
Σκέψεις για την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, με αναφορές στο έργο του Αμερικανού συγγραφέα Λιούις Μάμφορντ (Lewis Mumford) και στις θέσεις του περί «Ουτοπίας».
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Σύμφωνα με τον Αμερικανό συγγραφέα Lewis Mumford, υπάρχουν δύο κύρια είδη ουτοπίας: αυτό της «φυγής» και εκείνο της «ανασυγκρότησης». Το δίπολο αντιστοιχεί στην επιλογή «φυγή ή μάχη», που έχουν και τα άλλα ζώα του ζωικού βασιλείου. Ενώ το πρώτο είδος ουτοπίας διακρίνεται μέσα σε αόριστα μεταφυσικά οράματα ενός άλλου κόσμου ή και, πιο απλά, από απλές ονειροφαντασίες σαν και αυτές που διαμορφώνουν όσοι καθημερινοί άνθρωποι ζουν μονότονη και ανιαρή ζωή, παρακολουθώντας χολιγουντιανές κινηματογραφικές ταινίες και ταυτιζόμενοι με τους πρωταγωνιστές τους, το δεύτερο είδος περιλαμβάνει όλες εκείνες τις συνειδητές προσπάθειες πολιτικού σχεδιασμού ενός καλύτερου μέλλοντος.
Στο τελευταίο είδος ανήκουν οι μεγάλες πολιτικές ουτοπίες της ιστορίας, αρχής γενομένης με την Κλασική Αρχαιότητα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, κατά Mumford, κυριαρχούσαν οι ουτοπίες φυγής, οπότε έπρεπε να έρθει η εποχή της Αναγέννησης για να επινοηθούν ξανά ουτοπίες ανασυγκρότησης. Τόσο, όμως, η απαρχή των ουτοπιών όσο και η αναβίωσή τους από τον Thomas More, έλαβε χώρα χάρη στο έργο του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου, Πλάτωνος.
Αυτό θα φανεί παραστατικότερα αν δούμε τον ίδιο τον διάλογο στην Πολιτεία όπου, μέσα από διεξοδική φιλοσοφική συζήτηση του συνομιλητή Σωκράτη με φίλους του, ο Πλάτων παρουσιάζει το ιδανικό, κατά τη γνώμη του, σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης. Το πολίτευμα τούτο θα μπορούσε να ονομασθεί «αριστοκρατία του πνεύματος». Όπως πίστευε ο Πλάτων, η δικαιοσύνη, ο ορισμός της οποίας αποτελεί και το κύριο ζητούμενο του παρόντος διαλόγου, υφίσταται όταν ο καθένας κάνει το κατάλληλο για τον ίδιο έργο. Ο δίκαιος άνθρωπος αποτελεί, μάλιστα, μια μικρογραφία της δίκαιης πόλης-κράτους. Κεντρική ιδέα του Πλάτωνος, που ακολουθεί το σωκρατικό ρηθέν «ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ», είναι ότι οι φιλόσοφοι οφείλουν να εγκαταλείψουν προσωρινά τον ασφαλή χώρο της αφηρημένης γνώσης, και να κατέβουν στον πολιτικό στίβο, αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της πόλης τους.
Η ψυχή κατά τον Πλάτωνα
Πιο συγκεκριμένα, η ψυχή διαιρείται από τον Πλάτωνα σε τρία μέρη: το «λογιστικό» (λογική), το «θυμοειδές» (συναισθήματα) και το «επιθυμητικό» (ορμέμφυτα). Μόνο εφόσον ασκούν την εξουσία οι φιλόσοφοι, συνδυάζοντας την πειθώ με τον εξαναγκασμό, θα μπορέσει να υπάρξει δικαιοσύνη στην πόλη-κράτος, άρα και κοινωνική ευημερία.
Όταν το επιθυμητικό τιθασεύεται από το θυμοειδές και τα δύο αυτά μαζί από το λογιστικό, τότε και μόνο τότε υπάρχει δικαιοσύνη στην ψυχή. Αντίστοιχα, στο ιδανικό κράτος πρέπει να υπάρχουν τρεις τάξεις: φιλόσοφοι-βασιλείς, που θα ασκούν και την πολιτική εξουσία, οι «επίκουροι», στρατιωτικοί που ύστερα από πολυετή εκπαίδευση, οι καλύτεροι από αυτούς περνούν στην τάξη των φιλοσόφων και τελικά κυβερνούν, και τέλος, οι «δημιουργοί», που είναι ο απλός λαός, ο οποίος εργάζεται χειρωνακτικά και στηρίζει οικονομικά το όλο κοινωνικό σύστημα.
