Για το μυθιστόρημα του Juan Gabriel Vásquez «Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος). Φωτογραφία: Η οικογένεια του Σέρχιο Καμπρέρα, μαζί με άλλους εξόριστους, πριν επιβιβαστούν στο πλοίο για τη Δομινικανή Δημοκρατία. (1939)
Του Νίκου Ξένιου
Απόλαυσα το Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω (εκδ. Ίκαρος) του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες, στην τόσο ζωντανή, σφύζουσα μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη και είχα, για μιαν ακόμη φορά, την αίσθηση πως τα πρόσωπα του Βάσκες είναι πλασμένα από ένα υλικό ρευστό, υποκείμενο σε συνεχείς μεταμορφώσεις. Δεν αποκλείεται αυτή η αίσθηση να απορρέει από το γεγονός ότι ο συγγραφέας χρησιμοποίησε, ως πρωτογενές υλικό, μια σειρά από συνεντεύξεις που έκανε σε βάθος επτά ετών, και στη βάση των οποίων αρχικά θα ακουγόταν η πραγματική «φωνή» των πρωταγωνιστικών προσώπων του βιβλίου του. Φαντάζομαι πως, όσο και αν παρενέβη ο ίδιος στην ανάπλαση αυτής της φωνής σε «φωνή» αφηγηματική, ένας συμπαγής πυρήνας «δημοσιογραφικής» πιστότητας στο πρωτότυπο θα αντιστάθηκε μέχρι τέλους στην πένα του. Εννοείται πως αυτό δεν αντικρούει στο παραμικρό τη δομική πρόθεση συγγραφής του Βάσκες, κατά δήλωσιν του οποίου η ιστορική αλήθεια είναι αντικειμενική.
Ο πόλεμος για το αφήγημα
Εν τούτοις, ο συγγραφέας ολοκληρώνει την τοποθέτησή του, διευκρινίζοντας πως τα αφηγήματα που μπορούν να προκύψουν σχετικά με τη μία και μοναδική ιστορική αλήθεια ποικίλλουν, και πως αυτό εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων: «Οι ιστορίες που λέγονται για τη διαδικασία ειρήνευσης (της Κολομβίας) έχουν διαφορά εάν είσαι θύμα των ανταρτών guerrillas ή θύμα των παραστρατιωτικών οργανώσεων ή θύμα εγκλημάτων της κυβέρνησης. Έχουν διαφορά εάν είσαι κάτοικος της πόλης, κάτοικος της ζούγκλας ή κάτοικος της ακτής της Καραϊβικής!» λέει ο ίδιος σε συνέντευξή του. Έτσι, στον Ήχο των πραγμάτων όταν πέφτουν παραμένει εμφανής η σχετικότητα της μυθοπλασίας και ο πόλεμος για την κοκαϊνη είναι επενδεδυμένος με επινοημένους χαρακτήρες. Στη Μορφή των λειψάνων η αστική μυθολογία που περιβάλλει τη δολοφονία του Γκαϊτάν 1948 υποπίπτει στην αντίληψή του μέσω των αφηγήσεων ενός θείου του. Κύρια πρόθεση του Βάσκες είναι να αποκαταστήσει τα ψεύδη της «επίσημης Ιστορίας». Στους Πληροφοριοδότες επιβεβαιώνει την άποψη ότι δηλαδή η λογοτεχνία, αντί να παρέχει βολικές απαντήσεις στους αναγνώστες της, θα πρέπει να τους αφήνει ανήσυχους και προβληματισμένους. Στα διηγήματά του Τραγούδια για την πυρκαγιά ο συγγραφέας αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η μνήμη της ιστορικής βίας να είναι ψίθυρος, απόηχος ένοχων πράξεων του παρελθόντος ή και σημείο αναφοράς των συντηρητικών πολιτικών της σημερινής Κολομβίας. Σταθερή αφηγηματική του γραμμή παραμένει το να κρατά τον αναγνώστη σε αβεβαιότητα σχετικά με την αλήθεια των πραγμάτων, και το ίδιο συμβαίνει και με τις Υπολήψεις.
Στη μυθιστορηματική βιογραφία Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω, ο Βάσκες δανείζεται μιαν εξομολογητική αφήγηση του ίδιου του Σέρχιο Καμπρέρα (καθώς και άλλων προσώπων του μυθιστορήματος) και αναλαμβάνει να γίνει διακριτικός «διαμεσολαβητής» στην ανάπλαση μέρους ή όλης της πραγματικότητας των νεανικών του χρόνων.
