Για τη συλλογή διηγημάτων του Juan Gabriel Vásquez «Τραγούδια για την πυρκαγιά» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
«Κάθε Κόλαση προϋποθέτει μια ιδιωτική γένεση: το δικό της Καθαρτήριο»
(Aπό ημιτελές σονέτο αγνώστου ποιητή)
To οξυμμένο ενδιαφέρον του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες για το πολύπλοκο, ανεξιχνίαστο παρελθόν των ανθρώπων είναι το κεντρικό θέμα των διηγημάτων της συλλογής Τραγούδια για την πυρκαγιά (σε υποβλητικότατη μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη), που τιμήθηκε με το Έκτο Βραβείο Biblioteca de Narrativa Colombiana. Ένα βιβλίο που μιλά για τις πληγές που ανοίγει ο ένας άνθρωπος στην ψυχή του άλλου και για τους τρόπους με τους οποίους ο πληγωμένος επουλώνει τα ψυχικά του τραύματα. Στην Ελλάδα όλα τα βιβλία του Βάσκες κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Ντοκουμέντο για τη βία που έχουν υποστεί οι ήρωες
Η βία αποκτά ανθεκτικότητα και διάρκεια στη συνείδηση των ηρώων του Βάσκες. Πρόκειται για πολλές εκδοχές της βίας: είτε πρόκειται για τη βία που έχει καταγραφεί στο παρελθόν αλλά συνεχίζεται ως ύποπτος ψίθυρος στο αφηγηματικό παρόν, είτε πάλι για τον εκθαμβωτικο, βίαιο απόηχο ενός ένοχου μυστικού, απόλυτα καθοριστικό για την ιστορία του προσώπου, είτε, τέλος, για τη μνημειακή βία, την εμβληματική της περιοχής που επιλέγει ο συγγραφέας –ή και όλης της Κολομβίας–: τη βίαιη δομή της προσωπικότητας που απορρέει από την επισώρευση αντιδραστικών στάσεων ζωής, συντηρητικών πολιτικών επιλογών, μικρότητας, ακόμη και βαναυσότητας έναντι των άλλων.
Παρά το γεγονός ότι οι καίριες ιστορικές περίοδοι συγκρούσεων και ανακατατάξεων επέλεγαν ανέκαθεν το μυθιστόρημα ως γραμματειακή τους μαρτυρία (προικίζοντας το genre με τις ευρέως αποδεκτές και παραδεδεγμένες αρετές του ρεαλισμού), ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας επιχείρησε να τις αποτυπώσει στο διήγημα, που γι’ αυτόν συνιστά ένα σταυροδρόμι πραγματικοτήτων.
Η αναζήτηση των θεμελίων της βίας που είχε συγκλονίσει την Κολομβία μια εικοσαετία νωρίτερα οδήγησε τον Βάσκες σε ένα υποδόριο «δίκτυο» συσχετισμών που είναι χαρακτηριστικό του απόλυτα προσωπικού είδους ρεαλισμού που εισήγαγε στην πεζογραφία. Και, παρά το γεγονός ότι οι καίριες ιστορικές περίοδοι συγκρούσεων και ανακατατάξεων επέλεγαν ανέκαθεν το μυθιστόρημα ως γραμματειακή τους μαρτυρία (προικίζοντας το genre με τις ευρέως αποδεκτές και παραδεδεγμένες αρετές του ρεαλισμού), ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας επιχείρησε να τις αποτυπώσει στο διήγημα, που γι’ αυτόν συνιστά ένα σταυροδρόμι πραγματικοτήτων. Σε μιαν εξέχουσα στιγμή –συνάντηση, ανάκληση μνήμης, απότομη ωρίμανση, αλλαγή τόπου αναφοράς, ανασκόπηση– όπου οι βασανιστικές –αλλά συχνά παραπλανητικές– μνήμες μιας παρελθούσας ιστορίας συναντώνται με το ενεργό και ανεπαίσθητο ίχνος της πραγματικότητας. Με μια χαρακτηριστική λάμψη στα μάτια, ή με ένα αψεγάδιαστο διαισθητικό τεκμήριο, ή, τέλος, με το αποτύπωμα αυτής της ιστορίας στο παρόν. Έτσι, σε μιαν αποκαλυπτική στιγμή έξαρσης, σε μιαν ανησυχαστική διακύμανση του συναισθήματος, σε μια «γωνιώδη», στριμωγμένη συνάντηση με τη μνήμη, αυτός ο κολομβιανός Τζέημς Τζόις φιλοτεχνεί μιαν αφηγηματική άλυσο πλήρη νοήματος, «διαβάζοντας» τα πρόσωπα μέσα από τα μάτια των αφηγητών του.