Η ανώτερη τάξη
Ο Πλάτων, δια στόματος Σωκράτη, διακηρύσσει ότι, όπως οι άνδρες της ανώτερης τάξης θα είναι εξαιρετικά προικισμένοι και θα διαφέρουν από τους περισσότερους άνδρες, έτσι και οι γυναίκες που θα στελεχώσουν την ανώτερη τάξη θα υπερέχουν έναντι όλων των άλλων γυναικών σε διανοητικά προσόντα και δύναμη. Όταν, λοιπόν, οι εκπαιδευόμενοι ολοκληρώσουν το πρόγραμμα σπουδών τους και φτάσουν στην ηλικία τριάντα πέντε ετών, θα γίνουν επίκουροι και θα κληθούν να προστατεύουν την πόλη από επιθέσεις, επιδρομές και λεηλασίες. Δεκαπέντε χρόνια μετά, όταν πια θα έχουν γίνει πενήντα ετών, θα έχουν ήδη συγκεντρώσει τόσες εμπειρίες από τον κόσμο, ώστε να είναι ικανοί να άρχουν.
Για να καταστεί αυτό εφικτό, πρέπει αρχικά να εντοπισθούν τα παιδιά που είναι πιο προικισμένα σωματικά και διανοητικά. Αυτά τα παιδιά θα δεχτούν συστηματική και μακροχρόνια κρατική αγωγή: τα πρώτα δέκα χρόνια θα διδαχθούν γυμναστική, μουσική, γραφή και ανάγνωση, δέκα ακόμη χρόνια θα διδαχθούν αριθμητική, γεωμετρία, στερεομετρία και αστρονομία, και τέλος, θα διδαχτούν τη φιλοσοφία-διαλεκτική.
Όταν η εκπαίδευση λάβει τέλος, θα έχουν φτάσει σ’ ένα υψηλό μορφωτικό επίπεδο
Όταν η εκπαίδευση λάβει τέλος, θα έχουν φτάσει σ’ ένα υψηλό μορφωτικό επίπεδο και, όπως κάποιοι δεσμώτες που είναι αλυσοδεμένοι μέσα σ’ ένα σπήλαιο, βλέποντας σκιές και ακούγοντας ήχους, για τους οποίους έχουν σχηματίσει την εσφαλμένη άποψη ότι προέρχονται από τις σκιές, αλλά ξαφνικά σπάζουν τα δεσμά τους, αντικρίζουν τα υλικά, βλέπουν τα αληθινά πράγματα στον έξω κόσμο, και στο τέλος αντικρίζουν τον ίδιο τον ήλιο, έτσι και εκείνοι θα διατρέξουν τα τέσσερα στάδια από την άγνοια στην έγκυρη γνώση.
Με τη γυμναστική, τη μουσική, την ανάγνωση και τη γραφή, οι εκπαιδευόμενοι ανεβαίνουν από το στάδιο της «εικασίας» σ’ αυτό της «πίστεως». Με τη διδασκαλία αριθμητικής, γεωμετρίας, στερεομετρίας και αστρονομίας, οι μαθητές θ’ ανέβουν στο τρίτο στάδιο, αυτό της «διάνοιας». Τέλος, με τη βοήθεια της διαλεκτικής, θα οδηγηθούν στο στάδιο της «νοήσεως», που είναι το ανώτερο όλων. Στο τελευταίο αυτό στάδιο, ο άνθρωπος είναι πλέον σε θέση ν’ αντικρίσει την Ιδέα του Αγαθού, χάρη στην οποία υπάρχει καθετί το καλό, τα το πραγματικό και το ωραίο.
Βέβαια, για να υλοποιηθεί το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εξηγείται, όλα τα προικισμένα παιδιά πρέπει να έχουν γίνει «κτήμα» του κράτους-πόλη. Στο ιδανικό αυτό κράτος, οι άρχοντες δεν θα έχουν ξεχωριστές οικογένειες, αλλά θα υφίσταται απόλυτη κοινοκτημοσύνη παιδιών και συζύγων, όπως επίσης και ίσες ευκαιρίες σε κάθε τομέα για γυναίκες και άνδρες.