Ιστορική βάση της μυθιστορηματικής βιογραφίας
Ας δούμε πώς συνδυάζονται η αλήθεια και η επινόηση στην περίπτωση του Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω: ο Σέρχιο Καμπρέρα είναι υπαρκτό πρόσωπο, διάσημος κολομβιανός σκηνοθέτης, που γεννήθηκε στο Μεντεγίν της Κολομβίας το 1950 και μετοίκησε με τους γονείς του στο Πεκίνο στα δέκα του, για να τελειώσει εκεί το Λύκειο και να σπουδάσει Φιλοσοφία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 μυήθηκε στον κινηματογράφο στο London Technical School και κάποια έργα του βραβεύτηκαν στη Νέα Υόρκη, στο Σαν Χουάν, στην Τασκένδη και στη Μπογκοτά. Ήδη κάποιοι Κινέζοι παραγωγοί έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για το σενάριο που έγραψε σχετικά με την παιδική του ηλικία στο Πεκίνο κατά τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Στη μυθιστορηματική βιογραφία Γυρίζοντας το βλέμμα πίσω, ο Βάσκες δανείζεται μιαν εξομολογητική αφήγηση του ίδιου του Σέρχιο Καμπρέρα (καθώς και άλλων προσώπων του μυθιστορήματος) και αναλαμβάνει να γίνει διακριτικός «διαμεσολαβητής» στην ανάπλαση μέρους ή όλης της πραγματικότητας των νεανικών του χρόνων.
Ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες (Juan Gabriel Vásquez) γεννήθηκε στην Μπογκοτά της Κολομβίας, το 1973 και σπούδασε Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία στη Σορβόνη. Έχει εκδώσει οκτώ μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων, καθώς και τέσσερις συλλογές φιλολογικών δοκιμίων. Έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή βραβεία. Τα βιβλία του έχουν εκδοθεί σε 28 γλώσσες και σε περισσότερες από 40 χώρες. To 2016 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Ιππότη του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών από τη Γαλλική Δημοκρατία. |
Συγγράφοντας την πραγματική ζωή του ήρωά του σε όρους αφηγήματος, ο Βάσκες τοποθετεί την αρχή του δράσης στον Οκτώβριο του 2016, όταν ο Σέρχιο Καμπρέρα παρακολουθεί μια ρετροσπεκτίβα των ταινιών του στη Βαρκελώνη, ενώ ο πατέρας του Φάουστο Καμπρέρα πεθαίνει στην Κολομβία. Ανατρέχοντας τρεις γενιές πίσω, ο Σέρχιο ανακαλεί τα γεγονότα που στάθηκαν καθοριστικά στη ζωή του: όταν οι γονείς του προσχωρούν στους μαοϊστές-λενινιστές κι εγκαθίστανται στην Κίνα, ο μικρός Σέρχιο και η αδελφή του αναγκάζονται να μάθουν Κινεζικά και να προσαρμοστούν στο μοντέλο επαναστατικής εκπαίδευσης που τους επιβάλλεται, ούτως ώστε αργότερα να τη μεταλαμπαδεύσουν στο κίνημα της Κολομβίας. Οι ιστορικές ανατροπές που βιώνουν έκτοτε είναι καταιγιστικές και ενσκήπτουν στη ζωή τους με απόλυτα καθοριστικό τρόπο. Οι διαδοχικές αναγνώσεις εννοιών μεγάλης βαρύτητας, όπως η «επανάσταση» και η «αντεπανάσταση», η «πατρίδα», η «προδοσία», ο «λαός», ο «ηγέτης», κλπ. αναδεικνύονται σε φάσματα μαζικού παραληρήματος, κατακεραυνώνουν τις μάζες των ανθρώπων και επιβάλλονται, εκούσες άκουσες, στην καθημερινότητά τους, ενώ παραμένουν ακατανόητα, μη καταγεγραμμένα φωνήματα, κεραυνοί εν αιθρία: διαβάζοντας το γλαφυρό αυτό μυθιστόρημα μπορεί ο αναγνώστης να αισθανθεί ότι, όλως παραδόξως, ο πόλεμος που επικαθορίζει μια σειρά ιστορικών επιλογών δεν είναι παρά ένας «πόλεμος για το αφήγημα».