Φιγούρα μιας «Γυναίκας στην όχθη» και παραληρήματα στον «Δεύτερο γιο»
Αντικρύζοντας τους άλλους μέσα από τη ματιά της φωτογράφου Χότα (στο πρώτο διήγημα της συλλογής «Γυναίκα στην όχθη») ο Βάσκες καθιστά τη μαρτυρία αμφίσημη. Ποιος διηγήθηκε τι και σε ποιον; Ποια ήταν, πριν από είκοσι χρόνια, η δημόσια εικόνα της πολιτικής σ’ αυτήν την απομεμακρυσμένη επαρχία; Είχε στ’ αλήθεια η γυναίκα ένα ατύχημα με άλογο ή γλίτωσε από μιαν απόπειρα δολοφονίας; Ποιο είναι το υψηλόβαθμο κομματικό στέλεχος που συνοψίζει τη βία στο πρόσωπό του και που στα λόγια του καιροφυλακτεί η απειλή; Πώς η φωτογράφος επινοεί ένα θρασύτατο ψέμα για να διαγνώσει τις αντιδράσεις του; Τελικά, τι από όλα αυτά επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα και πού τελειώνει ο μαγικός ρεαλισμός για να δοθεί έναρξη στον πολιτικό ρεαλισμό;
«Το παρελθόν δεν είναι παρά μια αφήγηση. Και αυτή η αφήγηση είναι διαστρεβλωμένη».
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες
Συσπειρούμενο γύρω από ένα θέμα που εκκρεμεί στο μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου διηγήματος της συλλογής («Ο δεύτερος γιος»), το αίσθημα της επαπειλούμενης έκρηξης δημιουργεί έναν ζοφερό μηχανισμό αβεβαιότητας – σαν να πλέκεται μια συνωμοσία, ερήμην του αφηγητή αλλά και ερήμην του αναγνώστη. Όπως λέει ο συγγραφέας: «Το παρελθόν δεν είναι παρά μια αφήγηση. Και αυτή η αφήγηση είναι διαστρεβλωμένη». Ποια έλλειψη –και για ποιες ενέργειες που δεν έγιναν, ενώ εντέλλονταν να γίνουν– οδηγεί τον πατέρα στο να γράψει ένα ανελέητο κατηγορώ στον καλύτερο φίλο του χαμένου του γιου; Είναι, όντως, αυτή η έλλειψη η ατέλεια που καθιστά μια επιστολή ανελέητη; Τέλος, δεν θα μπορούσε η συγκεκριμένη επιστολή να ήταν, ταυτόχρονα, σκληρότατη κατηγορία και ύψιστη κίνηση οικειότητας, προσέγγισης και υποκατάστασης;
Από τον απόηχο του πολέμου της Κορέας και έως σήμερα
Το παιχνίδι της αφήγησης τεκμηριώνει τον παραπειστικό της χαρακτήρα. Κάθε μεμονωμένο αφήγημα συνιστά, στο βιβλίο αυτό, και μια διαπίστωση του συγγραφέα: για μιαν ακόμη φορά, αυτή ταυτίζεται με τη συνείδηση που ο ήρωας αποκτά για το παρελθόν, σε μια διαδικασία κατά την οποία, από ενεργούμενο, μετατρέπεται σε υποκείμενο της Ιστορίας.
«Φτάσαμε στην Μπογκοτά, συνταχθήκαμε και πήγαμε στην πλατεία Μπολιβάρ», είπε ο Τρουχίγιο. «Δε θα ξεχάσω τη μουσική».
«Η γέφυρα του ποταμού Κβάι», παρενέβη ο Σαλασάρ. «Αυτό έπαιζε η ορχήστρα για να μας καλωσορίσει».
Η Μερσέντες σήκωσε τότε το κεφάλι».
Στα «Βατράχια» έχουμε να κάνουμε μ’ ένα εκπληκτικό, κινηματογραφικό μοντάζ διαλόγων, όπου παλαίμαχοι κολομβιανοί στρατιωτικοί καυχώνται για ανδραγαθήματα που ποτέ δεν διέπραξαν και αποκρύπτουν τις λεπτομέρειες της δειλίας τους. Η σύζυγος ενός εξ αυτών εμφανίζεται να συνομιλεί με τον αφηγητή σε δύο διαφορετικές στιγμές ταυτόχρονα, δύο στιγμές που τις χωρίζει τεράστιο χρονικό διάστημα. Ο αφηγητής μοιράζεται μια τρελή μνήμη με τη γυναίκα αυτήν, απευθύνοντάς της τον λόγο σε μια συγκέντρωση «ηρωοποίησης» του παρελθόντος. Ο προβληματικός ρόλος των βατραχιών στην πιστοποίηση της εγκυμοσύνης υπονομεύει την αληθοφάνεια της αφήγησης.
