Για το θεατρικό έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ [Eugene O'Neill] «Χιούι» (μτφρ. Άσπα Τομπούλη, εκδ. Ηριδανός). Κεντρική εικόνα: Ο Jason Robards στο «Χιούι», Λος Άντζελες, 1965.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Ευγένιος Ο’ Νηλ υποστήριζε ότι το έργο του «Χιούι» (Hughie, 1941-1942) «ανήκε στο θέατρο του μέλλοντος». Πράγματι, αυτό το τόσο γλαφυρό κείμενο (σε εξαιρετική απόδοση στα ελληνικά της Άσπας Τομπούλη, από τις εκδόσεις Ηριδανός) εισηγείται ένα νέο είδος θεάτρου, που κάλλιστα θα υποστηριζόταν σκηνοθετικά από κινηματογράφηση του μισού κειμένου.
Απομάγευση του american dream
Ξεκινώντας από τον Ο’ Νηλ (1988-1953) και την απογοήτευσή του από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρίσκουμε στο αμερικανικό θέατρο την υλοποίηση του «αμερικανικού ονείρου» ως συλλογικού τραύματος, ως βιώματος εγκατάλειψης του ανθρώπινου όντος και ως υπαρξιακή εκκρεμότητα και ματαίωση. Στα εβδομήντα (περίπου) λεπτά του μονόπρακτου «Χιούι» επιχειρείται η σύνδεση ανάμεσα σε δύο ανθρώπους: πρόκειται για ένα προφητικό κείμενο, γραμμένο στην αργκό του Μπρόντγουεϊ του 1930, βαλμένη στο στόμα ενός καιροσκόπου φαφλατά, που όμως μάς είναι τόσο γνώριμος όσο κανείς άλλος: θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, κάποιο πρόσωπο που όλοι μας κάποτε έχουμε συναντήσει, αλλά θα μπορούσε και να είναι ένας τρόπος ζωής που μας έχει προταθεί.
Γραμμένο το 1941, το «Χιούι» είναι το τελευταίο και ωριμότερο έργο του νομπελίστα συγγραφέα, ως σύλληψη και ως δομή προοιωνιζόμενο το θέατρο του Παραλόγου που θα ακολουθούσε. Ποια είναι τα στοιχεία όπου πρωτοτυπεί το «Χιούι»; Αφενός στο ότι το σκηνικό, η ρεσεψιόν ενός παρηκμασμένου ξενοδοχείου στο κέντρο της Νέας Υόρκης του 1929 (λίγο πριν από το κραχ) είναι μια επιλογή ιστορικά προσδιορισμένη που παράλληλα επιτρέπει το «άνοιγμα» σε μία no man’s land: κατά την εξέλιξη του μονόπρακτου (που είναι ως έναν βαθμό και μονόλογος, αφού οι απαντήσεις του Νυκτερινού Υπαλλήλου είναι από λακωνικές έως ανύπαρκτες) ο θεατής μπορεί, με την προϋπόθεση μιας καλής σκηνοθεσίας, να αισθανθεί ότι τα πάντα διαδραματίζονται σε ουδέτερο χωροχρονικό ορίζοντα, όπως στα έργα του Μπέκετ.
Ο πιο αβανταδόρικος ρόλος, ο ενεργητικός
Πρόθεση του Έρι Σμιθ (του κεντρικού χαρακτήρα) είναι να συνάψει λεκτική σχέση με τον καινούργιο Νυκτερινό Υπάλληλο της ρεσεψιόν, και έτσι διαγράφεται ένας χαρακτήρας επιπόλαιος, παραπειστικός, απατεώνας κανονικός δηλαδή, που δεν σταματά να αυτοπροβάλλεται μιλώντας για τις επιτυχίες του στα χαρτιά, στον τζόγο και στο σεξ, τονίζοντας παράλληλα την αισθητή απουσία του μεταστάντος Χιούι (του προκατόχου του Νυκτερινού Υπαλλήλου στη ρεσεψιόν): η ανάγκη του Έρι να ονειρεύεται, να φαντασιώνεται επιτυχία, ελπίδα, ανιδιοτελή φιλία, εμπιστοσύνη και ανθρώπινη ζεστασιά έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον εγγενή κυνισμό του: έτσι, πλαγίως αλλά σαφώς, ο Ο’Νηλ σχολιάζει τον κωμικοτραγικό χαρακτήρα του δημόσιου λόγου, υπονομεύει τη δραστικότητα και την αξία του «αμερικανικού ονείρου» (περί Promised Land, τάχατες χρυσοφόρου ορίζοντα των «τολμηρών», δήθεν «αυτοδημιούργητων φιλελεύθερων» και τα σχετικά) και «περνά» και προσωπικά τραυματικά βιώματα από τον αδελφό του Jamie, που κύριο γνώρισμά του ήταν ο τυχοδιωκτισμός και η αδολεσχία.