Ψυχαναλυτική βάση της πολιτικής
Με βάση την πάγια πεποίθησή του πως οι εξιστορήσεις του ιστορικού παρελθόντος δεν είναι τίποτε παραπάνω από αφηγήματα και, φυσικά, υπηρετώντας τις ανάγκες της μυθοπλασίας, ο Βάσκες παραθέτει τα ημερολόγια της αδελφής του Σέρχιο Καμπρέρα, της Μαριανέγια, μιας προσωπικότητας σαφώς διαφοροποιημένης ως προς το ήθος και τη συγκρότηση. Ο νεανικός έρωτας, το χάδι του ποθητού εραστή, αλλά και το επαναστατικό περιβάλλον της κινεζικής «Πολιτιστικής Επανάστασης» και ο φανατισμός της οπαδού συνυπάρχουν στο πρόσωπο αυτής της κοπέλας με εντυπωσιακό τρόπο: με σαρκαστικό τρόπο καταγράφει τα στάδια κατά τα οποία εγγράφεται στη νεανική συνείδηση το αυταρχικό, άκρως παρεμβατικό ερέθισμα των «οδηγιών πλεύσεως» που αφήνει ως παρακαταθήκη ο πατέρας στα παιδιά του επιστρέφοντας στη Λατινική Αμερική κι εγκαταλείποντάς τα στο έλεος του μαοϊκού μηχανισμού κρατικής προπαγάνδας.
Τέλος, ιδιαίτερα εντυπωσιακός είναι ο τρόπος με τον οποίο η φιλμική γλώσσα καταγράφει τα γεγονότα αυθαίρετα, χωρίς κατ’ουσίαν να λαμβάνει υπόψη την ιδεολογική διαφοροποίηση των θεατών. Ο Βάσκες εισηγείται, με αφορμή τη ρετροσπεκτίβα των ταινιών του Καμπρέρα, ότι η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή της ιστορικής γνώσης, καθώς με χιούμορ αλλά και βαθύτατη πικρία διαπιστώνει τους ραγδαίους ρυθμούς με τους οποίους τα ιστορικά γεγονότα «εισβάλλουν» στην ιδιωτικότητα της ανθρώπινης ζωής και, αναπόφευκτα, αφήνουν το ανεξίτηλο ίχνος τους στην καλλιτεχνική αντίληψη.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Οι σχέσεις ανάμεσα στην Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση περνούσαν δύσκολες στιγμές, και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, εκείνες τις μέρες που ο Φάουστο και η οικογένειά του έφταναν στη Μόσχα, είχε αρχίσει να διασπάται.
Ο Μάο και οι δικοί του υπερασπίζονταν την καθαρότητα του μαρξισμού-λενινισμού, ενώ οι Σοβιετικοί είχαν προτιμήσει να χαλαρώσουν την επιφυλακή και να επιδιώξουν αυτό που αποκαλούσαν ειρηνική συνύπαρξη, και που για τον Φάουστο δεν ήταν παρά μια διακριτική προσέγγιση του καπιταλιστικού κόσμου.
Μέσα σε λίγο καιρό, το επίθετο “ρεβιζιονιστής” είχε μετατραπεί στη χειρότερη βρισιά. Και παρόλο που ο Φάουστο, όταν έφτασε στη Μόσχα, ήταν ήδη ενήμερος των εντάσεων, και μάλιστα είχε αρχίσει να δηλώνει οπαδός του Μάο, δεν μπορούσε να φανταστεί την οξύτητα της εριστικότητας που υπήρχε ήδη ανάμεσα στις δύο χώρες.
Τη διαπίστωσε όταν, με το που βγήκαν από το αεροδρόμιο της Μόσχας, οι Αρχές οδήγησαν την οικογένεια σ’ ένα κοντινό ξενοδοχείο που πιο πολύ έμοιαζε με φυλακή, και τους ενημέρωσαν ότι εκεί, σ’ ένα σιχαμένο δωμάτιο, κλειδωμένοι μέσα –ένα λουκέτο στάβλου τούς εμπόδιζε ν’ ανοίξουν την πόρτα–, θα περνούσαν τις τρεις μέρες της στάσης τους.
Δεν είχαν σοβιετική βίζα, και χωρίς σοβιετική βίζα δεν μπορούσαν να βγουν απ’ το ξενοδοχείο. Ήταν τόσο απλό.
«Μα γιατί;» ρώτησε ο Σέρχιο.
«Γιατί πάμε στην Κίνα» είπε ο Φάουστο. «Κι αυτό δεν τους αρέσει».
«Μα γιατί;» επέμεινε ο Σέρχιο. «Κομμουνιστές δεν είναι κι αυτοί;»
«Ναι» είπε ο Φάουστο. «Αλλά από τους άλλους».