Η παρακμή
Ο Πλάτων θεωρεί πως η ανάμειξη του «χρυσού» γένους με το ασημένιο, το χάλκινο ή το σιδερένιο, είναι το κύριο αίτιο της παρακμής του ιδανικού πολιτεύματος. Σ’ ένα από τα πιο γνωστά τμήματα της Πολιτείας, ο Πλάτων μας παρουσιάζει τη μορφή που παίρνει η βαθμιαία παρακμή των πολιτευμάτων, ασκώντας έμμεση κριτική στην αθηναϊκή πολιτική του καιρού του.
Ο εκφυλισμός του ιδανικού πολιτεύματος, μας λέει, παίρνει την εξής μορφή: πρώτα υποβαθμίζεται σε Τιμοκρατία, έπειτα σε Ολιγαρχία, κατόπιν σε Δημοκρατίας, και τέλος, πέφτει στην Τυραννίδα
Ο εκφυλισμός του ιδανικού πολιτεύματος, μας λέει, παίρνει την εξής μορφή: πρώτα υποβαθμίζεται σε Τιμοκρατία, έπειτα σε Ολιγαρχία, κατόπιν σε Δημοκρατίας, και τέλος, πέφτει στην Τυραννίδα, με κάθε εξέλιξη να είναι περαιτέρω επιδείνωση και να προκύπτει «διαλεκτικά», μέσω των ανεπίλυτων κοινωνικών αντιφάσεων των προηγουμένων. Κάθε πολίτευμα οδηγείται στην κατάρρευσή του από την υπερβολή ως προς το κύριο στοιχείο του. Όταν συμβεί αυτό, εμφανίζονται κρίσεις με φαινομενικά ασήμαντες αφορμές και από το ένα πολίτευμα η πόλη μεταβαίνει στο επόμενο. Ας δούμε τι σημαίνει αυτό στην πράξη.
Όταν επέρχεται η πρώτη πολιτική μεταβολή και υποβάθμιση, από την ιδανική πολιτεία στην Τιμοκρατία, το χρυσό και το ασημένιο γένος ανθρώπων ρέπουν προς την αρετή, το χάλκινο και το σιδερένιο όμως κλίνουν προς τον πλούτο. Σταδιακά, ο πόθος για τις τιμές (θυμοειδές) μετατρέπεται σε πόθο των υλικών αγαθών (επιθυμητικό), οπότε το πολίτευμα ξεπέφτει σε Ολιγαρχία. Η ασυδοσία που κυριαρχεί στην ολιγαρχική κοινωνία, γρήγορα ευνοεί σημαντικές κοινωνικές ανισότητες, παράγοντες πλούσιους («κηφήνες με κεντρί», όπως ονομάζονται στον διάλογο) και φτωχούς («κηφήνες δίχως κεντρί»). Σύντομα, οι φτωχοί έχουν αυξηθεί τόσο πολύ, που αποκτούν περισσότερη δύναμη απ’ όλους τους άλλους, έτσι εγκαθιστούν το δημοκρατικό πολίτευμα, που είναι το κατ’ εξοχήν πολίτευμα των φτωχών. Στο πολίτευμα αυτό επικρατεί πλήρης ελευθεριότητα, ποικιλία στοιχείων διαφορετικών πολιτευμάτων και, σε τελική ανάλυση, χαοτική αταξία και αναρχία.
Η υπερβολική ελευθερία, όμως, δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην πλήρη ανελευθερία. Τότε είναι που εμφανίζονται λαοπλάνοι ηγέτες και δημαγωγοί, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τη λαϊκή τους απήχηση, εγκαθιδρύοντας τελικά το ανελεύθερο πολίτευμα της Τυραννίδας. Κυρίαρχο στοιχείο της Τυραννίδας είναι ο φόβος. Η παρακμή της πόλης-κράτους έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Σύμφωνα πάντα με τον Πλάτωνα, κάθε πολίτευμα αντιστοιχεί ψυχολογικά σε ανθρώπινο χαρακτήρα (π.χ. δημοκρατικό, τυραννικό κ.λπ.).
Ωστόσο, για να διατηρηθεί το ιδανικό αυτό κράτος, πρέπει να τηρηθούν δύο επιπλέον προϋποθέσεις.