Η ανάγκη του Έρι να ονειρεύεται, να φαντασιώνεται επιτυχία, ελπίδα, ανιδιοτελή φιλία, εμπιστοσύνη και ανθρώπινη ζεστασιά έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον εγγενή κυνισμό του: έτσι, πλαγίως αλλά σαφώς, ο Ο’Νηλ σχολιάζει τον κωμικοτραγικό χαρακτήρα του δημόσιου λόγου...
Ο «αβανταδόρικος» ρόλος του τζογαδόρου Έρι Σμιθ (που χαρακτηρολογικά παραπέμπει και στον κεντρικό ήρωα του «Ένα φεγγάρι για τους καταραμένους» και του «Μεγάλου Ταξιδιού της Μέρας μέσα στη Νύχτα») θα προσέφερε το έδαφος για εμπορικά επιτυχημένες ερμηνείες μεγάλων πρωταγωνιστών: το έργο πρωτοανέβηκε στη Σουηδία το 1958, στο Royal Theatre του Μπαθ της Βρετανίας το 1963 (Έρι ο Μπέργκες Μέρεντιθ), στο Μπρόντγουέι το 1964, στο Hyde Park Festival Theatre το 1981 και στο Providence του Ρόουντ Άιλαντ το 1991 (Έρι ο Τζέισον Ρόμπαρντς), το 1975 με Έρι τον Μπεν Γκαζάρα, το 1996 με Έρι τον σκηνοθέτη Αλ Πατσίνο το 2010, με Έρι τον Μπράιαν Ντένεχι και το 2016 ξανά στο Μπρόντγουέι με Έρι τον Φόρεστ Γουίτακερ. Βεβαίως, ο ίδιος ο Ο’Νηλ είχε επιχειρήσει να αποτρέψει τη δυνατότητα στησίματος ατομικής καριέρας των πρωταγωνιστών, απορρίπτοντας αρκετές προτάσεις ανεβάσματος του έργου του.
Πώς κτίζεται ο δεύτερος ρόλος, ο παθητικός
Η μορφή του Χιούι, του απελθόντος ρεσεψιονίστ, ενώ δεν αποδίδεται ως σκηνική persona, πλανάται σε όλο το μονόπρακτο, ως μνήμη ανεξίτηλη και ως μέτρο σύγκρισης με τον τωρινό Νυκτερινό Υπάλληλο. Το οξύμωρο είναι πως η περιγραφή του νεκρού Χιούι από τον Έρι φέρει έντονη αντίστιξη προς το ρεαλιστικό ηθογράφημα του Νυκτερινού Υπαλλήλου ως κωφεύοντος και συμβιβασμένου. Ενώ ο Έρι μιλά ακατάσχετα, ο Τσάρλι απαντά μονολεκτικά, υποδυόμενος πως παρακολουθεί. Με λεπτομερείς σκηνικές οδηγίες, ο συγγραφέας αποδίδει τις σκέψεις, τις ονειροπολήσεις και την αφηρημάδα αυτού του δεύτερου προσώπου, που διαδραματίζει τον ρόλο του ακροατή, με αποτέλεσμα μια χιουμοριστική απόδοση της γενικευμένης αδιαφορίας και παραίτησης που τον χαρακτηρίζει. Ο Νυκτερινός Υπάλληλος φοράει στενά παπούτσια που τον έχουν χτυπήσει, κάθεται σ’ ένα σκαμνί στραμμένος προς το κοινό, ατενίζει το απόλυτο Τίποτα και απορροφάται από τα κλάξον, τους ήχους των σκουπιδιάρικων στις τέσσερις τα ξημερώματα, αφήνοντας την ατμόσφαιρα της πόλης να νοηματοδοτεί την ύπαρξή του. Εκ των πραγμάτων το μισό έργο πρέπει να αποδοθεί κατά τρόπον ώστε να «ακουστούν» οι κρυφές σκέψεις του αφηρημένου ρεσεψιονίστ, αλλιώς το έργο αποκλείεται να αποδοθεί στην πληρότητά του.
