εκδότη €15,00