Ο Πλάτων θεωρεί επίσης ότι «χωλαίνει» ο άνθρωπος που δεν είναι τόσο θεωρητικά καταρτισμένος όσο και πρακτικός, δραστήριος. Οι άρχοντες του κράτους του θα κληθούν να είναι θεωρητικά ειδικευμένοι και άνθρωποι της δράσης συγχρόνως. Ωστόσο, για να διατηρηθεί το ιδανικό αυτό κράτος, πρέπει να τηρηθούν δύο επιπλέον προϋποθέσεις. Πρώτα, πρέπει να υπάρξει μια μορφή «ευγονικής», δηλαδή τα άτομα κάθε τάξης να διασταυρώνονται σε συγκεκριμένες εποχές και μονάχα με τους ταξικά ομοίους τους, για να δημιουργούν όμοιους (ενν. σε ταλέντα) απογόνους.
Για να γίνει αυτό πράξη, πρέπει να εφαρμοσθεί το εξής, που είναι και η δεύτερη προϋπόθεση. Πρέπει να ειπωθεί πειστικά το εξής ψέμα («γενναῖον ψεῦδος», όπως το ονομάζει ο Πλάτων) στους κατοίκους της εν λόγω πόλης-κράτους: ότι γεννήθηκαν μέσα στον γεωγραφικό χώρο που κατοικούν (αυτοχθονία) και, το κυριότερο, ότι ορισμένοι απ’ αυτούς δημιουργήθηκαν με χρυσό (άρχοντες), κάποιοι άλλοι με ασήμι (επίκουροι) και άλλοι από χαλκό ή σίδερο (δημιουργοί). Γι’ αυτό και θα κληθούν να μην «αναμειγνύονται» μεταξύ τους και ο καθένας να παραμένει στην κοινωνική τάξη που του ταιριάζει, ακόμη και αν δεν γεννήθηκε εκεί. Κοινώς, αν στην ανώτερη τάξη γεννηθεί ένα διανοητικά κατώτερο τέκνο, θ’ αναγκασθεί να κατέλθει στην κατώτερη τάξη, όπως επίσης θα πραγματοποιηθεί κοινωνική υποχρεωτική κοινωνική άνοδος σ’ όποιο ταλαντούχο παιδί έχει τυχόν γεννηθεί στην κατώτερη τάξη.
Στον διάλογο εμφανίζεται και η γνωστή και εντυπωσιακή αλληγορία του «σπηλαίου», που αφορά στην παιδεία, στη γνώση του πραγματικού κόσμου και στο καθήκον του φιλοσόφου.
Στον διάλογο εμφανίζεται και η γνωστή και εντυπωσιακή αλληγορία του «σπηλαίου», που αφορά στην παιδεία, στη γνώση του πραγματικού κόσμου και στο καθήκον του φιλοσόφου. Τι μπορούμε να πούμε για όλα τα παραπάνω; Όπως όμως και άλλες ουτοπίες, έτσι και η πλατωνική έχει και τη «σκοτεινή» της πλευρά. Ο Πλάτων, πάντοτε δια στόματος Σωκράτη, εξηγεί ότι αν κάποτε συμβεί να γεννηθεί ένα τέκνο σωματικά ανάπηρο ή τέκνο από ηθικά φαύλους γονείς, οι αρμόδιοι θ’ αναλάβουν να το πάρουν και έκτοτε δεν θα μάθει κανείς τι απέγινε.
Εξαιτίας αυτών των ιδεών του, δεν λείπουν και οι φωνές που μέμφονται τον Πλάτωνα για σκληρότητα και αυταρχισμό. Συνελόντι ειπείν, αν και η αρχαία Αθήνα υπήρξε η κοιτίδα της κλασικής φιλοσοφίας και της δημοκρατίας, αυτές οι δύο φαίνεται πως ήρθαν κάποτε σε σύγκρουση και γι’ αυτό, άλλωστε, δεν έχουμε αντίστοιχες φιλοσοφικές θεμελιώσεις του δημοκρατικού γίγνεσθαι. Ας κλείσουμε πάλι με τα λόγια του Mumford:
«Αν ο πολιτισμός μας θέλουμε να διατηρήσει την συνοχή του, πρέπει να βρει καινούργια βάση για το πνευματικό του νόμισμα· πρέπει ν’ ανταλλάξουμε τους αφηρημένους μας ιδεαλισμούς, τα αφηρημένα μας προγράμματα, την χαρτοποιημένη επιδίωξη της ευτυχίας με τα χρυσά νομίσματα της ζωής, κι αν ακόμα δεν μπορούμε να έχουμε το χρυσάφι μας χωρίς προσμείξεις με πιο αγενή μέταλλα».
*Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.