Ο Ευγένιος Ο’ Νηλ [Eugene O'Neill] ήταν Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, από τους πλέον σημαντικούς του εικοστού αιώνα, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1936) και τέσσερις φορές με το βραβείο Πούλιτζερ για τα έργα: "Beyond the horizon" (1920), "Anna Christie" (1922), "Strange Interlude" (1928), "Long days journey into night" (1957). Το σύνολο του έργου του κατατάσσεται σε τρεις περιόδους: στην πρώιμη ρεαλιστική περίοδο, με διακριτές τις εμπειρίες από την προσωπική του περιπλάνηση· στην εξπρεσιονιστική, που αρχίζει το 1920, με διακριτές τις επιρροές του συγγραφέα από ιδέες φιλοσοφικές του Νίτσε, ψυχαναλυτικές του Φρόυντ και του Γιούγκ, και δραματουργικές του Στρίντμπεργκ· και, τέλος, στην ώριμη ρεαλιστική περίοδο, με βαθιές επιρροές από τους Έλληνες τραγικούς. Τα έργα της τελευταίας περιόδου, διαποτισμένα από την τραγική αίσθηση της ζωής και την τραγικότητα της ζωής του ίδιου του συγγραφέα, συνιστούν, σύμφωνα με τους κριτικούς, τα μεγάλα έργα του μεγαλύτερου Αμερικανού δραματουργού. Στο ελληνικό κοινό τα μεγάλα έργα του Ο' Νηλ έγιναν γνωστά, κυρίως, με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή. |
Στα 53 του χρόνια ο Ο’Νηλ, αφού μεταξύ 1934 και 1946 περνά προσωπική απώλεια έμπνευσης και νοηματοδότησης του εμπορικού θεάτρου, αίφνης γράφει αυτό το έργο: εδώ ανακλάται η ανάγκη του για οικειότητα και η εμμονική επιθυμία του για ανακύκλωση αποτυχημένων ερωτικών σχέσεων. Το «Χιούι» σηματοδοτεί, ανέλπιστα, μιαν άνοδο στην καλλιτεχνική του ζωή, καθώς αρχικά προοριζόταν να είναι ένα από οκτώ μονόπρακτα με τίτλο «By Way of Obit» που θέμα τους θα είχαν την αναφορά σε κάποιο οικείο πρόσωπο που είχε πεθάνει. Η τεχνική θα ήταν είτε ο μονόλογος είτε ο διάλογος με απαθή συνομιλητή. Στη δόμηση του δεύτερου ρόλου ο Ο’Νηλ εφαρμόζει τις τεχνικές του εσωτερικού μονολόγου και της συνειδησιακής ροής στην αφήγηση που αντλείται από το νέο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα και που απαντά και στα υπόλοιπα έργα του: η παράσταση, σύμφωνα με δική του προτροπή, θα μπορούσε να είναι άρτια μόνο με τη χρήση κινηματογράφησης ή video-εικόνων που θα ενσωματώνονταν στη ροή του διαλόγου και της σκέψης του Νυκτερινού Υπαλλήλου.
Αυτή την προσέγγιση ακολούθησε και η σκηνοθέτις (και μεταφράστρια του έργου) Άσπα Τομπούλη στην παράστασή της στο Bios. Η Άσπα Τομπούλη είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Αθηνών και των θεατρικών τμημάτων των Royal Holloway και Goldsmiths College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (PhD 2005). Εργάστηκε ως βοηθός του Τάσου Μπαντή και της Ρούλας Πατεράκη. Το 1994 δημιούργησε τη θεατρική εταιρεία «Όψεις», της οποίας είναι καλλιτεχνική διευθύντρια. Πρώτη της εμφάνιση ήταν το έργο της Ρ. Λ. Γκόλντενμπεργκ «Γράμματα στο Σπίτι μου» (Εμπρός 1994–1995), ενώ ήταν ήδη γνωστή καθηγήτρια σκηνοθεσίας στο θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών και Ναυπλίου και του Θεάτρου των Αλλαγών. Η Άσπα Τομπούλη έχει σκηνοθετήσει έργα των Γιάννη Ρίτσου, Ευγένιου Ο’ Νιλ, Χρύσας Σπηλιώτη, Ντέιβιντ Μάμετ, Μάρτιν Κριμπ, Τένεσι Ουίλιαμς, Αύγουστου Στρίντμπεργκ, Τομ Μέρφι και Γκιγιέμ Κλούα, μεταξύ των οποίων: «Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη» (2015), «Η Γυάλα» (2017), «Δέρμα στις φλόγες» (2015) και «Το ηρεμιστικό» (2022).
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.