Ο Juan Gabriel Vásquez (Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες) γεννήθηκε στην Μπογκοτά της Κολομβίας, το 1973, και σπούδασε Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία στη Σορβόνη. Έχει εκδώσει επτά μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων, καθώς και τέσσερις συλλογές φιλολογικών δοκιμίων.
|
Συνάντηση με τον Μπόρχες και τον Πολάνσκι σε ένα επινοημένο παρελθόν
Από τα δώδεκα διηγήματα που έγραψε στα δεκαπέντε χρόνια της ενασχόλησής του με το μυθιστόρημα, ο Βάσκες επέλεξε τέσσερα. Σε αυτά άθροισε πέντε νέα διηγήματα, ώστε να εξασφαλίσει τη συνοχή που χρειαζόταν μια ευρύτερη ενότητα, δηλαδή μια συλλογή. Τη γενικότερη θεματική των Τραγουδιών για την πυρκαγιά την άντλησε, βεβαίως, από την πρόσφατη ιστορία της Κολομβίας. Στο διήγημα «Τα άσχημα νέα» η πειστικότατη πρώτη αφήγηση για τον Τζον Ρίτζις ανατρέπεται από τη νηφάλια παράθεση της δεύτερης αφήγησης, και μαζί ανατρέπεται όλο το οικοδόμημα του διηγήματος. Στο «Εμείς» το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο είναι ο συγγραφέας με τη συλλογική συνείδηση: την τελική εικόνα της φυγής και τελικής εξαφάνισης ή αυτοκτονίας του Σαντοβάλ συνθέτουν ανηρτημένες φωτογραφίες, δηλώσεις τυχάρπαστες και παραπλανητικές πληροφορίες, εφήμερες ειδήσεις, διάλογοι με ελάχιστη δόση αλήθειας, αστικοί μύθοι, εικασίες και υποθέσεις, με αποτέλεσμα την –κατά Μπόρχες– επανεπινόηση του παρελθόντος του από αυτό το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο.
«Η αλήθεια θα προκύψει ανελέητη».
Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες
Μια μνήμη που γεννιέται από την ανάγνωση ρεπορτάζ δομεί το διήγημα «Αεροδρόμιο». Ο αφηγητής, το 1969, διατελεί κομπάρσος σε μια ταινία του Ρομάν Πολάνσκι, τέσσερα χρόνια πριν γεννηθεί και σ’ έναν τόπο όπου ποτέ δεν έχει πάει, επιφυλάσσοντας στον εαυτό του τη συγγραφική άδεια να επινοεί τον πραγματικό χωροχρόνο και προσδίδοντας βαρύτητα στην ιστορία του μέσω του βιώματος του Πολάνσκι («Με λίγη τύχη θα τον έβλεπα. Θα ‘βλεπα τον Πολάνσκι, θα τον έβλεπα να δουλεύει!»). Η μεταμφίεση του αεροδρομίου σε ένα άλλο αεροδρόμιο για τις ανάγκες του γυρίσματος και η ανασφάλεια για τον επινοημένο χαρακτήρα του κόσμου κυριαρχούν ως αισθήσεις. Η έναρξη και η λήξη του κινηματογραφικού σύμπαντος με τα κοινότοπα “action” και “cut” ενισχύουν την αποξένωση της πάσχουσας συνείδησης του συγγραφέα, που θέτει εαυτόν «έναντι» των άλλων τη στιγμή που οι άλλοι του κραυγάζουν «όχι» μέσα στο όνειρό του.
Η συνεσταλμένη και ανελέητη αλήθεια των διηγημάτων
«Η αλήθεια θα προκύψει ανελέητη» δηλώνει ο Βάσκες. Πώς να αλλάξεις, λόγου χάριν, την αναντίρρητη αλήθεια ότι ο κολομβιανός στρατός δολοφόνησε πολίτες και μετά έντυσε τα πτώματά τους με στολές ανταρτών; Δυστυχώς, στη μεταμοντέρνα συνθήκη τα πλήθη εμφανίζονται πολύ πιο εύπιστα και κινούνται με μεγαλύτερο συναισθηματισμό: ο ορθός λόγος συνθλίβεται κάτω από τη μπότα του λαϊκισμού και της φτηνής αισθηματολογίας, και μάλιστα για ζητήματα εθνικού εύρους. Ο συγγραφέας πρέπει να καλλιεργήσει, πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο, την «αφηγηματική εγγραμματοσύνη». Έτσι, στα «Παιδιά», τα υλικά του είναι παιδιά με γραντζουνισμένα γόνατα και σπασμένες μύτες, παιδιά που έχουν πρόωρα ενηλικιωθεί στα καρτέλ κοκαΐνης του Μεδεγίν, ένα κολομβιανό fighting club βίαιης ενήβωσης, κάποια εφιαλτικά Χριστούγεννα και μια περίκλειστη, στρατοκρατούμενη πόλη. Στο «Τελευταίο κορίδο» ο κολομβιανός αφηγητής αναλαμβάνει δημοσιογραφικό ρεπορτάζ στην Ισπανία για ένα συγκρότημα μεξικάνικης μουσικής corrido. Επιβαίνοντας στο ίδιο λεωφορείο με την μπάντα, αναπλάθει στιγμιότυπα που διαδραματίστηκαν στο όχημα πέντε χρόνια πριν, μέχρι τη στιγμή όπου η αφήγηση του Ρικάρντο για την τελευταία ηχογράφηση συναυλίας στην Καρταχένα θα διαγράψει την προσωπικότητα του Ερνέστο Μαρκές, του ιδρυτή του συγκροτήματος.
«Η αλήθεια μπορεί να βρίσκεται σε οποιανδήποτε απ' αυτές τις ιστορίες: η συνεσταλμένη αλήθεια που ψάχνω μέσα σ' αυτά τα παράφορα γεγονότα». Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες
Ο συγγραφέας δηλώνει: «Η αλήθεια μπορεί να βρίσκεται σε οποιανδήποτε απ' αυτές τις ιστορίες: η συνεσταλμένη αλήθεια που ψάχνω μέσα σ' αυτά τα παράφορα γεγονότα». Στο διήγημα «Τραγούδια για την πυρκαγιά» (με στοιχεία από το ομώνυμο βιβλίο του Γουσταύου Αδόλφου ντε Λεόν που πέθανε στο πεδίο της μάχης κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) η λυπητερή ιστορία της κόρης του, Αουρέλια ντε Λεόν, διασταυρώνεται με τη θητεία του κολομβιανού στρατηγού Ουρίμπε Ουρίμπε στην αγροτική ζωή. Στη δεύτερη «έναρξη αφήγησης» επανεμφανίζεται η φωτογράφος Χότα του εναρκτήριου διηγήματος και δίνει τεκμήρια έρευνας και συγγραφής στον Βάσκες: για μια γυναίκα που τόλμησε ν’ αντιπαραταχθεί στις προκαταλήψεις των συγχρόνων της για το γυναικείο φύλο θεωρώντας πως «η βία ειδοποιούσε, πως ήταν σαν ένα ζώο που το βαρύ του βήμα το νιώθει κανείς από μακριά».
Κατά την πλειοψηφία των κριτικών, το θέμα των διηγημάτων αυτών είναι η βία, η συγκεκαλυμμένη, η μισοξεχασμένη βία. Ωστόσο, η σθεναρή αποτύπωση της τυχαιότητας είναι πολύ πιο κεντρική ως σύλληψη σε αυτά τα διηγήματα, αυτό που κανείς θα αποκαλούσε «δύναμη του πεπρωμένου», που διογκώνει τη βαρύτητα ενός προσώπου και συγκεντρώνει πάνω του όλη τη δυναμική της Ιστορίας. Κάθε νέος κύκλος βίας στην Κολομβία –μετά το δημοψήφισμα αποκήρυξης της εμφύλιας σύρραξης, τον συμβιβασμό με τους αντάρτες και τη λήξη των πενήντα χρόνων εμφυλίου πολέμου, το 2016– πήγασε από την κοινωνική πόλωση που έφεραν οι παλαιότερες συγκρούσεις. Ο Βάσκες αρθρογράφησε εκτεταμμένα στο «El Espectador» σχετικά με τις διαδικασίες διασφάλισης της ειρήνης, ενώ μια σειρά διαλέξεών του περιστράφηκε στο ίδιο ζήτημα. Αλλά οι συγγραφείς διέπονται από μιαν ηθική που σπάνια συμβαδίζει με την κυρίαρχη ανάλογό της. Πώς να περιγράψεις την πραγματική ζωή σε όρους αφηγηματικούς; Μα, βέβαια, επιλέγοντας ποιαν αφήγηση θα πιστέψεις, σε μια διεργασία που, αναπόφευκτα, εμπλέκει και τις προκαταλήψεις σου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
→ Στην κεντρική εικόνα: Πίνακας του κολομβιανού καλλιτέχνη Jaime Alberto Ospina.
Τραγούδια για την πυρκαγιά
Juan Gabriel Vásquez
Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Ίκαρος 2020
Σελ. 256, τιμή εκδότη €15,50